alampasis@gmail.com

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Ειδική διαδικασία διαφορών από αμοιβές δικηγόρων για την παροχή εργασίας των άρθρων 677 έως 681 του Κ.Πολ.Δικ.


1) Καθ' ύλην αρμοδιότητα

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 α', 2 και 16 αριθ. 2 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, ενώ στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και η αξία του αντικειμένου τους είναι άνω των 20.000 ευρώ και δεν υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ. Κατ' εξαίρεση, στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, μεταξύ άλλων, ακόμη και εάν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ, οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 15 αρ. 11 (άρθρο 16 περ. 7 ΚΠολΔ). Η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου καθιερώνεται σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου και όχι σε βάρος του ειρηνοδικείου (ΕφΑΘ 7783/1983, ΕλλΔνη 1984, 361). Εάν, συνεπώς, η αξία του αντικειμένου των ως άνω διαφορών υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ, αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο (Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμος I, άρθρο 16, αριθ. 1, σελ. 54).

2) Εργολαβικό δίκης

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Προσοχή στις νομικές παγίδες που κρύβουν οι αποποιήσεις κληρονομιών - Προσοχή στο τυποποιημένο έγγραφο αποποίησης κληρονομίας που χορηγούν τα Ειρηνοδικεία ως «Δήλωση Αποποίησης Κληρονομιάς»


Την ώρα που το δημόσιο χρέος εκτιμάται στα 328 ευρώ, τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών δείχνουν ότι πλέον ξεπερνούν το ΑΕΠ! Σε ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει συμπαρασύροντας ολόκληρη την οικονομία εξελίσσονται τα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που συσσωρεύονται διαρκώς στα χρόνια της κρίσης. Ήδη, οι «κόκκινες» οφειλές στην εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ έχουν ξεπεράσει το ύψος του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των ιδιωτών ξεπερνούν τα 230 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ της χώρας προσδιορίζεται πλέον στα 176 δισ. ευρώ. Τα χρέη των πολιτών προς τράπεζες και δημόσιο έχουν πυροδοτήσει μια άνευ προηγουμένου έκρηξη των αποποιήσεων κατάχρεων κληρονομιών (Πρώτο Θέμα: «Απίστευτο: Στα 228 δισ. το ιδιωτικό χρέος των Ελλήνων»).

Πάνω από 150.000 είναι οι αιτήσεις αποποίησης κληρονομιών το 2017. Τα στοιχεία για τις αποποιήσεις κληρονομιάς που σόκαραν –ειδικούς και μη– «μιλούν» πλέον για μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην ελληνική κοινωνία της κρίσης και της ύφεσης. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα συνεχώς αυξανόμενο κύμα πολιτών, που σπεύδει να «πετάξει» από πάνω του ακίνητα και χρέη προς τράπεζες και δημόσιο. Οι σχετικές αιτήσεις για αποποίηση έχουν αγγίξει το 2016 τις 54.000 (επίσημα στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης). Ωστόσο, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, που είναι τα ειρηνοδικεία, εκτιμούν ότι για φέτος ο αριθμός τους θα είναι έως και τριπλάσιος, από ό,τι φαίνεται με βάση τις αιτήσεις που έχουν ήδη υποβληθεί πριν καλά καλά κλείσει το πρώτο τρίμηνο του έτους (Καθημερινή, 26.03.2017).

Όμως σε εφιάλτη έχει μετατραπεί και η αποδοχή ακινήτων από κληρονομιά  και όταν η κληρονομιά δεν έχει χρέη, επειδή τα ακίνητα συνοδεύεται με φόρους και κυρίως με τον ΕΝΦΙΑ. Πλέον πολλοί φορολογούμενοι επιλέγουν να αποποιηθούν κληρονομιές για να γλιτώσουν από την εφορία. Στα ειρηνοδικεία όλης της χώρας καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι σπεύδουν να αποποιηθούν ακίνητα μικρής και μεγάλης αξίας που κληρονομούν από τους γονείς και τους συγγενείς τους. Οι φορολογούμενοι υπό το βάρος των φόρων των χρεών και των υποχρεώσεων που συνοδεύουν τις περιουσίες αποφασίζουν να προχωρήσουν σε αποποίηση των περιουσιών που κληρονομούν ακόμη και όταν οι περιουσίες δεν είναι  κατάχρεες.  Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Τα τελευταία χρόνια οι αποποιήσεις κληρονομιών αυξήθηκαν κατά περίπου 85% (newsbeast: Κατακόρυφη η αύξηση αποποίησης κληρονομιάς λόγω φόρων) .

