1. Η παρ. β του
άρθρου 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ορίζει ότι: Για τους σκοπούς της
παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α)... β) "καταναλωτής": κάθε φυσικό
πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για
σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.
Περαιτέρω, το άρθρο 8 της ίδιας Οδηγίας, ορίζει ότι: Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή
διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες
διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία
του καταναλωτή.
2. Η παρ. 4 του
άρθρου 1 του Ν 2251/1994 (νόμος περί προστασίας καταναλωτή, που εκδόθηκε σε
εφαρμογή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993), μετά την
τροποποίηση του με το Ν. 3587/2007 με την προσθήκη, με το άρθρο 1 § 5 του Ν
3587/2007, της περ. ββ στο άρθρο 1 § 4α του Ν 2251/1994, ορίζει ότι: α)
Καταναλωτής, είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική
προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται
στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών,
εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε
αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που
εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή
επιχειρηματικής δραστηριότητας του.
3. Η
επιχειρούμενη τροποποίηση και συμπλήρωση της παραπάνω διάταξης του νόμου περί «Προστασία
των καταναλωτών» (ν. 2251/1994), επιχειρείται με πρόσθεση μετά το άρθρο 1 του ν. 2251/94 άρθρου 1α ως εξής: “«καταναλωτής» είναι κάθε
φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην
εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του
δραστηριότητα”. Κατόπιν της επιχειρούμενης τροποποίησης και συμπλήρωσης της
παραπάνω διάταξης ο ορισμός
«καταναλωτής» διαφοροποιείται ΠΛΉΡΩΣ από τον ορισμό που ισχύει σήμερα, τόσο στο
εθνικό όσο και στο ενωσιακό δίκαιο.
4. Επειδή
σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του
κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός
δικαστής των κρατών μελών της Ε.Ε. δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να
παρερμηνεύουν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, διότι τότε παραβιάζεται το
κοινοτικό δίκαιο το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του
εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η
Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1-1-1981, δυνάμει της από
28-5-1979 Σύμβασης προσχώρησης της Ελλάδος στην τότε Ε.Ο.Κ., η οποία κυρώθηκε
με το Ν.945/1979 (Ολ. ΑΠ 23/1998). Εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ.,
τα κράτη μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή του
κοινοτικού δικαίου, όχι μόνο νομικώς αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την
ύπαρξη σαφούς και πλήρως εναρμονισμένου προς τις απαιτήσεις του νομικού
πλαισίου της Ένωσης, και τούτο μέσω θεσπίσεως νομικών διατάξεων ικανών να
δημιουργήσουν μια αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση, ώστε να
καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα
προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (πρβ. απόφαση της 30.5.1991, Υποθ. C-361/88, Επιτροπή κατά
Γερμανίας) Υποθ. 220/1994,(απόφ. της 15.6.1995).
Επομένως, στα
εθνικά δικαστήρια, για τα οποία οι αποφάσεις του ΔΕΚ είναι δεσμευτικές -υπό τη μορφή της
αυθεντικής ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου – (πρωτόκολλο της 03.06.1971
κυρωθέν με το Ν. 1814/1988, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη 2011.750), τα οποία πρέπει να
εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού
δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων
αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες,
απόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού
δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Η
υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του αμέσου αποτελέσματος και της
υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που προαναφέρθηκε (βλ. και ΑΠ 631/2011, ΣτΕ Α.Μ. ολομ. 136/2013).
5. Επειδή,
σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της Οδηγίας
93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με
καταναλωτές, «καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των
συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προμνησθείσας οδηγίας, ενεργεί
για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή
επαγγελματικής του δραστηριότητας. Η διατύπωση «ενεργεί για σκοπό μη
εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του
δραστηριότητας», έχει την έννοια για πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του
δικηγόρου, ότι το ενλόγω πρόσωπο ΔΕΝ
ενεργεί για σκοπό εντασσόμενο στο
πλαίσιο της ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΉΣ ΤΟΥ ΙΔΙΌΤΗΤΑΣ, ή
της επαγγελματικής δραστηριότητας του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΎ
Γραφείου του. Όταν ο δικηγόρος συναλλάσσεται με την Τράπεζα, ΔΕΝ ενεργεί για
σκοπό εντασσόμενο στο πλαίσιο της ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΉΣ
του ιδιότητας, ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΎ Γραφείου
του, περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος ΈΧΕΙ νομικά την ιδιότητα του ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ,
ακόμη και όταν συμβάλλεται εντός του πλαισίου της παρεπόμενης συμβάσεως της
εμπράγματης ασφάλειας προς εγγύηση της εξοφλήσεως του χρέους που δημιουργήθηκε
από την κύρια σύμβαση [ΔΕΕ στην υπόθεση
C 110/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το
Judecătoria Oradea (Ρουμανία), στο πλαίσιο της δίκης Horațiu Ovidiu Costea κατά
SC Volksbank România SA)].
Δεν εξετάζεται δηλαδή
αν ο δικηγόρος έλαβε την τραπεζική πίστωση με σκοπό την επαγγελματική του δραστηριότητα, ήτοι την ικανοποίηση
επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης, για αγορά π.χ. επαγγελματικού
εξοπλισμού ή ακινήτου στο οποίο στέγασε το δικηγορικό του Γραφείο, ούτε
εξετάζεται η ερασιτεχνική ή μη - περί τραπεζικών πιστώσεων - ιδιότητα του
δικηγόρου ως αποδέκτη του δανείου, ή αν ο δικηγόρος συμβλήθηκε με σκοπό την
κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών του σε ιδιωτικό επίπεδο, όπως οι
πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων τα προηγούμενα χρόνια έκριναν
κατά προφανή αντίθεση προς το ενωσιακό δίκαιο και την πάγια νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Όταν ο δικηγόρος συναλλάσσεται με την ΤΡΆΠΕΖΑ, ΔΕΝ ενεργεί για σκοπό εντασσόμενο στο πλαίσιο της
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ του ιδιότητας, ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΎ
Γραφείου του, περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος ΈΧΕΙ ΝΟΜΙΚΆ ΤΗΝ ΙΔΙΌΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ. Δεν ισχύει το ίδιο όταν ο δικηγόρος συμβάλλεται με δικηγόρο, για
υπηρεσίες που παρέχουν δικηγόροι στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής νομικών
υπηρεσιών, περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει ανισότητα μεταξύ των
συμβαλλομένων (δικηγόρων) και κανείς
τους δεν είναι απαραίτητα το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής,
περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι (δικηγόροι) δεν δικαιούνται επίκλησης
και υπαγωγής στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού
δικαίου.
6. Παρέπεται από
τα παραπάνω ότι, η διατύπωση «ενεργεί
για σκοπό ΜΗ εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή
επαγγελματικής του δραστηριότητας» (άρθρο 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ), άλλως η
διατύπωση «ενεργεί για λόγους οι οποίοι ΔΕΝ εμπίπτουν στην εμπορική,
επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα» (επιχειρούμενη
τροποποίηση και συμπλήρωση από την κυβέρνηση του ορισμού «καταναλωτής»), έχει
την έννοια για πρόσωπο που ασκεί π.χ. το επάγγελμα του δικηγόρου, ότι το ενλόγω
πρόσωπο ΔΕΝ ενεργεί για σκοπό εντασσόμενο στο πλαίσιο της ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΉΣ ΤΟΥ ΙΔΙΌΤΗΤΑΣ,
ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ Γραφείου του, ενώ αν το εν
λόγω πρόσωπο (δικηγόρος) απευθυνθεί στην
ΤΡΆΠΕΖΑ τότε ΥΠΆΡΧΕΙ ανισότητα μεταξύ δικηγόρου και Τράπεζας και ο δικηγόρος ΕΊΝΑΙ
το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής, περίπτωση κατά την οποία ο
δικηγόρος ΕΊΝΑΙ νομικά καταναλωτής · δικαιούνται επίκλησης και υπαγωγής στο
προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου.
Σύμφωνα, δε ,
με αρχή της υπεροχής του κοινοτικού
δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, ΤΑ ΠΑΡΑΠΆΝΩ ΔΕΣΜΕΎΟΥΝ τον εθνικό νομοθέτη
όσο και τον εθνικό δικαστή των κρατών μελών της Ε.Ε. και ΔΕΝ ΈΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΊΑ να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τους
παραπάνω κανόνες του κοινοτικού δικαίου, διότι τότε ΠΑΡΑΒΙΆΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΌ ΔΊΚΑΙΟ το οποίο ΥΠΕΡΙΣΧΎΕΙ κάθε άλλης αντίθετης
διάταξης του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει
του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Τέλος, στα
εθνικά δικαστήρια, για τα οποία οι αποφάσεις του ΔΕΚ είναι ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΈΣ, τα οποία πρέπει να
εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού
δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων
αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες,
απόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΑΡΜΌΖΕΙ ΟΠΟΙΟΔΉΠΟΤΕ ΜΈΤΡΟ ΕΘΝΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΠΟΥ ΕΜΠΟΔΊΖΕΙ ΤΗΝ ΠΛΉΡΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΏΝ ΚΑΝΌΝΩΝ. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του ΆΜΕΣΟΥ ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΟΣ
και της ΥΠΕΡΟΧΉΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ.