1.
Επειδή με τον όρο Νομολογία χαρακτηρίζεται η δια δικαστικών αποφάσεων ερμηνεία
και εφαρμογή των Νόμων, που λαμβάνουν το
όνομα του αρμόδιου δικαστηρίου που τις εκδίδει. Η νομολογία στη χώρα μας, σε
αντίθεση με άλλα δίκαια (π.χ. αγγλοσαξονικό), δεν αποτελεί άμεση πηγή δικαίου
ούτε συντελεί στη διαμόρφωση δικαίου αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση πηγή
δικαίου. Δεν αναγνωρίζεται δηλαδή ως τυπική πηγή δικαίου και δεν έχει ισχύ
κανόνα δικαίου. Ιστορικά άλλοτε ίσχυσε κατ’ έκταξη του γραπτού δικαίου, άλλοτε
ίσχυε ως εθιμικό δίκαιο και άλλοτε είχε απλώς πνευματικό κύρος (force de raison
ecrite) (Τσάτσος Κ. ”Το πρόβλημα των πηγών Δικαίου”, Τεύχος Α, Εκδ.
Παπαδόγιαννη, 1941, Επανέκδοση, Κλασσική Νομική Βιβλιοθήκη, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή, σελ.238). Έτσι ούτε αυτή καθεαυτή η νομολογία αλλά ούτε και οι
αποφάσεις του Αρείου Πάγου μπορούν να εξομοιωθούν με τους κανόνες δικαίου. Ο
κάθε δικαστής είναι ελεύθερος να κρίνει προκειμένου να δώσει νομική λύση επί
των υποβαλλομένων σ΄ αυτόν νομικών διαφορών, έστω και αν άλλο δικαστήριο (ακόμη
και ανώτερο) έχει δώσει σε όμοια περίπτωση διαφορετική νομική λύση.