Τα σημαντικότερα άρθρα στο Κληρονομικό Δίκαιο

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Η επιχειρούμενη τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του νόμου περί «Προστασία των καταναλωτών»



1. Η παρ. β του άρθρου 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993  σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ορίζει ότι: Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α)... β) "καταναλωτής": κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Περαιτέρω, το άρθρο 8 της ίδιας Οδηγίας, ορίζει ότι:  Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.

2. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν 2251/1994 (νόμος περί προστασίας καταναλωτή, που εκδόθηκε σε εφαρμογή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993), μετά την τροποποίηση του με το Ν. 3587/2007 με την προσθήκη, με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, της περ. ββ στο άρθρο 1 § 4α του Ν 2251/1994, ορίζει ότι: α) Καταναλωτής, είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του.

3. Η επιχειρούμενη τροποποίηση και συμπλήρωση της παραπάνω διάταξης του νόμου περί «Προστασία των καταναλωτών» (ν. 2251/1994), επιχειρείται με πρόσθεση μετά το  άρθρο 1 του ν. 2251/94  άρθρου 1α ως εξής: “«καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα”. Κατόπιν της επιχειρούμενης τροποποίησης και συμπλήρωσης της παραπάνω διάταξης  ο ορισμός «καταναλωτής» διαφοροποιείται ΠΛΉΡΩΣ από τον ορισμό που ισχύει σήμερα, τόσο στο εθνικό όσο και στο ενωσιακό δίκαιο.

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Το ζήτημα της σώρευσης αναγνωριστικής αγωγής σε ανακοπή των άρθρων 632, 933


Ζητήθηκε με ανακοπή των άρθρων 632, 933 η ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, με την οποία οφειλέτες από σύμβαση στεγαστικού δανείου επιτάσσονται να καταβάλουν  ποσό σε ελβετικά Φράγκα (CHF), προς ικανοποίηση απαίτησής της καθής Τράπεζας προερχομένης από σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικά Φράγκα (CHF).

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο: Η 1611/2017 απόφαση – σταθμός του Εφετείου Αθηνών


Οι ανακόπτοντες (νυν εκκαλούντες), με ανακοπή τους, την οποία απηύθυναν κατά της καθής η ανακοπή Τράπεζας (ήδη εφεσίβλητης) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησαν για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, την ακύρωση της πληττόμενης με την ανακοπή διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους, μετά από αίτηση της καθής Τράπεζας, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, ο μεν πρώτος εξ' αυτών ως πρωτοφειλέτης, ο δε δεύτερος ως εγγυητής, ποσό ελβετικών φράγκων στο ισάξιο τους σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου (CHF - EURO), κατά την ημέρα πληρωμής τους.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Επιχειρηματικά δάνεια: Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από πρόδηλα σφάλματα της Δικαιοσύνης. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα, αν ο όρος «καταναλωτής» περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, όταν οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις επαγγελματικές τους ανάγκες


1. Αναφορικά με το νομικό ζήτημα σχετικά με το αν «καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση» ή αν «μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή», υφίσταται διάσταση απόψεων τόσο στην εθνική νομολογία όσο και στη θεωρία. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και που αποτελεί την πλειοψηφία των αποφάσεων που εκδόθηκαν, «ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικούς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στη περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. (…) εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση, επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες». Πρόκειται για πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΆΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΌ ΦΡΆΓΚΟ


Για πέμπτο συνεχή χρόνο σέρνεται στα ελληνικά δικαστήρια το μέγα καταναλωτικό σκάνδαλο των δάνειων σε ελβετικό Φράγκο. Μετά από χιλιάδες αγωγές και αρκετές δικαστικές αποφάσεις που κάνουν δεκτές αγωγές (αν και ελάχιστες ποσοστιαία σε σύγκριση με τις χιλιάδες που απορρίπτονται), τα δικαστήρια διυλίζουν τον κώνωπα, μετατρέποντας σε σίριαλ ένα ζήτημα που λύνεται σε δύο γραμμές: "Βάσει της ΠΔΤΕ 2501/2002 οι τράπεζες είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τη ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ και το ΚΌΣΤΟΣ αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου. Συνεπώς η (όποια) ζημιά είναι όλη των τραπεζών". Ωστόσο από τις αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί ΚΑΜΊΑ  δεν κάνει ρητή μνεία στην ΠΔΤΕ 2501/2002 με ρητή αναφορά στην παρ. 2 στοιχ. χϊ, που αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης. Αν είχαμε δει τέτοια απόφαση θα μιλούσαμε για δικαίωση των δανειοληπτών που δανειστήκαν σε ελβετικό φράγκο. Τα παραπάνω ισχύουν και για τις Διαταγές Πληρωμής από Συμβάσεις Δανείων σε Συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου. Τα Πρωτοδικεία  εκδώσαν χιλιάδες διαταγές πληρωμής κατά δανειοληπτών, ΔΙΧΩΣ από τα έγγραφα που οι τράπεζες προσκόμισαν να προκύπτει ότι τήρησαν την υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες, για τη ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ και το ΚΌΣΤΟΣ αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου που απορρέει από την παρ. 2 στοιχ. χϊ της ΠΔΤΕ 2501/2002.

