Στόχος της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων είναι η -
λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών - συμπίεση των επιτοκίων προς τα
κάτω. Σκοπός, της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου
ανταγωνισμού, είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των
συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων
από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του
Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν τα δικαιώματά τους υπερβαίνοντας τα
ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των
ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων τους. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά
ιδρύματα) λόγω του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη ηθική
και νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε
όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν
2251/1994.
Η διατήρηση των τραπεζικών επιτοκίων κατά πολύ υψηλότερων των
εξωτραπεζικών, φανερώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν λειτουργεί. Προς
τούτο η «διορθωτική» παρέμβαση της Δικαιοσύνης, με τη συνεκτίμηση των ευρύτερων
συνθηκών και των ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, νομίμως λειτουργεί
συμπληρωματικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των Τραπεζών για την
πραγματοποίηση του πραγματικού σκοπού της απελευθέρωσης.
Αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται
υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων, δεν επιδέχονται υπερβάσεις
στις μικρότερες σε έκταση και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν για
μείζονα λόγο να τις ανεχθούν στις τραπεζικές. Η συμφωνία, συνεπώς, για τόκους
πάνω από τα κατά τον παραπάνω τρόπο προσδιοριζόμενα θεμιτά όρια είναι άκυρη ως
προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 του Αστικού Κώδικα.