Για πέμπτο συνεχή χρόνο σέρνεται στα ελληνικά
δικαστήρια το μέγα καταναλωτικό σκάνδαλο των δάνειων σε ελβετικό Φράγκο. Μετά
από χιλιάδες αγωγές και αρκετές δικαστικές αποφάσεις που κάνουν δεκτές αγωγές
(αν και ελάχιστες ποσοστιαία σε σύγκριση με τις χιλιάδες που απορρίπτονται), τα
δικαστήρια διυλίζουν τον κώνωπα, μετατρέποντας σε σίριαλ ένα ζήτημα που λύνεται
σε δύο γραμμές: "Βάσει της ΠΔΤΕ 2501/2002 οι τράπεζες είχαν υποχρέωση να
ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τη ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ και το ΚΌΣΤΟΣ αντιστάθμισης του
συναλλαγματικού κινδύνου. Συνεπώς η (όποια) ζημιά είναι όλη των τραπεζών".
Ωστόσο από τις αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί ΚΑΜΊΑ δεν κάνει ρητή μνεία στην ΠΔΤΕ 2501/2002 με
ρητή αναφορά στην παρ. 2 στοιχ. χϊ, που αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης. Αν
είχαμε δει τέτοια απόφαση θα μιλούσαμε για δικαίωση των δανειοληπτών που
δανειστήκαν σε ελβετικό φράγκο. Τα παραπάνω ισχύουν και για τις Διαταγές
Πληρωμής από Συμβάσεις Δανείων σε Συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου. Τα
Πρωτοδικεία εκδώσαν χιλιάδες διαταγές
πληρωμής κατά δανειοληπτών, ΔΙΧΩΣ από τα έγγραφα που οι τράπεζες προσκόμισαν να
προκύπτει ότι τήρησαν την υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες, για τη
ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ και το ΚΌΣΤΟΣ αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου που
απορρέει από την παρ. 2 στοιχ. χϊ της ΠΔΤΕ 2501/2002.
Δανειολήπτης που έχασε το σπίτι του λόγω
καταχρηστικής ρήτρας περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου σε σύμβαση δανείου
σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, παραπονέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν εφαρμόζουν την
οδηγία 93/13/ΕΟΚ, βάσει της οποίας, όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με την πάγια
νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να
αποτιμούν ΑΥΤΕΠΑΓΓΈΛΤΩΣ (με δική τους πρωτοβουλία) κατά πόσον οι τυποποιημένες
ρήτρες συμβάσεων είναι δίκαιες και να κηρύττουν άκυρες όσες είναι
καταχρηστικές, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό τους καταναλωτές/πολίτες. Ότι ο
εθνικός δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για την έκδοση της διαταγής
πληρωμής όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας
όταν διέθετε όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον
καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού
κινδύνου σε σύμβαση δανείου σε
συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση
για την δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου
από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ
2501/31.3.2002). Ότι ο δικαστής όφειλε
να ΑΡΝΗΘΕΊ την έκδοση Διαταγής Πληρωμής ΠΡΙΝ ακόμη ο δανειολήπτης ασκήσει ανακοπή (υπόθεση C-618/10, Banco
Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino). Ότι τα δικαστήρια σε Αθήνα
και Βόλο που δίκασαν τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων όφειλαν να εξακριβώσουν αυτεπαγγέλτως ποιοι
είναι οι εθνικοί κανόνες δικαίου που έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις
δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου και να διατάξουν την αναστολή
εκτέλεσης τόσο της διαταγής πληρωμής όσο και κάθε πράξης εκτέλεσης, λαμβάνοντας
υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και, ιδίως, την ελάχιστη ενημέρωση
σχετικά με τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του
κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2
στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος,
και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το ελληνικό δίκαιο μεθόδους ερμηνείας,
να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της
οδηγίας 93/13 και να καταλήξουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η
οδηγία αυτή (υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín
Calderón Camino, και απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, C 282/10, Dominguez).