Δανειολήπτης που έχασε το σπίτι του λόγω καταχρηστικής ρήτρας περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου σε σύμβαση δανείου σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, παραπονέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή  ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν εφαρμόζουν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, βάσει της οποίας, όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αποτιμούν ΑΥΤΕΠΑΓΓΈΛΤΩΣ (με δική τους πρωτοβουλία) κατά πόσον οι τυποποιημένες ρήτρες συμβάσεων είναι δίκαιες και να κηρύττουν άκυρες όσες είναι καταχρηστικές, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό τους καταναλωτές/πολίτες. Ότι ο εθνικός δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για την έκδοση της διαταγής πληρωμής όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας όταν διέθετε όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε σύμβαση  δανείου σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση για την δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002).  Ότι ο δικαστής όφειλε να ΑΡΝΗΘΕΊ την έκδοση Διαταγής Πληρωμής ΠΡΙΝ ακόμη ο δανειολήπτης  ασκήσει ανακοπή (υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino). Ότι τα δικαστήρια σε Αθήνα και Βόλο που δίκασαν τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων  όφειλαν να εξακριβώσουν αυτεπαγγέλτως ποιοι είναι οι εθνικοί κανόνες δικαίου που έχουν εφαρμογή στις  συμβάσεις  δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου και να διατάξουν την αναστολή εκτέλεσης τόσο της διαταγής πληρωμής όσο και κάθε πράξης εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και, ιδίως, την ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το ελληνικό δίκαιο μεθόδους ερμηνείας, να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και να καταλήξουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, και απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, C 282/10, Dominguez). Ότι η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής και η απόρριψη των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης, δίχως να προηγηθεί αυτεπάγγελτος και προληπτικός δικαστικός έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε σύμβαση δανείου σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, παραβιάζει ΚΑΤΑΦΩΡΑ το κοινοτικό δίκαιο, επειδή η σχετική Διαταγή Πληρωμής και οι απορριπτικές αποφάσεις επί των αιτήσεων αναστολής εκδοθήκαν κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ, Brasserie du pêcheur και Factortame). Πρόκειται δλδ για πεπλανημένες δικαστικές αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης που εκδόθηκαν κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Με βάση τις παραπάνω πρακτικές που, κατά την άποψη του πελάτη μου, συνιστούν παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα, αφού η προσβολή  συνίσταται, σε  μια εκτεταμένη δικαστική πρακτική που ωφελεί τις Τράπεζες επί ζημία των δανειοληπτών, πρακτική που δεν είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβλήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016 έγγραφη καταγγελία προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με θέμα: «Παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, και ιδιαιτέρως των κανόνων του ανταγωνισμού, στις σχέσεις της Ελλάδας με τις τέσσερις συστημικές Τράπεζες στις οποίες χορηγείται (ατύπως) ειδικά διαφοροποιημένη μεταχείριση τους από τα εθνικά δικαστήρια, κατά τη δικαστική επιδίωξη είσπραξης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, που καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, και ιδίως του άρθρου 86 της Συνθήκης. Παραβίαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, λόγω  ευνοϊκής μεταχείρισης των ελληνικών συστημικών τραπεζών από  τα εθνικά  δικαστήρια, με έκδοση αποφάσεων (υπέρ των τραπεζών) που παραβιάζουν κατάφωρα το κοινοτικό δίκαιο, επειδή εκδίδονται κατά προφανή αντίθεση προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας καταναλωτών)». (η καταγγελία εδώ)

1) Επί του παραπάνω σκέλους της καταγγελίας , η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε ότι,

«Παρόλο που ρητά ισχυρίζεστε παραβίαση των άρθρων 106 και 107 της ΣΛΕΕ από την Ελλάδα, δεν παρέχετε καμία περαιτέρω εξήγηση στην καταγγελία σας ως προς το σε τι θα μπορούσαν να συνίστανται αυτές οι παραβιάσεις. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν έχετε εκθέσει τους προβληματισμούς σας όσον αφορά τον ανταγωνισμό, μας είναι αδύνατο να προχωρήσουμε σε εκτίμηση.».

