Mε την υπ’ αιθμ. 1 παρ. 3 της περ. 2 της υποπαραγράφου Ε7 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (222 Α΄) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – (…) » προβάλλεται ότι «Οι κάτοχοι των αυτοκινήτων οχημάτων είναι υπόχρεοι στην καταβολή των τελών κυκλοφορίας, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση αυτών». Επίσης, με την υπ’ αριθμ. 4 διάταξη της ίδιας υποπαραγράφου, προβλέπεται ότι «Το ποσό των τελών κυκλοφορίας αποτελεί στο σύνολό του έσοδο του Δημοσίου» ήτοι ότι τα τέλη κυκλοφορίας και τυχόν πρόστιμα, αποτελούν φορολογική απαίτηση του Δημοσίου ή αυτοτελή χρηματική κύρωση για παράβαση φορολογικής νομοθεσίας, ή άλλο συναφές με φόρο δικαίωμα του Δημοσίου. Συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2717/1999 (Κ.Δ.Δ), και όχι στην παρ. 1 του άρθρου αυτού σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως (ΔΕφΑ 484/2012). Κατά συνέπεια ως αβάσιμος μέλλεται να απορριφθεί τυχόν ισχυρισμός του δημοσίου ότι, για να συγκροτηθεί νόμιμος τίτλος για την είσπραξη των τελών κυκλοφορίας, καθώς και των προστίμων και τόκων υπερημερίας, δεν απαιτείται η από την κοινοποίηση (μέσω διαδικτύου) ή γνώση της πράξης επιβολής αυτών πάροδος άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, αλλά αρκεί η καταλογιστική πράξη μετά την αποστολή των χρηματικών καταλόγων από τη ΓΓΠΣ η οποία αποτελεί νόμιμο τίτλο προς ταμειακή βεβαίωση και είσπραξη των ανωτέρω τελών, προστίμων και τόκων υπερημερίας [άρθρο 3 αριθμ. ΠΟΛ.1055/13 (ΦΕΚ 881 Β/11-4-2013)]. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, τα τέλη κυκλοφορίας, εφόσον εγγράφονται και εισπράττονται ως έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού για την κάλυψη των δαπανών του οποίου και διατίθενται, αποτελούν δικαίωμα του Δημοσίου [αρ. 4 παρ. 3 της περ. 2 της υποπαραγράφου Ε7 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012], οι διαφορές που αναφύονται από τον καταλογισμό των εν λόγω τελών αποτελούν φορολογικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής. (ΣτΕ 1062/2006). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 2717/1999 και για να είναι νόμιμη η ταμειακή βεβαίωση των εν λόγω τελών, απαιτείται να έχει προηγουμένως οριστικοποιηθεί η καταλογιστική πράξη με την οποία αυτά επιβάλλονται, η οριστικοποίηση δε της πράξης αυτής επέρχεται με την κοινοποίησή της στον υπόχρεο και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως κατ’ αυτής προσφυγής (ΔΕφΑ 484/2012).
Η
διαδικασία εισόδου των φορολογούμενων με τον κωδικό για το TAXISnet είτε με τον
ΑΦΜ τους στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων
(ΓΓΠΣ) και η δυνατότητα εκτύπωσης από εκεί των ειδοποιητηρίων για τα τέλη
κυκλοφορίας οχημάτων και μοτοσυκλετών για το έτος 2013, προκειμένου να τα
εξοφλήσουν στις τράπεζες ή στα ΕΛΤΑ, δεν συνιστά νόμιμη έκδοση διοικητικής
πράξεως, σύνταξη και τήρηση εγγράφου, καθώς και
διακίνηση, κοινοποίηση και ανακοίνωση αυτού μεταξύ του δημόσιου φορέα
και φυσικών προσώπων με χρήση ΤΠΕ, διότι η πράξη με την οποία καταλογίστηκαν τα
τέλη κυκλοφορίας δεν ήταν εξοπλισμένη με προηγμένη
ηλεκτρονική υπογραφή ήτοι υπογραφή, που α) συνδέεται μονοσήμαντα με τον
υπογράφοντα, β) είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα
του υπογράφοντος, γ) δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί να
διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και δ) συνδέεται με τα δεδομένα στα
οποία αναφέρεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε μεταγενέστερη
αλλοίωση των εν λόγω δεδομένων [άρθρο 22 παράγρ. 1 ν 3979/2011 , οδηγία 1999/93
ΕΚ]
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν νόμιμη, διότι η εν λόγω κοινοποίηση στους φορολογούμενους με ηλεκτρονικό τρόπο θα ήταν επιτρεπτή, εφόσον τηρούνταν οι όροι ασφαλείας στο επίπεδο που επιβάλλεται από τη φύση των διακινούμενων εγγράφων. Ειδικότερα, τα ειδοποιητήρια με τα οποια καταλογίστηκαν τα τέλη κυκλοφορίας είτε έπρεπε να φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, είτε να πληρούνται οι οριζόμενες στον ν. 3979/2011 και στην οδηγία 1999/93 ΕΚ προϋποθέσεις, που αφορούν την παροχή των αναγνωριστικών και διαπιστευτηρίων και εν γένει της ταυτοποίησης και της επιβεβαίωσης ταυτότητας (αυθεντικοποίησης).
Η
έκδοση, ανάρτηση, πρόσβαση και διακίνηση των εν λόγω ηλεκτρονικών εγγράφων -
ειδοποιητηρίων στο διαδίκτυο, τα οποία έφεραν απλή ηλεκτρονική υπογραφή,
επιτρεπόταν μόνο στις περιπτώσεις που η αναφερόμενη διακίνηση δεν συνδεόταν με την παραγωγή έννομων
αποτελεσμάτων ή με την άσκηση δικαιώματος. Τέτοια έγγραφα είναι οι
εγκύκλιοι, οι οδηγίες, οι μελέτες, τα στατιστικά στοιχεία, οι αιτήσεις παροχής
πληροφοριών κλπ για τα οποια ορίζεται ότι η διακίνησή τους ηλεκτρονικά
επιτρέπεται, στις περιπτώσεις μόνον που προηγηθεί η υποβολή αίτησης από τον
φορολογούμενο ή η ρητή συγκατάθεση του τελευταίου (άρθρ 21§1 και 25§1 -
προϋποθέσεις για την αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων από υπηρεσίες σε ιδιώτες).
Με την έκδοση, ανάρτηση, πρόσβαση και διακίνηση των εν λόγω ηλεκτρονικών εγγράφων - ειδοποιητηρίων στο διαδίκτυο δεν προβλέφθηκε σύστημα γνωστοποίησης που να επιτρέπει την εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, παραλαβή και η πρόσβαση στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, η οποία συνεπάγεται έναρξη των έννομων συνεπειών και των προθεσμιών, όπως εν προκειμένω αυτές που αφορούν την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής.
Η διαδικασία της ηλεκτρονικής πρόσβασης από τους ενδιαφερομένους στο περιεχόμενο των εν λόγω ηλεκτρονικών εγγράφων - ειδοποιητηρίων στο διαδίκτυο θα ήταν σύννομη, εφόσον ο φορέας του δημόσιου τομέα μπορούσε να αποδείξει με βέβαιο και ασφαλή τρόπο την πρόσβαση του ενδιαφερομένου, καθώς και τον ακριβή χρόνο που ο ενδιαφερόμενος απέκτησε πρόσβαση στο έγγραφο.
Στην προκείμενη περίπτωση για τα θέματα που άπτονται των ελάχιστων προδιαγραφών των ηλεκτρονικών εγγράφων (άρθρ. 12), των τεχνικών θεμάτων και των διαδικασιών για το κύρος και την αποδεικτική ισχύ των εν λόγω εγγράφων (άρθρ. 13), των όρων ασφάλειας που πρέπει να τηρούνται για τη διακίνηση εγγράφων μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα και φυσικών προσώπων ή Ν.Π.Ι.Δ. (άρθρο 22), των προδιαγραφών και των προτύπων για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος γνωστοποίησης (άρθρο 25) κλπ, οι εν λόγω κανονιστικές πράξεις, μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί, στο σύνολο τους. Γίνεται δε γενικώς δεκτό ότι η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την προβλεπόμενη κανονιστική πράξη (προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση) για τη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, συνεπάγεται, κατά κανόνα, την αδυναμία εφαρμογής της τελευταίας, η οποία, κατά το σημείο αυτό, παραμένει ανενεργή (βλ. ΑΠ 1511/10).
Η έκδοση , ανάρτηση , πρόσβαση και διακίνηση αποκλειστικά στο διαδίκτυο, των εκκαθαριστικών σημειωμάτων τελών κυκλοφορίας, με τις επ' αυτών ατομικές ειδοποιήσεις, θα ήταν είναι νόμιμη, εφόσον είχαν εκδοθεί οι προβλεπόμενες κανονιστικές πράξεις επί των οικείων διατάξεων και εφόσον τηρούνταν οι οριζόμενες στο νόμο διαδικασίες (προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, αίτηση ή συγκατάθεση των διοικουμένων κλπ.) [βλ. Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 443/2012, σχετικα με την νομιμότητα κοινοποίησης πράξεων με τις οποίες καταλογίζονται φόροι μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου],
Θα ήταν επιτρεπτή η έναρξη δικονομικών (ή διοικητικών) προθεσμιών προσβολής των ηλεκτρονικώς κοινοποιούμενων διοικητικών εγγράφων, εφόσον τηρούνταν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις και διαδικασίες, εν πάση όμως περιπτώσει, η αδυναμία έγχαρτης απόδειξης της παραλαβής των εν λόγω εγγράφων από τον διοικούμενο και της πρόσβασής του σε αυτά, καθιστά, κατ' αποτέλεσμα, απρόθεσμη την ως άνω προσβολή [βλ. Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 443/2012, σχετικα με την νομιμότητα κοινοποίησης πράξεων με τις οποίες καταλογίζονται φόροι μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου].
Τούτων δοθέντων, επιτρεπτή θα ήταν η έναρξη δικονομικών (ή διοικητικών) προθεσμιών προσβολής των ηλεκτρονικώς κοινοποιούμενων εν λόγω διοικητικών εγγράφων αποκλειστικά στο διαδίκτυο, εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις που τίθενται στον ν. 3979/2011 και την Οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές, που θα επέτρεπε την εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, παραλαβή και η πρόσβαση στο περιεχόμενο των εγγράφων καταλογισμού τελών κυκλοφορίας, η οποία συνεπάγεται την έναρξη των έννομων συνεπειών και των προθεσμιών. Θα πληρούνταν τότε οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής κοινοποίησης, ήτοι της πιστοποίησης των ηλεκτρονικών ιχνών παραλαβής και της δημιουργίας πιστοποιητικού παραλαβής και στοιχείων ηλεκτρονικής ειδοποίησης. Η ηλεκτρονική εν λόγω κοινοποίηση θα μπορούσε –υπό την προϋπόθεση τήρησης διαδικασίας που παρέχει αυξημένο επίπεδο ασφαλείας κατά την ταυτοποίηση του χρήστη-, να εξομοιωθεί πλήρως με την αποστολή με συστημένη επιστολή στη δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας του διοικούμενου. Θα ήταν δε επιτρεπτή, στις περιπτώσεις μόνον που είχε προηγηθεί η ρητή συγκατάθεση του διοικούμενου.
Για
τη σύνταξη της ανακοπής εντολή έλαβα από πολίτες που δεν κατέβαλαν τέλη κυκλοφορίας. Αυτονόητο είναι ότι ούτε ζήτησα
ούτε έλαβα αμοιβή για τη σύνταξη του εν λόγω δικογράφου.