Ότι η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής και η απόρριψη των αιτήσεων αναστολής
εκτέλεσης, δίχως να προηγηθεί αυτεπάγγελτος και προληπτικός δικαστικός έλεγχος
του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή
συναλλαγματικού κινδύνου σε σύμβαση δανείου σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου,
παραβιάζει ΚΑΤΑΦΩΡΑ το κοινοτικό δίκαιο, επειδή η σχετική Διαταγή Πληρωμής και
οι απορριπτικές αποφάσεις επί των αιτήσεων αναστολής εκδοθήκαν κατά προφανή
αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ, Brasserie
du pêcheur και Factortame). Πρόκειται δλδ για πεπλανημένες δικαστικές αποφάσεις
της ελληνικής Δικαιοσύνης που εκδόθηκαν κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική
νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Με βάση τις παραπάνω πρακτικές που, κατά την άποψη
του πελάτη μου, συνιστούν παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την
Ελλάδα, αφού η προσβολή συνίσταται,
σε μια εκτεταμένη δικαστική πρακτική που
ωφελεί τις Τράπεζες επί ζημία των δανειοληπτών, πρακτική που δεν είναι σύμφωνη
προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβλήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016 έγγραφη
καταγγελία προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με θέμα: «Παραβίαση του κοινοτικού
δικαίου, και ιδιαιτέρως των κανόνων του ανταγωνισμού, στις σχέσεις της Ελλάδας
με τις τέσσερις συστημικές Τράπεζες στις οποίες χορηγείται (ατύπως) ειδικά
διαφοροποιημένη μεταχείριση τους από τα εθνικά δικαστήρια, κατά τη δικαστική
επιδίωξη είσπραξης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού
Φράγκου, που καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, και ιδίως
του άρθρου 86 της Συνθήκης. Παραβίαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού,
λόγω ευνοϊκής μεταχείρισης των ελληνικών
συστημικών τραπεζών από τα εθνικά δικαστήρια, με έκδοση αποφάσεων (υπέρ των
τραπεζών) που παραβιάζουν κατάφωρα το κοινοτικό δίκαιο, επειδή εκδίδονται κατά
προφανή αντίθεση προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (κατάφωρη παραβίαση
του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας καταναλωτών)». (η καταγγελία εδώ)
1) Επί του παραπάνω σκέλους της καταγγελίας , η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε ότι,
«Παρόλο που ρητά ισχυρίζεστε παραβίαση των άρθρων
106 και 107 της ΣΛΕΕ από την Ελλάδα, δεν παρέχετε καμία περαιτέρω εξήγηση στην
καταγγελία σας ως προς το σε τι θα μπορούσαν να συνίστανται αυτές οι
παραβιάσεις. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν έχετε εκθέσει τους προβληματισμούς
σας όσον αφορά τον ανταγωνισμό, μας είναι αδύνατο να προχωρήσουμε σε
εκτίμηση.».
2) Επί του σκέλους της καταγγελίας σχετικά με την
υποχρέωση αυτεπάγγελτου και
προληπτικού ελέγχου από τα ελληνικά
δικαστήρια του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων σε συμβάσεις δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε ότι,
Α) «Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), “το άρθρο 6 παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του
Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες στις
καταναλωτικές συμβάσεις, πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι μια καταχρηστική
συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή, και δεν είναι
απαραίτητο, εν προκειμένω, για τον εν λόγω καταναλωτή να έχει επιτυχώς
προσβάλει την εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας εκ των προτέρων. [..] Το εθνικό
δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα
μιας συμβατικής ρήτρας, όπου αυτό έχει στη διάθεσή του τα νομικά και πραγματικά
στοιχεία που είναι αναγκαία για αυτό το σκοπό. Όταν κρίνει ότι μια τέτοια ρήτρα
είναι καταχρηστική, οφείλει να μην την εφαρμόζει, εκτός εάν ο καταναλωτής
αντιτίθεται σε αυτή τη μη εφαρμογή. […]”».
Β) «Η προαναφερθείσα υποχρέωση των εθνικών
δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων των
συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές έχει επίσης επιβεβαιωθεί από το
ΔΕΕ όσον αφορά έναν συγκεκριμένο τύπο δικαστικής διαδικασίας, όπως είναι η
διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ αν το
εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι μία καταχρηστική ρήτρα σε σύμβαση που συνάπτεται
μεταξύ ενός πωλητή ή προμηθευτή και ενός καταναλωτή είναι άκυρη, το Δικαστήριο
δεν θα πρέπει να έχει δικαίωμα – κατ’ αρχήν – από την εθνική νομοθεσία να
τροποποιήσει τη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας».
[Σημείωση δική μου: Κατόπιν των προεκτεθέντων, η
ζημιά από την ισοτιμία Ευρώ/ελβετικού Φράγκου είναι ΟΛΗ της Τράπεζας. Δεν
μπορούν τα ελληνικά δικαστήρια να αναθεωρήσουν τις συμβάσεις των καταναλωτών με
τις τράπεζες, ούτε να συμπληρώσουν τη σύμβαση ΜΟΙΡΆΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΖΗΜΙΆ μεταξύ
τραπεζών και καταναλωτών, διότι αυτό ΑΝΤΙΒΑΊΝΕΙ στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της
οδηγίας 93/2013. «Μη δυνατότητα τροποποίησης από τα ελληνικά δικαστήρια ρήτρας
περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου»
, σημαίνει ότι, τα ελληνικά δικαστήρια ΔΕΝ μπορούν να τροποποιήσουν (ΕΜΜΈΣΩΣ ή ΑΜΈΣΩΣ) τις συμβάσεις δανείων σε
ελβετικό Φράγκο , πχ καταλογίζοντας συνυπαιτιότητα στους δανειολήπτες αναφορικά
με «την υποχρέωση του καταναλωτή να
επιδείξει την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να δείξει» , ούτε, ασφαλώς, τυχόν τέτοιος δικανικός συλλογισμός περί ….
«προσοχής» και… «υπευθυνότητας» κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, δύναται
να εκληφθεί από τη νομοθετική εξουσία
ως ΈΜΜΕΣΗ δικαστική τροποποίηση της
σύμβασης, αναθεωρώντας η πολιτεία
(νομοθετικά) το περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης, διότι τα παραπάνω
ΑΝΤΙΒΑΊΝΟΥΝ στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013. Τέλος, από τη
διατύπωση του απαντητικού εγγράφου της Ε.Ε. σύμφωνα με την οποία, «(…) αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι μία
καταχρηστική ρήτρα σε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός πωλητή ή προμηθευτή
και ενός καταναλωτή είναι άκυρη, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να έχει δικαίωμα –
κατ’ αρχήν – από την εθνική νομοθεσία να τροποποιήσει τη σύμβαση αναθεωρώντας
το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας», προκύπτει ότι τα ελληνικά δικαστήρια ΕΊΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΈΝΑ, κατά
το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013, ΝΑ ΜΗΝ εφαρμόσουν τυχόν νόμο του
ελληνικού κράτους που ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΊ ρήτρα περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου
σε συμβάσεις δανείων σε ελβετικό Φράγκο, εφόσον το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η ενλόγω
καταχρηστική ρήτρα είναι άκυρη]
Γ) «Όσον αφορά την αξιολόγηση των ειδικών
συμβατικών όρων, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι στην Υπόθεση C-26/13 «Árpád
Kásler» το ΔΕΕ αναφέρει ότι “[...] το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της
κύριας δίκης, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών
επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και
κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να
εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του
ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του
συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά
με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει,
βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω
συνεπάγονται γι’ αυτόν.”
«Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο,
λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία του ΔΕΕ και όλες τις σχετικές
περιστάσεις της υπόθεσής σας να καθορίσει αν οι συμβατικές ρήτρες που
περιλαμβάνονται στη σύμβαση δανείου που έχετε συνάψει με την Τράπεζα πληρούν τα
κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές σύμφωνα με την Οδηγία
93/13/ΕΟΚ, όπως έχουν μεταφερθεί στην ελληνική εθνική έννομη τάξη».
Η
απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην
αγγλική γλώσσα (πρωτότυπο) , εδώ
Ακριβής
μετάφραση της απάντησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ελληνική γλώσσα, εδώ