2) Επί του σκέλους της καταγγελίας σχετικά με την υποχρέωση αυτεπάγγελτου  και προληπτικού  ελέγχου από τα ελληνικά δικαστήρια του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων σε συμβάσεις  δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε ότι,

Α) «Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), “το άρθρο 6 παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες στις καταναλωτικές συμβάσεις, πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι μια καταχρηστική συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή, και δεν είναι απαραίτητο, εν προκειμένω, για τον εν λόγω καταναλωτή να έχει επιτυχώς προσβάλει την εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας εκ των προτέρων. [..] Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, όπου αυτό έχει στη διάθεσή του τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που είναι αναγκαία για αυτό το σκοπό. Όταν κρίνει ότι μια τέτοια ρήτρα είναι καταχρηστική, οφείλει να μην την εφαρμόζει, εκτός εάν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτή τη μη εφαρμογή. […]”».

Β) «Η προαναφερθείσα υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές έχει επίσης επιβεβαιωθεί από το ΔΕΕ όσον αφορά έναν συγκεκριμένο τύπο δικαστικής διαδικασίας, όπως είναι η διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι μία καταχρηστική ρήτρα σε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός πωλητή ή προμηθευτή και ενός καταναλωτή είναι άκυρη, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να έχει δικαίωμα – κατ’ αρχήν – από την εθνική νομοθεσία να τροποποιήσει τη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας».

[Σημείωση δική μου: Κατόπιν των προεκτεθέντων, η ζημιά από την ισοτιμία Ευρώ/ελβετικού Φράγκου είναι ΟΛΗ της Τράπεζας. Δεν μπορούν τα ελληνικά δικαστήρια να αναθεωρήσουν τις συμβάσεις των καταναλωτών με τις τράπεζες, ούτε να συμπληρώσουν τη σύμβαση ΜΟΙΡΆΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΖΗΜΙΆ μεταξύ τραπεζών και καταναλωτών, διότι αυτό ΑΝΤΙΒΑΊΝΕΙ στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013. «Μη δυνατότητα τροποποίησης από τα ελληνικά δικαστήρια ρήτρας περί ανάληψης  συναλλαγματικού κινδύνου» , σημαίνει ότι, τα ελληνικά δικαστήρια ΔΕΝ μπορούν  να τροποποιήσουν  (ΕΜΜΈΣΩΣ ή ΑΜΈΣΩΣ) τις συμβάσεις δανείων σε ελβετικό Φράγκο , πχ καταλογίζοντας συνυπαιτιότητα στους δανειολήπτες αναφορικά με «την υποχρέωση του καταναλωτή να  επιδείξει την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να δείξει» , ούτε, ασφαλώς,  τυχόν τέτοιος δικανικός συλλογισμός περί …. «προσοχής» και… «υπευθυνότητας» κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, δύναται να  εκληφθεί  από τη νομοθετική  εξουσία  ως ΈΜΜΕΣΗ δικαστική τροποποίηση της  σύμβασης, αναθεωρώντας η πολιτεία  (νομοθετικά) το περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης, διότι τα παραπάνω ΑΝΤΙΒΑΊΝΟΥΝ στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013. Τέλος, από τη διατύπωση του απαντητικού εγγράφου της Ε.Ε. σύμφωνα με την οποία,  «(…) αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι μία καταχρηστική ρήτρα σε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός πωλητή ή προμηθευτή και ενός καταναλωτή είναι άκυρη, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να έχει δικαίωμα – κατ’ αρχήν – από την εθνική νομοθεσία να τροποποιήσει τη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας», προκύπτει ότι τα  ελληνικά δικαστήρια ΕΊΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΈΝΑ, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013, ΝΑ ΜΗΝ εφαρμόσουν τυχόν νόμο του ελληνικού κράτους που ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΊ ρήτρα περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου σε  συμβάσεις   δανείων σε ελβετικό Φράγκο, εφόσον το  εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η ενλόγω καταχρηστική ρήτρα είναι άκυρη]

Γ) «Όσον αφορά την αξιολόγηση των ειδικών συμβατικών όρων, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι στην Υπόθεση C-26/13 «Árpád Kásler» το ΔΕΕ αναφέρει ότι “[...] το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν.”

«Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία του ΔΕΕ και όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσής σας να καθορίσει αν οι συμβατικές ρήτρες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση δανείου που έχετε συνάψει με την Τράπεζα πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές σύμφωνα με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, όπως έχουν μεταφερθεί στην ελληνική εθνική έννομη τάξη».

Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  στην αγγλική γλώσσα (πρωτότυπο) , εδώ


Ακριβής μετάφραση της απάντησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  στην ελληνική γλώσσα, εδώ