1.
Αναφορικά με το νομικό ζήτημα σχετικά με το αν «καταναλωτής είναι ο τελικός
αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για
προσωπική ή επαγγελματική χρήση» ή αν «μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για
την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο
εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή», υφίσταται διάσταση
απόψεων τόσο στην εθνική νομολογία όσο και στη θεωρία. Σύμφωνα με την κρατούσα
γνώμη στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και
που αποτελεί την πλειοψηφία των αποφάσεων που εκδόθηκαν, «ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του
συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του
αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι
συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός
ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον
καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικούς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις
διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στη περίπτωση συμβάσεων
που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. (…) εννοιολογικός πυρήνας
του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση, επαγγελματικών αναγκών
με τη σύναψη της σύμβασης. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και
εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις
για τις ιδιωτικές τους ανάγκες». Πρόκειται
για πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν κατά προφανή
αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.