1.
Η υπ’ αριθμ. 1611/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, εδέχθη αναφορικά με την
ένδικη διαφορά από Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου,
μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Σύμφωνα
με την υπ' αριθμ. 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18
παρ.5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92
παρ.1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν
και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων
με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που
διέπουν τις συναλλαγές τους».
«Σύμφωνα
με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά
ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν: α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη
διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή
με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β', αριθμ. 2, περίπτωση x, της παραπάνω Πράξης του
Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), και β) για τη δυνατότητα και το κόστος
χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της
συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β', αριθμ. 2, περίπτωση xi,
της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), δηλαδή η ενημέρωση
του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον
κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να
γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο
από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας».
«Συγκεκριμένα,
με τις ως άνω προδιατυπωμένες ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και
ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων,
αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής
ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του
εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του
μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με
την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν
προκειμένω, οι ανακόπτοντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές
συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και,
συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων
τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του
δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία
μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ.
ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75).».
«Αποδείχθηκε
περαιτέρω ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών
διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών
περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν
ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου».
«…
τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην
ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά
συναλλάγματος».
«(…)
η εφεσίβλητη Τράπεζα όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών
αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους
αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της
συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη
παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική»
αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων
αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση
και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των
πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο
σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, καθώς, όπως σαφώς κατέθεσε η
μάρτυρας της Τράπεζας τέτοια προϊόντα η Τράπεζα δεν διέθετε. Συνεπώς οι
δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσης τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους
εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους».
2.
Η δικαστική απόφαση αποκτά νομική
υπόσταση από τον χρόνο δημοσίευσης του σχεδίου και όχι από την καθαρογραφή της.
Σχέδιο και περίληψη της 1611/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών δημοσίευσα στις
08/05/2017, εδώ
, μεριμνώντας αμέσως για την καθαρογραφή της.
3.
Με την από 13/06/2017 θεώρηση του πρωτοτύπου από τη Δικαστή και την υπογραφή
του βεβαιώθηκε ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του
δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο
πρωτότυπο. Την απόφαση θεωρημένη και
υπογεγραμμένη από τη Δικαστή δημοσιεύω σήμερα εδώ
.
4.
Την απόφαση κοινοποίησα στην αντίδικο Τράπεζα στις 16/06/2017. Το αποδεικτικό
επίδοσης, εδώ. Η προθεσμία της αναίρεσης ήταν τριάντα ημέρες και άρχισε από την
επίδοση της απόφασης.
5.
Στις 17/07/2017 ασκήθηκε αναίρεση της Τράπεζας κατά της 1611/2017 απόφασης του
Εφετείου Αθηνών, με την οποία η Τράπεζα επιδιώκει τη διόρθωση των νομικών
«σφαλμάτων» του α λ ά θ η τ ο υ της 1611/2017 τελεσίδικης απόφασης. [Για να
ολοκληρωθεί η άσκηση του ένδικου μέσου αρκεί η κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία,
δίχως να χρειάζεται να επιδοθεί αντίγραφο στον αντίδικο] Την αναίρεση θα
προσδιορίσω (άρθρο 568) μέσα στο φθινόπωρο λόγω του πλήθους των εγγράφων που ο
διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση οφείλει να προσκομίσει καθώς και λόγω του συμβολαιογραφικού πληρεξούσιου του εντολέα του
που απαιτείται για τον προσδιορισμό.
6.
Επειδή η εν λόγω δίκη έχει μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο, και επειδή τα
αντιτιθέμενα συμφέροντα, οικονομικά και άλλα, είναι στις δίκες αυτές πολλά και μεγάλα,
κρίνω σκόπιμο να τηρήσω την αρχή της δημοσιότητας και της διαφάνειας. Γι’ αυτό
προτίθεμαι να δημοσιεύσω (α) την αίτηση αναίρεσης της Τράπεζας (β) περιεκτική
περίληψη των νομικών ισχυρισμών που θα αντιτάξω στην Τράπεζα ενώπιον του δικαστηρίου
του Αρείου Πάγου (γ) το αίτημα για υποβολή αιτήσεως από το Δικαστήριο για την
έκδοση προδικαστικής απόφασης στο ΔΕΕ κατ’ άρθρο 177 [νυν άρθρο 267 ΣΛΕΕ] και (δ)
κατάλογο σχετικών με τα σημαντικότερα έγγραφα που θα προσκομιστούν.
Το
σημαντικότερο από τα έγγραφα που έχω
δημοσιεύσει, η προσκόμιση του οποίου ελάχιστα περιθώρια επαρκώς αιτιολογημένης
απόρριψης αφήνει στον εθνικό δικαστή, είναι η απάντηση της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
(τμήμα Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες) με αριθμό πρωτοκόλλου COMP/D-5/CG/ΡΒ/sdd/2017/005507-19/01/2017 , SA.47084(2016/ΜΙ),
η οποία αναφέρεται στην ελάχιστη
ενημέρωση για «τη σχέση μεταξύ του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος
και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες των δανείων σε ελβετικό
Φράγκο». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε την απάντηση μετά από καταγγελία πελάτη
μου τον Δεκέμβριο του 2016 κατά της Ελλάδας για παράβαση του δικαίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προηγήθηκε η άσκηση αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου για
πρόδηλα σφάλματα στις αποφάσεις για τα δάνεια σε ελβετικό Φράγκο. Παραθέτω το
ακριβές περιεχόμενο της απάντησης της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δικαιώνει πλήρως, νομικά και ηθικά, του εθνικούς
δανειολήπτες σε ελβετικό Φράγκο, η προσκόμιση της οποίας, επαναλαμβάνω,
ελάχιστα περιθώρια αιτιολογημένης
απόρριψης αφήνει στον εθνικό δικαστή.
«…θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι στην Υπόθεση
C-26/13 «Árpád Kásler» το ΔΕΕ αναφέρει ότι [...] το άρθρο 4, παράγραφος 2, της
οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη
στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής
διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά
τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον
η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού
μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη
σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν
άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να
μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές
συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν.»
Η
απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην
αγγλική γλώσσα (πρωτότυπο), εδώ
.
Ανακριβής
μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, εδώ.