Στην
προκειμένη περίπτωση, κατά την έννοια του άρθρου 202 παρ. 1 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας, για την αποδοχή της αίτησης αναστολής εκτέλεσης, λόγω
πρόδηλης βασιμότητας της ασκηθείσης ανακοπής, πληρείται η προϋπόθεση της έλλειψης αμφιβολιών ως προς το
παραδεκτό της ανακοπής (πρβλ. ΕΑΣτΕ 255/2010, σκέψη 5, 2017/2009, σκέψη 5,
674/2009, σκέψη 6, 992/2008, σκέψη 5 κ.α.). Τούτο διότι, δεν εγείρονται εν όψει
των ανωτέρω, αμφιβολίες, ως προς το παραδεκτό της ανακοπής. Για το λόγο προεχόντως
αυτόν, τα προβαλλόμενα από εμένα, περί προδήλου βασιμότητας της ασκηθείσας
ανακοπής, μπορούν κατά τα προεκτεθέντα να δικαιολογήσουν την αποδοχή της
κρινόμενης αίτησης αναστολής (πρβλ. ΕΑΣτΕ 116/2013, σκέψη 5, 255/2010, σκέψεις
4 και 5, 2017/2009, σκέψη 5, 674/2009, σκέψη 6, 992/2008, σκέψη 5, 904/2008,
σκέψη 4, 294/2008 σκέψη 4 κ.α.). Σε κάθε δε περίπτωση, οι προβαλλόμενοι με την
ανακοπή ισχυρισμοί, παρίστανται προδήλως βάσιμοι, ενόψει των γεννωμενων
ζητημάτων ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Συντάγματος, του διεθνούς
δικαίου και των διατάξεων που διέπουν την επίδικη περίπτωση, τα οποία δεν
απαιτούν ενδελεχή έρευνα.
Ειδικότερα,
προκύπτει δίχως να απαιτείται ενδελεχής έρευνα ότι, τα τέλη κυκλοφορίας και
τυχόν πρόστιμα, τα οποία σύμφωνα με την υπ’ αιθμ. 1 παρ. 3 της περ. 2 της
υποπαραγράφου Ε7 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (222 Α΄) «Έγκριση
Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – (…) »αποτελούν
φορολογική απαίτηση του Δημοσίου ή αυτοτελή χρηματική κύρωση για παράβαση
φορολογικής νομοθεσίας, ή άλλο συναφές με φόρο δικαίωμα του Δημοσίου και
συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2717/1999
(Κ.Δ.Δ), και όχι στην παρ. 1 του άρθρου αυτού σύμφωνα με την οποία η προθεσμία
για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης πράξεως (πρβλ. ΔΕφΑ 484/2012, ΣτΕ 3530/2009, 933/2009 ΣΤΕ, ΕΣ Ι
Τμ. 574/2008, 1791/2007,1406, 994/2006, ΣτΕ 1620/2005, 2282/2000, βλ. ΣΕ
2281/00 Ολ. ΣΕ 1572, 1620/05, 3529/04, 3947/2005 , 933/2009 ΣΤΕ, 933/2009 ΣΤΕ).
Ακολούθως,
προκύπτει δίχως να απαιτείται ενδελεχής έρευνα ότι, στην προκείμενη περίπτωση για τα θέματα που άπτονται
των ελάχιστων προδιαγραφών των ηλεκτρονικών εγγράφων (άρθρ. 12), των τεχνικών
θεμάτων και των διαδικασιών για το κύρος και την αποδεικτική ισχύ των εν λόγω
εγγράφων (άρθρ. 13), των όρων ασφάλειας που πρέπει να τηρούνται για τη
διακίνηση εγγράφων μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα και φυσικών προσώπων ή
Ν.Π.Ι.Δ. (άρθρο 22), των προδιαγραφών και των προτύπων για το σχεδιασμό και την
υλοποίηση του συστήματος γνωστοποίησης (άρθρο 25) κλπ, οι εν λόγω κανονιστικές
πράξεις, μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί, στο σύνολο τους και συνεπώς, η
παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την προβλεπόμενη κανονιστική πράξη
(προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση) για τη ρύθμιση των λεπτομερειών
εφαρμογής συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, συνεπάγεται, κατά κανόνα, την
αδυναμία εφαρμογής της τελευταίας, η οποία, κατά το σημείο αυτό, παραμένει
ανενεργή (βλ. ΑΠ 1511/10).
Επίσης,
από την Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 443/2012, σχετικά με την
νομιμότητα κοινοποίησης πράξεων με τις οποίες καταλογίζονται φόροι μέσω
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προκύπτει δίχως να απαιτείται
ενδελεχής έρευνα ότι, θα ήταν επιτρεπτή η έναρξη δικονομικών (ή διοικητικών) προθεσμιών
προσβολής των ηλεκτρονικώς κοινοποιούμενων διοικητικών εγγράφων, εφόσον
τηρηθούν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις και διαδικασίες, εν πάση όμως
περιπτώσει, η αδυναμία έγχαρτης απόδειξης της παραλαβής των εν λόγω εγγράφων
από τον διοικούμενο και της πρόσβασής του σε αυτά, καθιστά, κατ' αποτέλεσμα,
απρόθεσμη την ως άνω προσβολή.
Τέλος, προκύπτει
δίχως να απαιτείται ενδελεχής έρευνα ότι, τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων,
έχουν χαρακτήρα ανταποδοτικών τελών, δεν είναι φόροι, και επιβάλλονται στους
ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων για τη χρησιμοποίηση από τους τελευταίους του οδικού
δικτύου της χώρας και την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για τη συγκάλυψη των
δαπανών συντήρησης του δικτύου τούτου. Επομένως, τα εν λόγω τέλη κυκλοφορίας
καταβάλλονται από τον ιδιοκτήτη, ανεξάρτητα από το αν το όχημα κυκλοφορεί ή
έχει τεθεί συνεπεία μηχανικής βλάβης ή τροχαίου ατυχήματος σε αχρησία, εκτός αν
στην τελευταία αυτή περίπτωση έχουν κατατεθεί οι πινακίδες κυκλοφορίας (ΕφΑΘ
1520/71, την 1712/1989 ΕΦ ΑΘ και την
428/2005 του ΑΠ).
Δεδομένου
επίσης ότι, το ελληνικό δημόσιο δεν είναι αξιόχρεο και άρα δεν μπορεί να
εγγυηθεί την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού βεβαιώθηκε ταμειακώς για το οποίο η
αίτηση αναστολής απερρίφθη, το Δικαστήριο εκτιμώντας τα δεδομένα της κρινόμενης
υπόθεσης, ιδίως δε την περιουσία και τα εισοδήματα του αιτούντος όπως αυτά αναλύονται και προκύπτουν από τα
προσκομισθέντα στοιχεία, σε συνδυασμό με το ύψος των ποσών που βεβαιωθήκαν παρανόμως,
αποδεικνύεται ότι η βλάβη που θα προκληθεί σε αυτόν, από την επαπειλούμενη λήψη
κάποιου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 202 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
μέτρα, σε σχέση ιδίως με το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επί του ακινήτου
στο οποίο κατοικεί, καθώς και σε βάρος της κινητής περιουσίας του
(αποταμιεύσεων κλπ), παρίσταται ανεπανόρθωτη.