Ο χρόνος παραγραφής των τόκων
και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του
οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν δυνατή
η δικαστική της επιδίωξη. Η δικαιοδοσία για την εν λόγω διαφορά
ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του ν.
3655/2008, αποτελεί ανεπίτρεπτη αναδρομική
μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης.
1.
Νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις του Ταμείου στην υπό κρίση
έννομη σχέση, είναι το έγγραφο της σύμβασης του δανείου και διέπεται από το
ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η δικαιοδοσία για την επίλυση των διαφορών που
αναφύονται εξαιτίας της μη απόδοσης του δανείου
ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία να
εξετάσουν στην ουσία τη διαφορά με υποκείμενη την ιδιωτικού δικαίου έννομη
σχέση του δανείου, η οποία δεν μετατάσσεται στο δημόσιο δίκαιο επειδή για την εκτέλεση μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε.
2. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών
εναντίον δικηγόρου εκ δανείου πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που του χορηγήθηκε
ως ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται
στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, μόνον όμως όταν η αίρεση της καταγγελίας του
δανείου πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, οπότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις
αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς
απόδοση του δανείου, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών
δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή
παραγραφή.
3. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών
εναντίον δικηγόρου για τόκους υπερημερίας από δάνειο πρώτης επαγγελματικής
εγκατάστασης που του χορηγήθηκε ως
ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται στην
κατά το άρθρο 250 αρ. 15 ΑΚ πενταετή παραγραφή, η οποία κατά το άρθρο 253 ΑΚ
συμπληρώνεται μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της
παραγραφής. Σε κάθε δε περίπτωση, κι αν η παρέλευση της πενταετίας υποτεθεί ότι
δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής
για τους τόκους, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 272 και 277 του
Αστικού Κώδικα, η ενοχή αυτή μετατρέπεται σε ατελή, εφόσον και από τη στιγμή
που ο οφειλέτης θα την επικαλεστεί.
4. Στην έννοια της
περιουσίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, υπάγονται και τα οικονομικού
περιεχομένου δικαιώματα στην
περίπτωση της παραγραφής των κύριων αξιώσεων από σύμβαση, για το λόγο ότι η
παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού. Η διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. Δ' του ν. 3655/2008 (ιδρυτικού
νόμου του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), με την οποία επιχειρείται
ανεπίτρεπτη αναδρομική
μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης, με νομοθετική επιμήκυνση του
χρόνου παραγραφής φορολογικών δήθεν αξιώσεων που στην πραγματικότητα είναι
αξιώσεις που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο και έχουν κατά τον Αστικό
Κώδικα ήδη παραγραφεί, θεσπίστηκε με σκοπό την αναγκαστική απαλλοτρίωση περιουσίας,
άλλως απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας, κατά τρόπο που αχρηστεύεται
ουσιαστικά το εν λόγω δικαίωμα, κατά το μέρος των αξιώσεων που έχουν ήδη
παραγραφεί.
Στην περίπτωσή μου ωστόσο, θέμα
παραγραφής δεν τίθεται (για λίγες ημέρες δεν έχουν παραγραφεί τα δυο πρώτα
χρεώλυτρα και οι τόκοι τους). Στη νομική εμβάθυνση του ζητήματος προχώρησα,
έχοντας την εσφαλμένη αρχικά πεποίθηση, ότι τα δυο πρώτα χρεώλυτρα και οι τόκοι
τους έχουν παραγραφεί. Σε κάθε πάντως
περίπτωση (κι αν ακόμη μέρος της απαίτησης είχε παραγραφεί), δεδομένου ότι το
δάνειο αυτό μου χορηγήθηκε σε μια ευαίσθητη στιγμή της επαγγελματικής μου
καριέρας ως βοήθημα πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης, δεν θα ήταν ηθικό, το
δάνειο να μην αποδοθεί κατά το νόμιμο μέρος της αξίωσης του Ταμείου. Την αγωγή
δε του άρθρου 70 ΚπολΔ, με την οποια θα επεδίωκα να αναγνωριστεί ότι μέρος της αξίωσης του Ταμείου προς είσπραξη
των τόκων και των χρεωλύτρων έχει υποπέσει σε παραγραφή, πρόσθετα δε ότι ο
χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με
τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν δυνατή η
δικαστική της επιδίωξη, θα την ασκούσα αφού προηγουμένως κατέβαλα το οφειλόμενο
του δανείου ποσό, κατόπιν όμως νόμιμου υπολογισμού του. Το γεγονός δε ότι ο
καταλογισμός της οφειλής (και μάλιστα δίχως τη δυνατότητα ρύθμισης), γίνεται
στην πλέον δύσκολη για τη χώρα και το δικηγορικό λειτούργημα οικονομική
συγκυρία, όταν σύμφωνα με τα στοιχεία του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας από
τις αρχές του 2013 το ποσοστό της ανεργίας στους δικηγόρους έφτασε στο 44,92%
που αντιστοιχεί σε 6.487 άνεργους δικηγόρους, αποτελεί μεν ζήτημα με σοβαρή ηθική
διάσταση, που όμως εκφεύγει από το –στενά νομικό- πνεύμα του παρόντος άρθρου. Προσοχή
επίσης σε τυχόν λάθη, αναφορικά με το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας που το Ταμείο υπολογίζει.
Να
σημειωθεί τέλος, ότι η περίπτωση αυτή αποτελεί ένα απειροελάχιστο μεν, πλην
όμως αντιπροσωπευτικό δείγμα, της εγκληματικής διαχείρισης των δημοσιονομικών
των τελευταίων τριάντα ετών, που ευθύνεται αποκλειστικά για την κατάσταση στην
οποια έχει περιέλθει η χώρα σήμερα. Για τη θετική δε ζημία που τυχόν προκληθεί
στο Δημόσιο, ευθύνεται (ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση) έναντι του
Δημοσίου, από δόλο η βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ένεκα
παρανόμων παραλείψεων, κάθε πρόσωπο (και ιδίως οι πολιτικοί αυτών προϊστάμενοι),
που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή τη θητεία τους στο δημόσιο, το
χρονικό διάστημα που ασκούσαν τα καθήκοντά τους, συνέπεσε με το χρονικό
διάστημα, από τη λήξη του έτους εντός του οποίου εγεννήθη κάθε αξίωση και ήταν
δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, έως τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής,
που συμπληρώθηκε με τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της
παραγραφής.