Αντισυνταγματικότητα του "τέλους"
Επειδή,
στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες πολίτες
συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις
στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 78 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζεται ότι «Κανένας φόρος
δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το
υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή
τις κατηγορίες τους, στις οποίες
αναφέρεται ο φόρος». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης
είναι, κατ` αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία
δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του κράτους, που δύνανται να επιβληθούν
στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους, περιορίζεται όμως από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες
επιδιώκεται από το συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους
δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές
είναι η καθολικότητα της επιβάρυνσης και η ισότητα αυτής έναντι των
βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ` αρχήν, βάσει ορισμένης
φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο,
πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης
φορολογητέας ύλης, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή
οι συναλλαγές. Κατά την έννοια όμως των ίδιων ως άνω συνταγματικών
διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή
πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη
φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ` αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση
του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε
συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (Σ.τ.Ε. 2469- 2471/2008 Ολομ.).