Κατά
το στάδιο της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων εκτελέσεως (κατασχετήριο έκθεση κλπ) τίθεται
επιτακτικά το ερώτημα, αν θα μπορούσε ο οφειλέτης του δημοσίου, με ανακοπή που τυχόν
ασκήσει να προσβάλει τον νόμιμο τίτλο,
ή/και να προβάλει αντιρρήσεις ουσιαστικού
ή δικονομικού δικαίου, καθώς και να
αμφισβητήσει το κατ' ουσίαν
βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου. Δεδομένου μάλιστα ότι η ατομικές
ειδοποιήσεις και οι καταλογιστικές
πράξεις γνωστοποιούνται στον οφειλέτη του δημοσίου δια απλού ταχυδρομείου και
άρα μπορεί ο τελευταίος να λάβει γνώση αυτών δια της επιδόσεως της έκθεσης
κατασχέσεως (σε χρόνο δηλ μεταγενέστερο, κατά τον οποίο έχει εκπνεύσει η
προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς ή/και δικαστικής προσφυγής), τίθεται ο προβληματισμός
αν θα μπορούσε ο οφειλέτης του δημοσίου
στο στάδιο αυτό της επιδόσεως της έκθεσης κατασχέσεως, με ανακοπή που τυχόν
ασκήσει, να προβάλει αντιρρήσεις ουσιαστικού
δικαίου και να αμφισβητήσει το κατ'
ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου. Επίσης, αν στην περίπτωση αυτή, για όσο χρόνο εκκρεμεί η
ανακοπή, θα μπορούσε να υποβληθεί αίτηση για την
αναστολή εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων.
Κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΚΕΔΕ όπως ίσχυαν
πριν την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής νομοθεσίας, με
την ανακοπή του άρθρου 73 ΚΕΔΕ επιτρεπόταν η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου,
καθώς και η αμφισβήτηση του κατ' ουσίαν
βάσιμου της απαίτησης του Δημοσίου. Οι από το άρθρο 73 ΚΕΔΕ λόγοι ανακοπής ήταν απεριόριστοι υπό την έννοια ότι
οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης (δημόσιου εσόδου) της βεβαιωτικής
διαδικασίας και γενικά του φερόμενου ως νόμιμου τίτλου, της ατομικής
ειδοποίησης κ.λ.π, ήταν δυνατό να αποτελέσει λόγο της ανακοπής του άρθρου 73
ΚΕΔΕ [ΑΠ 1549/1998].
Ωστόσο, με το άρθρο 216 Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει, μετά της
τροποποιήσεώς του με τους ν.3659/2008, 3900/2010 και 4055/2012,
προβλέφθηκε ότι “στις υπό τον πρώτο τίτλο, ρυθμίσεις του Τμήματος τούτου υπάγονται
οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974
(Κ.Ε.Δ.Ε.), είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε
απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου”. Έτσι από θεσπίσεως του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας, τα δικονομικά ζητήματα παροχής δικαστικής προστασίας
κατά την εκτέλεση διέπονται πλέον από
τα άρθρα 216 επ. αυτού και
όχι από τα άρθρα 73 επ. του
ΚΕΔΕ. Τα σχετικά άρθρα του ΚΕΔΕ παραμένουν εν ισχύει και εφαρμόζονται μόνον
από τα πολιτικά δικαστήρια στις διαφορές που ανακύπτουν από τις ιδιωτικές
απαιτήσεις του Δημοσίου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η ανακοπή να μην είναι
πλέον ενιαία για τις δύο δικαιοδοσίες. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο
ανακοπές διαφορετικής δικονομικής λογικής (Τσιρώνας Α: Η δικαστική
προστασία κατά την έναρξη διοικητικής εκτελέσεως υπό το φως των δυο
δικαιοδοσιών, Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 2008, σελ. 596-597).
Περαιτέρω, το άρθρο 217 Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει,
μετά της
τροποποιήσεώς του με τους ν.3659/2008, 3900/2010 και 4055/2012 του Κ.Δ.Δ. απαριθμεί ενδεικτικά τις πράξεις
διοικητικής εκτελέσεως κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί το ένδικο βοήθημα της
ανακοπής: ι) ταμειακή βεβαίωση εσόδου, ιι) κατασχετήριο έκθεση, ιιι) πρόγραμμα
πλειστηριασμού, ιν) έκθεση πλειστηριασμού και ν) πίνακα κατατάξεως [από της τροποποιήσεώς
του απουσιάζουν
από
την απαρίθμηση αυτή η ατομική ειδοποίηση και ο νόμιμος τίτλος]. Ακόμη, στο άρθρο 224 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται
ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την
ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το
αίτημά της. 2. . . . 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την
ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της
νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της
ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά
το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον
δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το
νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. . . .».
Εξάλλου, στο άρθρο 225 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο, αν
διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης,
προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή την τροποποίησή της. Σε διαφορετική
περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».
Εκ
του προαναφερθέντος άρθρου 217 εν συνδυασμό προς το άρθρο 224 παρ. 4 ΚΔΔ
συνάγεται ότι, και' αρχήν, αποκλείεται
πλέον η ευθεία δι’ ανακοπής προσβολή
του νομίμου τίτλου και, και' εξαίρεσιν, επιτρέπεται μόνον ο περιορισμένος
παρεμπίπτων έλεγχος αυτού. Αντιθέτως, επί διαφορών του ΚΕΔΕ υπαγομένων στα πολιτικά δικαστήρια η
δυνατότητα προσβολής του νομίμου τίτλου εξακολουθεί
να υπάρχει, εναρμονιζόμενη προς τα
ισχύοντα από τα άρθρα 933 επ. ΚπολΔ (Τσιρώνας Α.: ε.α., σελ. 606-607 και
Φαλτσή – Γεσιου Πελαγία: Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτελέσεως, 2011. σελ 275-276). Επιπλέον, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας
περιέχει την ασφαλιστική (υποτίθεται) δικλείδα για τον οφειλέτη, της διάταξης του άρθρου 224 παρ. 4, κατά την οποία εν περιπτώσει ανακοπής κατά ταμειακής
βεβαιώσεως, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά νόμον και τα
πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ' όσον δεν
προβλέπεται κατ' αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο του κατά νόμο
και ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. Πρέπει στο σημείο αυτό να
τονιστεί, ότι σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις του Κ.Δ.Δ. και Κ.Ε.Δ.Ε.,
για τον οφειλέτη του δημοσίου, κατά της καταλογιστικής πράξης, που αποτελεί το
νόμιμο τίτλο, προβλεπόταν η άσκηση προσφυγής, οπότε και δεν προβάλλονταν
παραδεκτά σχετικά παράπονα το πρώτον με την ανακοπή του ΚΕΔΕ. Τούτο διότι, είχε
δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά του νόμιμου τίτλου και άρα, απαραδέκτως έβαλε
κατ’ αυτού με την ανακοπή κατά των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της φορολογικής
οφειλής ή του προστίμου.
Ωστόσο, ο έλεγχος του νομίμου τίτλου με το «ένδικο
βοήθημα» της ενδικοφανούς προσφυγής [το οποίο ασκείται παραδεκτά (και ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ
ΤΟ 50% του αμφισβητούμενου φόρου) υπό
την προϋπόθεση της καταβολής του υπολοίπου ποσοστού 50%,
για την αναστολή υποχρέωσης πληρωμής του οποίου την αποκλειστική δικαιοδοσία έχει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών], που επιτρέπει (υποτίθεται) τον έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά τον νόμο και την
ουσία (!), είναι αναποτελεσματικός,
διότι η Διεύθυνση
Επίλυσης Διαφορών δεν συνιστά όργανο
που εκπληρώνει τις τεθείσες από άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θεμελιώδεις εγγυήσεις.
Ειδικότερα, δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία απέναντι στην εκτελεστική εξουσία
και τους διαδίκους, ούτε την πληρότητα
της δικαιοδοσίας, διότι ως ανωτέρω ελέχθη υπόκειται στον έλεγχο Γενικής
Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και, μέσω αυτής, σε εκείνον του υπουργού
Οικονομικών. Επίσης, στελεχώνεται από πρόσωπα τα οποία δεν είναι Δικαστές απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ούτε
καν νομικοί) (!!!) αλλά υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα να
αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση του οφειλέτη σε αμερόληπτα και νομίμως
λειτουργούντα Δικαστήρια.
Επιπλέον, η τήρηση της διαδικασίας ενώπιον της Διεύθυνσης
Επίλυσης Διαφορών δεν διασφαλίζει σε εκείνον που
αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου, δασμού, προστίμου κτλ, που έχει
εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή,
με αίτησή του να ζητήσει (μεταγενέστερα) από το δικαστήριο να ανασταλεί, εν όλω
ή εν μέρει η εκτέλεση της προσβαλλόμενης
πράξης, διότι η ενδικοφανής προσφυγή και η αίτηση αναστολής εκτελέσεως
της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου που ασκηθήκαν
ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ούτε
αποτελεσματικά, ούτε διαθέσιμα στη θεωρία και την πράξη ένδικα μέσα ήταν, ούτε ικανά να παράσχουν επανόρθωση ως προς
τις αιτιάσεις του οφειλέτη ήταν, ούτε
βεβαίως παρουσίαζαν εύλογες πιθανότητες ευδοκίμησης. Διότι και στην
περίπτωση που είχε –μετά την ενδικοφανή προσφυγή- ακολουθήσει
η άσκηση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, η αίτηση για την αναστολή
εκτέλεσης από το δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που
συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσοτέρων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης για τον
εξαναγκασμό της είσπραξης της οφειλής, είτε θα απέκλειε την αναστολή του αμφισβητούμενου
ποσού της πράξης για ολόκληρο το ποσό,
είτε -στην καλύτερη περίπτωση- θα θέσπιζε
την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%)
αναστολή της πράξεως [υποπαράγραφος Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013, άρθρο 2 ΠΟΛ
1002/31-12-2013 και άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ ].
Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι το «ένδικο βοήθημα»
της ενδικοφανούς προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ένδικου
βοηθήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 224 Κ.Δ.Δ «που επιτρέπει τον
έλεγχό του νόμιμου τίτλου κατά το νόμο και την ουσία», ώστε ο οφειλέτης του
δημοσίου, κατά της καταλογιστικής πράξης, που αποτελεί το νόμιμο τίτλο, να μην
δικαιούται να προβάλλει παραδεκτά σχετικά παράπονα το πρώτον με την ανακοπή
του, διότι το δικαίωμα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής κατά του νόμιμου τίτλου,
δεν συνιστά δικαίωμα άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής και συνεπώς
παραδεκτώς μπορεί (κατά την άποψη του γράφοντος) να βάλει κατ’ αυτού με την
ανακοπή κατά των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της φορολογικής οφειλής ή του
προστίμου.
Εξάλλου, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν οι
τροποποιημένες ως άνω διατάξεις, που αποκλείουν πλέον, τόσο την ευθεία δι’ ανακοπής
προσβολή του νομίμου τίτλου, όσο και, κατ εξαίρεσιν, τον περιορισμένο
παρεμπίπτων έλεγχο αυτού όταν προβλέπεται
κατά του νόμιμου τίτλου ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο αυτού κατά το
νόμο και την ουσία, γίνεται εμφανές
όταν το δικάζον την ανακοπή δικαστήριο καλείται να κρίνει ισχυρισμό του
ανακόπτοντος που βασίζεται στην αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών, που
καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και στοχεύει στην οριοθέτηση της
παροχής και στην επαναφορά της ισορροπίας των παροχών που διαταράχθηκε από
διάφορα περιστατικά - προβλεπτά ή απρόβλεπτα - με κριτήρια αντικειμενικά, για
την ασφάλεια των συναλλαγών και γενικότερα του δικαίου. Επίσης, όταν ο
ανακόπτων ισχυρίζεται ότι πληρούνται
οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ, υπό
τις οποίες παρέχεται σε αυτόν το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το
δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη
λύση ολόκληρης της σύμβασης εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί όταν
α) μεταβλήθηκαν τα περιστατικά, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και
των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της συμβάσεως δημοσίου δικαίου, β) η μεταβολή
είναι μεταγενέστερη της πράξεως καταλογισμού, πρόσθετα δε, μεταγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο μπορουσε να ασκηθεί το
ένδικο βοήθημα που επέτρεπε τον έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά νόμο και ουσία και οφείλεται
σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφτούν κατά το χρόνο που
αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος, γ) από την μεταβολή αυτή η
παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής του δημοσίου να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα έκτακτων και απρόβλεπτων
περιστατικών που κατά το χρόνο που αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος
δεν μπορούσε κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί και
προκλήθηκαν από ασυνήθιστα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ, είναι
η οικονομική κατάρρευση των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης, σε σχέση με την
αδιανόητη απαίτηση του Δημοσίου, της υποχρεωτικής καταβολής εξοντωτικών
εισφορών, κατά τρόπο που οι απρόβλεπτες συνθήκες που συντρέχουν να καθιστούν
για τους συμβληθέντες ασφαλισμένους την οφειλόμενη παροχή υπέρμετρα επαχθή.
Είναι από αυτά προφανές, ότι δεν μπορεί να αποκλειστει στον ασφαλισμένο που κατά το στάδιο
της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων εκτελέσεως
ασκεί ανακοπή, τόσο η ευθεία δι’ ανακοπής προσβολή του νομίμου
τίτλου, όσο και, ο παρεμπίπτων έλεγχος αυτού με
αίτημα την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου ποσού αλλά και της περιοδικής παροχής,
μετά από συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) αναπροσαρμογή, με βάση, εκτός από
το άρθρο 388 ΑΚ, το άρθρο 288 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων
επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της δυνατότητας των Ταμείων
Κοινωνικής Ασφάλισης να παρέχουν στους ασφαλισμένους τις οφειλόμενες κοινωνικές
παροχές, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του δημοσίου στην
καταβολή της αρχικώς συμφωνημένης ασφαλιστικής εισφοράς καθώς και της περιοδικής δόσης να είναι
αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές
και να επιβάλλεται, η αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη
δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη.
Σημειωτέων ότι, η μεταβολή στο
συγκεκριμένο παράδειγμα των συνθηκών είναι μεταγενέστερη του
χρόνου κατά τον οποίο μπορουσε να ασκηθεί ένδικο βοήθημα που επέτρεπε τον
έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά το νόμο και την ουσία. Επίσης, οφείλεται σε
λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφτούν κατά το χρόνο που
αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος.