Ζητήθηκε
με ανακοπή των άρθρων 632, 933 η ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής
προς πληρωμή, με την οποία οφειλέτες από σύμβαση στεγαστικού δανείου
επιτάσσονται να καταβάλουν ποσό σε
ελβετικά Φράγκα (CHF), προς ικανοποίηση απαίτησής της καθής Τράπεζας
προερχομένης από σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικά Φράγκα (CHF).
Σύμφωνα
με την απόφαση που εκδόθηκε επί της ανακοπής, με το δικόγραφο της ανακοπής ζητήθηκε «να
αναγνωριστεί η ακυρότητα επιμέρους όρων της σύμβασης στεγαστικού δανείου ως
αντίθετοι με το v. 2251/1994 και ως καταχρηστικοί». Ότι στο δικόγραφο της ανακοπής παραδεκτά σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής
πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της επιταγής προς
πληρωμή, του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ότι οι ανακοπές αυτές παραδεκτά σωρεύονται,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 218 παρ. 1 παρ.δ' ΚΠολΔ, εφόσον αμφότερες
εκδικάζονται πλέον κατά την ίδια διαδικασία (632 παρ 2, 937 παρ 3 ΚΠολΔ) και
ότι η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Ότι στο δικόγραφο «σωρεύεται επιπροσθέτως και
αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας επιμέρους όρων της σύμβασης», όποτε εφαρμογής τυγχάνει
η διάταξη του άρθρου 218 ΚπολΔ παρ. 1. Ότι «το αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας όρων
του ένδικου στεγαστικού δανείου λόγω καταχρηστικότητας αυτών και αντίθεση τους
με το ν. 2251/1994 περί προστασίας του
καταναλωτή υπάγεται στην καθ 'ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών (18 ΚπολΔ), λόγω του ότι δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα κι εκδικάζεται
κατά την τακτική διαδικασία, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ
2 ΚπολΔ το παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση
αυτής, διατάσσει το χωρισμό αυτών και παραπέμπει την υπό κρίση αγωγή κατά το
μέρος που ζητείται με αυτήν να ακυρωθούν οι προαναφερόμενοι όροι (…) της
σύμβασης και να αναγνωρισθούν συνεπεία της παραπάνω ακυρότητας ως αχρεωστήτως
καταβληθέντα τα προαναφερόμενα ποσά στο καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο
δικαστήριο που στην υπό κρίση περίπτωση είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών».
Περαιτέρω, ότι σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς
εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή
την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης
δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή δικαστήριο το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή
ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εώς
ότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Ότι για την εφαρμογή της διάταξης, που αποσκοπεί στην
αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, προϋποτίθεται δεσμός προδικαστικότητας
μεταξύ των δύο δικών, όπως για παράδειγμα όταν το κύριο ζήτημα της μίας δίκης
εκλαμβάνεται ως προδικαστικό ζήτημα της αναστελλόμενης. Ότι με την κρινόμενη
ανακοπή ζητήθηκε η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της
επιταγής προς πληρωμή με λόγους, που στο σύνολο τους, προϋποθέτουν ότι οι όροι
της σύμβασης του στεγαστικού δανείου είναι άκυροι. Ότι «οι ως άνω αιτιάσεις
εξαρτώνται άμεσα από την κρίση περί εγκυρότητας ή μη των προαναφερόμενων όρων
και ως εκ τούτου προκύπτει ότι το προδικαστικό ζήτημα της παρούσας δίκης, ήτοι
η κρίση περί της ακυρότητας των προαναφερόμενων όρων, ταυτίζεται με το κύριο
ζήτημα της ανοιγείσας με την ως άνω αγωγή και ήδη παραπεμφθείσας στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο Αθηνών δίκης και ως εκ τούτου το Δικαστήριο διατάσσει την αναβολή
της συζήτησης του δικογράφου της ανακοπής, μέχρι την τελεσιδικία της ως άνω
αγωγής των ανακοπτόντων». Για τους παραπάνω λόγους διατάθηκε ο χωρισμός «των σωρευόμενων αγωγών» και «η
εκδίκαση της αγωγής, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα των επιμέρους
όρων της σύμβασης παραπέμπεται στο καθ ύλην
και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών». Τέλος «αναβάλλει την
εκδίκαση της κρινόμενης ανακοπής έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ως
άνω παραπεμφθείσας αγωγής των ανακοπτόντων εναντίον της καθ 'ης η ανακοπή».
1.
Το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος εξασφαλίζει σε καθένα πού θίγονται τα
δικαιώματα η τα συμφέροντα του, δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας.
και η § 2 διευκρινίζει ότι το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ισχύει και για
κάθε μέτρο πού παίρνει η πολιτεία εναντίον ενός προσώπου, θίγοντας τα
δικαιώματα ή τα συμφέροντά του.
2.
Η διαταγή πληρωμής είναι ένα μέτρο πού παίρνει η πολιτεία εναντίον του
οφειλέτη, δίχως να του δώσει προηγουμένως τη δυνατότητα της ακρόασης (625 και
627). Το κυριότερο ένδικο βοήθημα δικαστικής ακρόασης και προστασίας του
οφειλέτη εναντίον της διαταγής πληρωμής είναι η ανακοπή (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632) .
3.
Ο οφειλέτης, στον οποίο κοινοποιήθηκε η διαταγή πληρωμής μπορεί να ασκήσει εκτός
της ανακοπής του άρθρου 632 κι άλλα δυο ένδικα βοηθήματα, την αρνητική
αναγνωριστική αγωγή, για την ανυπαρξία του χρέους του, και την ανακοπή του
άρθρου 933 προς ακύρωση της απειλούμενης ή επισπευδόμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης. Αλλά τα δυο αυτά ένδικα βοηθήματα δεν είναι υποκατάστατα της
ανακοπής του άρθρου 632. Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή διαφέρει λοιπόν
από την ανακοπή του άρθρου 632,
πρώτα-πρώτα, ως προς το αίτημα, επειδή δεν επιδιώκεται με αυτήν η ακύρωση της
διαταγής πληρωμής (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632).
4.
Η ανακοπή πού ρυθμίζει το άρθρο 632 είναι η ανακοπή του άρθρου 583, στην οποία
εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 632 και 633. Αυτά
σημαίνει, ότι η ανακοπή του άρθρου 632
έχει τον ίδιο χαρακτήρα με την ανακοπή του άρθρου 583.
Ως
ειδική μορφή της γενικής ανακοπής (583), η ανακοπή του άρθρου 632 είναι ένα
διαπλαστικό αίτημα πού έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της διαταγής πληρωμής,
δηλαδή την αναδρομική κατάργηση των έννομων συνεπειών της (της εκτελεστότητάς
της, της ισχύος της ως τίτλου καθώς και για την αυτοδύναμη επιβολή συντηρητικής
κατάσχεσης η προσημείωσης (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632 παρ. 1.3).
Η ανακοπή δεν έχει αναγνωριστικό
αίτημα ως προς τη χρηματική αξίωση, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη
διαταγή. Με άλλα
λόγια, η ανακοπή του άρθρου 632 δεν είναι μορφή αρνητικής αναγνωριστικής
αγωγής, για να διαγνωστεί ότι ο οφειλέτης δεν οφείλει (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632
παρ. 1.4).
5.
Περαιτέρω, αν η διαταγή πληρωμής επιδοθεί στον οφειλέτη, συνοδευόμενη από
επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση, τότε μπορεί να ασκηθεί η ανακοπή του άρθρου
933. Με την ανακοπή αυτή προτείνονται αντιρρήσεις του καθού η εκτέλεση, οι
οποίες αφορούν, εκτός άλλων, και την απαίτηση (933 § 1). Η ανακοπή του άρθρου
933 έχει αρκετές ομοιότητες με την ανακοπή του άρθρου 632. Και με τις δυο, ο
οφειλέτης μπορεί να προτείνει τις αντιρρήσεις που έχει εναντίον της κρίσιμης
αξίωσης του δανειστή.
6.
Κάθε λόγος ανακοπής συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση ώστε, όταν σωρεύονται περισσότεροι
λόγοι στο ίδιο δικόγραφο, πρόκειται για αντικειμενική σώρευση περισσότερων
βάσεων της ανακοπής και για περισσότερα αντικείμενα δίκης
(Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας- Ποδηματά, ο.π. άρθρ. 632, αριθ. 24.). Κάθε λόγος ανακοπής συνιστά αυτοτελή ιστορική
βάση με συνέπεια τη δημιουργία διαφορετικών αντικειμένων δίκης και όταν σωρεύονται περισσότεροι στο ίδιο
δικόγραφο πρόκειται για αντικειμενική σώρευση περισσότερων ανακοπών
(Βαθρακοκοίλης, 632, 25— Περισσότεροι λόγοι ανακοπής).
7.
Παρόλο που και οι δυο ανακοπές έχουν διαπλαστικό, και μάλιστα ακυρωτικό, αίτημα, το αντικείμενο των
αιτημάτων αυτών είναι διαφορετικό. Αίτημα της ανακοπής του άρθρου 933 είναι να
ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης (Μπέης, Μαθήματα
ΠολΔ—αναγκ. εκτέλεση § 10 σελ. 51' ο ίδιος, Δ 8, 563. Μπρiνιας, Αναγκ.
εκτέλεσις, 2η εκδ. Ι, 933 § 152 II σελ. 405). Με την ανακοπή του άρθρου 933 δεν
είναι δυνατό να επιδιωχθεί (ούτε να προκληθεί) ακύρωση του εκτελεστού τίτλου,
με τον οποίο επισπεύδεται η ανακοπτόμενη εκτέλεση (Μπέης, Δ 8, 813). Αντίθετα,
αίτημα της ανακοπής του άρθρου 632 είναι να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή
πληρωμής, ως εκτελεστός τίτλος. Με την ανακοπή του άρθρου 632 δεν είναι δυνατό
να επιδιωχθεί (ούτε να προκληθεί) ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Συνάγεται
από τα ανωτέρω, ότι οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην απαίτηση και τον τίτλο (εξόφληση,
αξίωση τόκων που δεν οφείλονται, καταχρηστική και αντίθετη με τα χρηστά και
συναλλακτικά ήθη άσκησης της ουσιαστικώς και νομικώς αβάσιμης απαίτησης κλπ),
μπορούν να προβληθούν μόνο, είτε με την ανακοπή που προβλέπει το άρθρ. 632 η 933
του ΚΠολΔ είτε με αναγνωριστική αγωγή (1442/1988 ΕΦ ΠΕΙΡ).
Αντικείμενο της
επί της ανακοπής του αρθρ 632 δίκης είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του
κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι
η διάγνωση ουσιαστικής αξίωσης (Βλ ΑΠ 1334/82, ΑΠ 1870/86 Δνη 29/281, ΕΘ
2206/90 Δνη 33/1223, Αρμ 45/575, ΕΑ 2701/89 Δνη 30/143, ΕΠειρ 198/87 Δνη
29/733, ΕΑ 7314/85 ΝΟΒ 33/1207, ΕΑ 4481/81 Αρμ 36/30, ΕΑ 39/76 Αρμ 30/512, ΕΑ
660/76 Αρμ 30/705, ΕΘ 357/72 Αρμ 26/498, ΝΙΠΠ 2278/86 ΔΙ 8/194, ΝΟΒ 35/568 ),
και συνεπώς αν από τα προσκομισθέντα, στο δικαστή που έχει εκδώσει τη διαταγή
πληρωμής, έγγραφα για την έκδοσή της, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί
να διαγνώσει την ουσιαστική αξίωση του καθού, διατάσσοντας σχετική απόδειξη ή
στηριζόμενο γενικά σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από τα προσκομισθέντα στο
δικαστή, αλλά θα πρέπει να δεχθεί την ανακοπή και v' ακυρώσει τη διαταγή
πληρωμής (EA 2701/89 30/143, EA 7304/85 NoB 33/1207, EA 9134/86 EEμπδ 37/284,
EA 4481/81 Αρμ. 3601).
Το αίτημα
της επί της ανακοπής του αρθρ 632 δίκης κατευθύνεται πάντοτε στην
ακύρωση της διαταγής πληρωμής (Βαθρακοκοίλης 632,
13— Αντικείμενο δίκης επί της ανακοπής, 27-Ορισμένο λόγων ανακοπής).
Εξάλλου
η κατά το άρθρο 933
του ΚΠολΔ ανακοπή κατά
της εκτελέσεως μπορεί να έχει ως ιστορική βάση αντιρρήσεις του
ανακόπτοντος που αφορούν
το άκυρο του
εκτελεστού τίτλου (τυπικά ή ουσιαστικά
ελαττώματα αυτού), τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή
την απαίτηση, το αίτημα
όμως αυτής κατευθύνεται πάντοτε στην ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής
πράξεως της εκτελέσεως (Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεση, έκδ. 2η, τόμ.
Α, παρ.
152 σελ. 404-405).
[Αντιθέτως
η φύση της ανακοπής του άρθρου 936 δεν έχει χαρακτήρα μόνο διαπλαστικό. Η
ανακοπή αυτή (που είναι ανακοπή τρίτου) είναι ένδικο βοήθημα του δικονομικού
δικαίου με την ειδικότερη μορφή της δικονομικής διαπλαστικής αγωγής, που
αποβλέπει τελικά στην ακύρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ
1151/1981 ΒασΝΤΒ 963, Μητσόπουλος, ΕλλΔνη 25,885, Σ. Σταματόπουλος, Η
δικονομική σχέση μεταξύ του καθ` ου η εκτέλεση και του επισπεύδοντος δανειστή,
ως καθ` ων η ανακοπή τρίτου κατά το άρθρο 936 ΚΠολΔ, Δ 27,80 επ. και ιδίως 85).
Ως εκ τούτου, η ανακοπή αυτή, για την
οποία ισχύει ο κανόνας του απροθέσμου της άσκησης της, με την έννοια ότι μπορεί
να ασκηθεί καθ` όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι εκκρεμής η
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρα 924 και 934 παρ. 2 του ΚΠολΔ,
ΠΠρΑΘ 4875/1975 ΝοΒ 23,783), αποτελεί στην ουσία αγωγή. Ειδικότερα, στο
δικόγραφο της ανακοπής αυτής μπορούν να σωρευθούν αντικειμενικά δύο αιτήματα,
το αναγνωριστικό προς διάγνωση του ουσιαστικού δικαιώματος του τρίτου, που
απευθύνεται εναντίον του δανειστή και του οφειλέτη, και το διαπλαστικό που
στρέφεται εναντίον του δανειστή και προσβάλλει τις πράξεις της εκτέλεσης
(481/2010 ΜΠΡ ΜΕΣΟΛ)]
8.
Ενστάσεις κατά του τίτλου μπορούν να προταθούν παραδεκτά μόνο με ανακοπή,
σύμφωνα με το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή το άρθρο 933 ιδίου Κώδικα ή και με αναγνωριστική
αγωγή (βλ. ΑΠ 299/1992 Δνη 34.1075, ΕΘ 2413/91 Δνη 33/1292, ΕΑ 4642/82 Αρμ
37/778, ΕΑ 10348/82 Δνη 24/808).
Αντιρρήσεις
κατά διαταγής πληρωμής μπορούν να προβληθούν είτε με ανακοπή προς ακύρωση της
διαταγής πληρωμής (632, 633), είτε με αναγνωριστική αγωγή, είτε με ανακοπή κατά
της εκτέλεσης (933 επ.) (Βαθρακοκοίλης, 632, 57- Αντιρρήσεις κατά διαταγής
πληρωμής, ΕΑ 4642/82 Αρμ 37/778, ΕΑ 10348/82 Δνη 24/808)
Ισχυρισμοί
κατά της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής μπορούν να προβληθούν μόνο με
εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συγκεκριμένα είτε με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ
είτε με εκείνη του άρθρου 933 ΚΠολΔ είτε με αναγνωριστική αγωγή (ΕφΘεσ 927/1981,
Ι. Μπρίνιαν, εν ΝοΒ 1982 σελ. 904 επ., Εφ.Αθ. 5549/81 Αρμεν. 36, 292, Εφ.Αθ.
4971/79, ΕΕμπΔ 31 (1980), 215, Εφ.Αθ. 1555/79 ΕΕμπΔ 31 (1980), 213 ,ΕφΘεσ
243/1994, Εφ Αθ 5549/1981 Αρμ ΛΣΤ` 292, ΕφΘες 927/1981 Αρμ
ΛΕ` 952, ΕφΑθ
4971/1979 Αρμ ΛΔ`
41).
Ενστάσεις
κατά του τίτλου και της απαίτησης μπορούν να προβληθούν είτε με ανακοπή κατά το
άρθρο 632 ΚΠολΔ, είτε με αναγνωριστική αγωγή, είτε και με αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ
(βλ. ΑΠ 713/88 Δνη 30.1164 Δ 21. 596, 466/1994 ΕΦΘΕΣΣΑΛ, 498/1994 ΕΦ ΠΕΙΡ,
942/1993 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ, 299/1992 ΑΠ, ΑΠ
315/89, ΑΠ 713/88 ΕλλΔνη 30. 1164
και σημ. Κ.
Λυμπερόπουλου, ΑΠ 35/75 Δ 7. 192, ΕΑ 4896/90 ΕλλΔνη 31, 1516, ΕΑ 1239/92
Δ 3. 330 και παρατ. ).
9.
Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585 και 933 ΚΠολ∆
συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νοµικοί ή πραγµατικοί, που
όλοι µαζί ή καθένας χωριστά αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσµα, δηλαδή στην ακύρωση
της πράξης εκτέλεσης, τότε, αν το δικαστήριο κάνει δεκτό ένα λόγο και, ικανοποιώντας
το αίτηµα της ανακοπής, ακυρώσει την πράξη, δεν µπορεί να προχωρήσει στην
έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι ήδη, µετά την ακύρωση της πράξης, είναι χωρίς
αντικείµενο (ΑΠ 288/1986).
10.
Με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής μπορούν να προβληθούν όλες οι ενστάσεις και
ειδικότερα οι αναφερόμενες στην έλλειψη των προϋποθέσεων των άρθρων 623, 624
Κ.Πολ.Δ. και αυτές που αναφέρονται στην μη ισχύ του δικαιώματος του δανειστή.
Οι ενστάσεις αυτές αποτελούν λόγους της ανακοπής συνεπώς δε και προς το άρθρο
262 Κ.Πολ.Δ. πρέπει να διαλαμβάνουν ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των
γεγονότων που τις θεμελιώνουν (βλ. Ειρ. Λεβ. 24/85, ΑΡΧ. Ν. 36,537). Αναγνωριζομένη της παράνομης αιτίας από
την οποία ο ανακόπτων είναι οφειλέτης της διαταγής πληρωμής (άρθρ. 904 Α.Κ., 70
Κ.Πολ.Δ.), η διαταγή πληρωμής είναι
ακυρωτέα (άρθρ. 632 παρ. Ι Κ.Πολ.Δ.), δεκτής
γενομένης της κατά το άρθρ. 632 παρ. Ι Κ.Πολ.Δ. ανακοπής, η οποία είναι
ειδικότερη μορφή της ανακοπής του άρθρου 583 Κ.Πολ.Δ. η οποία με τη σειρά της
είναι ειδικότερη μορφή ενδίκου βοηθήματος παροχής εννόμου προστασίας σε σχέση
με την γενικού τύπου αγωγή -ενδίκου βοηθήματος παροχής εννόμου προστασίας,
δηλαδή την αναγνωριστική αγωγή (2490/1995 ΕΦΑΘ, 1302/1996 ΕΙΡ ΑΘ, 2490/1995 ΕΙΡ
ΑΘ, ΕιρΚερκ 257/84, ΕιρΑθ 2493/1995). Απορριπτομένης
δε της ανακοπής το δικαστήριο επικυρώνει
τη διαταγή πληρωμής (άρθρ. 633 παρ. Ι εδ.β` Κ.Πολ.Δ). (1302/1996 ΕΙΡ ΑΘ)
11.
Ο οφειλέτης που θα μπορούσε να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 632, έχει τη
δυνατότητα να ασκήσει αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Αίτημα της αγωγής αυτής
είναι μόνο η αυθεντική διάγνωση (με δύναμη δεδικασμένου) της ανυπαρξίας της
χρηματικής αξίωσης (ή της απαίτησης παροχής χρεογράφων), για την οποία εκδόθηκε
η διαταγή. Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή διαφέρει λοιπόν από την ανακοπή του
άρθρου 632, πρώτα-πρώτα, ως προς το αίτημα, επειδή δεν επιδιώκεται με αυτήν η ακύρωση της διαταγής πληρωμής.
Παράλληλα, με την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, ο οφειλέτης φορτώνεται με το
δικονομικό βάρος να επικαλεστεί όλους τους λόγους για τους οποίους δεν ισχύει η
επίδικη αξίωση. Διαφορετικά, η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής του θα τον
στερήσει από το δικαίωμα της μελλοντικής προβολής ενστάσεων, σύμφωνα με το
άρθρο 330 (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632).
Όταν
ο οφειλέτης ασκεί ανακοπή, είτε με το άρθρο 632, είτε με το άρθρο 933, η
ανακοπή του, εφόσον στηρίζεται σε ουσιαστικές ενστάσεις, περιέχει, με λογική
αναγκαιότητα, έστω και σιωπηρώς,
αρνητικό αναγνωριστικό αίτημα, ότι δεν ισχύει η κρίσιμη αξίωση. Και ακριβώς η
κρίση του δικαστηρίου ως προς αυτό το σιωπηρό (προδικαστικό) αρνητικό
αναγνωριστικό αίτημα είναι που εξοπλίζεται με δεδικασμένο, στο πλαίσιο του
άρθρου 331.
Για
το λόγο αυτό, η ανακοπή του αρθρ. 632 ή 633 εμποδίζει με την εκκρεμοδικία του
σιωπηρού προδικαστικού αρνητικού αναγνωριστικού ζητήματος, την εκδίκαση της
ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΕφΘεσσαλ 838/86 Αρμ. 41,1041. Μπέη, ΠολΔικ.,
αρθρ. 632 σελ. 222, 223. Σινανιώτης, Ειδικαί διαδικασίαι, 1984, σελ. 213. ΕφΑθ
2631/92 ΕλΔ 35,339, Πρ.Θεσ. 2663/85 Αρμ. 41,1039. Μπρίνιας, Αναγκαστική
εκτέλεση, 1983 άρθρο 933 σελ, 413, 414, πρβλ ΑΠ 464/97 ΕλΔ 39,375).
Από
όσα σημειώθηκαν, γίνεται φανερό ότι ο οφειλέτης, αν στηρίξει την ανακοπή του σε
κάποια ένσταση, είτε διακωλυτική είτε αποσβεστική της κρίσιμης αξίωσης, έχει το
βάρος να επικαλεστεί όλες του τις ενστάσεις. Και θα πρέπει να τις επικαλεστεί
είτε με το αρχικό δικόγραφο της ανακοπής, είτε με πρόσθετο δικόγραφο που θα
κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου και θα κοινοποιηθεί στον αντίδικο,
τουλάχιστον πέντε μέρες πριν από τη συζήτηση της ανακοπής (585 § 2). Μετά την
πάροδο της πενθήμερης αυτής προθεσμίας, ο οφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί
ενστάσεις, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με αρνητική αναγνωριστική αγωγή, ούτε με
την ανακοπή του άρθρου 933 προς ακύρωση της επισπευδόμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης. Και τούτο, ακριβώς γιατί η άσκηση της ανακοπής, με την οποία
αμφισβήτησε την υποχρέωση του, είχε γεννήσει το δικονομικό βάρος του να
επικαλεστεί όλους τους λόγους που εμπόδισαν την κρίσιμη αξίωση να γεννηθεί ή
την απέσβεσαν μεταγενέστερα (Μπέη ΠολΔ άρθ. 632
παρ. 1.6.6).
12.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 631,632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΠολΔ,
σαφώς προκύπτει ότι εκείνος, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής,
δικαιούται έως το τέλος της δεκαήμερης προθεσμίας, που προβλέπεται για την άσκηση
ανακοπής μετά τη δεύτερη επίδοση προς αυτόν της διαταγής πληρωμής, η οποία
αποτελεί απλώς τίτλο εκτελεστό και δεν έχει αποκτήσει ακόμη ισχύ δεδικασμένου,
να αμφισβητήσει το κατ’ ουσία υποστατό της απαιτήσεως που επιδικάστηκε με αυτήν,
είτε με ανακοπή, που ασκείται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις άνω
διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΠολΔ, είτε με αρνητική
αναγνωριστική αγωγή που ασκείται
μετά την πάροδο της πρώτης (δεκαπενθήμερης) από αυτές, εφόσον δεν ασκήθηκε μέσα
σ`αυτήν ανακοπή, και πριν από την
έναρξη της δεύτερης (δεκαήμερης), που
αρχίζει με τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, είτε με ανακοπή κατά της τυχόν επιχειρούμενης με αυτήν
πριν από την πάροδο των άνω προθεσμιών
αναγκαστικής εκτελέσεως (Μπρίναιας, Άμυνα κατά της διαταγής πληρωμής, ΝοΒ 24,501 στοιχ. VI 11. ΑΠ. 454/1974 ΝοΒ 23, 16 προβλ
ολομΑΠ 30/1987 ΝοΒ 36,96, 1234/1994
ΕΦ ΑΘ, Βαθρακοκοίλης 632, 21- Αναγνωριστική αγωγή).
Μετά
την πάροδο της δεύτερης από τις άνω προθεσμίες για την άσκηση ανακοπής κατά της
διαταγής πληρωμής ή την απόρριψη της ασκηθείσας μεσα στην προθεσμία αυτή
ανακοπής, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου και δεν μπορεί πλέον ο
καθ`ου η διαταγή πληρωμής να αμφισβητήσει την ύπαρξη της απιτήσεως που
επιδικάστηκε με αυτήν, παρά μόνον με την επίκληση ισχυρισμών που θεμελιώνουν
ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί
με κύρια αγωγή, δηλαδή ενστάσεις, στις οποίες δεν εκτίνεται λόγω μη προτάσεώς του
το δεδικασμένο (άρθρο 330 εδ. 2 ΠολΔ ΕφΑθ 10348/1982 ΕλΔ 24,808).
13.
Θα πρέπει εδώ να λεχθεί, ότι η με πρόσθετο δικόγραφο, επέκταση αιτήματος της ανακοπής και στην ακύρωση της προδικασίας
της αναγκαστικής εκτελέσεως (επιταγής προς πληρωμήν) καθώς επίσης και στην
αναγνώριση της ανυπαρξίας της απαιτήσεως του καθού η ανακοπή, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και άρχισε αναγκαστική
εκτέλεση (αρνητική αναγνωριστική αγωγή),
είναι απαράδεκτη, και για το λόγο
αυτό δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση και το χαρακτήρα της ανακοπής,
που προκύπτουν από την ιστορική
βάση και το αίτημά της, ως ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ και να τη μετατρέψει έτσι σε ανακοπή κατά
της εκτελέσεως του
άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, πολύ
δε περισσότερο σε αρνητική αναγνωριστική αγωγή για την απαίτηση (838/1986
ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ).