alampasis@gmail.com

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Το φαινόμενο του χωρισμού των αγωγικών βάσεων στις δίκες μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών. Η Έφεση κατά απόφασης που διατάσσει το χωρισμό αντιφατικών τάχα αγωγικών βάσεων, επί αγωγής αρθρ. 70 ΚΠολΔ με την οποία ζητείται (α) ακύρωση των πληττόμενων με την αγωγή όρων της σύμβασης του δανείου (ν. 2251/1994) και (β) κούρεμα του δανείου λήγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών (288, 388 του ΑΚ)


Ζητήθηκε για σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ): (α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα των πληττόμενων με την αγωγή όρων και, δυνάμει του άρθρου 181 ΑΚ, σε συνδυασμό με το ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για προδιατυπωμένη σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν επιδέχονται διαπραγμάτευσης, η σύναψη της οποίας δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, να αναγνωριστεί η ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, (β) Να αναγνωριστεί αναδρομικά από την υπογραφή της σύμβασης και το άνοιγμα του επίδικου αλληλόχρεου λογαριασμού ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί χωρίς να εφαρμοστούν οι πληττόμενοι ως άκυροι όροι και ως εκ τούτου κατόπιν δικαστικού επανακαθορισμού του ύψους της συνολικά υπολειπόμενης οφειλής να αναπροσαρμοστεί το κατάλοιπο, (γ) Να υποχρεωθεί η τράπεζα να αποδέχεται στο μέλλον την εκπλήρωση της οφειλής των εναγόντων, όπως αυτή θα αναπροσαρμοστεί από το Δικαστήριο, χωρίς να εφαρμόζει τους πληττόμενους όρους, (δ) Να υποχρεωθεί η Τράπεζα να προβεί αναδρομικά, από την υπογραφή της σύμβασης και το άνοιγμα του αλληλόχρεου λογαριασμού της πίστωσης, στον υπολογισμό του ποσού που αχρεωστήτως οι εναγόμενοι κατέβαλλαν, λόγω της εφαρμογής των πληττόμενων ως άκυρων όρων, και να αφαιρεθεί αυτό από το κατάλοιπο εντόκως, ε)  Να υποχρεωθεί η Τράπεζα να αναπροσαρμόσει το κατάλοιπο του λογαριασμού με  διαγραφή του 37% του ποσού του καταλοίπου του λογαριασμού λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών (288, 388 ΑΚ), πρόσθετα δε να αναπροσαρμοστεί το κατάλοιπο, αφαιρούμενων των χρεώσεων που έλαβαν χώρα δυνάμει εφαρμογής των προσβαλλόμενων όρων της σύμβασης.

Κρίθηκε από το δικαστήριο ότι, «Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, στο υπό κρίση δικόγραφο σωρεύονται τρεις κύριες αγωγές, με τα συναφή και παρεπόμενα αυτών αιτήματα, ήτοι α) η αγωγή για ολική ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, β) η αγωγή για μερική ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, και ειδικότερα για ακυρότητα ορισμένων μόνον όρων αυτής, και γ) η αγωγή για αναπροσαρμογή της οφειλής των εναγόντων λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Ωστόσο οι εν λόγω αγωγικές βάσεις, αλλά και τα αιτήματα αυτών αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθώς είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις τους, αλλά και από νομική άποψη διαφέρει ο σκοπός και σε περίπτωση αποδοχής τα αποτελέσματά τους»!!! Τούτων δοθέντων, διατάχθηκε ο χωρισμός  των αγωγικών βάσεων (αγωγών): α) για ολική ακυρότητα της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, β) για μερική ακυρότητα της ως άνω επίδικης σύμβασης, και γ) για αναπροσαρμογή της οφειλής των εναγόντων λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών.»!

Δυστυχώς βρισκόμαστε μπροστά στο μαζικό φαινόμενο - σε δίκες μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών - εισαγωγής του δικονομικού νεολογισμού περί χωρισμού διαφορετικών αγωγικών βάσεων που τάχα οι αγωγικές βάσεις, αλλά και τα αιτήματα αυτών αντιφάσκουν μεταξύ τους (!), ενώ το ορθό είναι ότι πρόκειται για περισσότερες αξιώσεις κατά του ίδιου εναγομένου, με ένωση σε ένα δικόγραφο αγωγής και σε μια ενιαία διαδικασία με τη μορφή της αθροιστικής (αντικειμενικής) σώρευσης (κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ), όπου οι σωρευόμενες αξιώσεις ασκούνται αθροιστικά και ανεξαρτήτως μεταξύ τους. Δυστυχώς, η παραπάνω αναλυθείσα πρακτική («χωρισμού») σε δίκες μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών, που με την παρούσα ανάρτηση εξαντλώ νομικά, επαναλαμβάνεται εκτός των αγωγών του άρθρου 70 ΚπολΔ και σε ανακοπές των άρθρων 632 και 933 όπου διατάσσεται το αδιανόητο: χωρισμός σωρευμένης αγωγής σε ανακοπή! [σχετική μελέτη για το ζήτημα της σώρευσης αναγνωριστικής αγωγής σε ανακοπή των άρθρων 632, 933  δημοσίευσα εδώ]

1. Επειδή οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 218 ΚΠολΔ ορίζουν ότι «Περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό λόγο μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση (παρ. 1). Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ` ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47 (παρ. 2)». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, η ένωση αντιφασκουσών αγωγών, κατά παράβαση της διάταξης της πρώτης παραγράφου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή διατάσσεται από το δικαστήριο ο χωρισμός τους, όπως σαφώς συνάγεται από τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου, που τέθηκε για την άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει κατά το προηγούμενο δίκαιο. Ο χωρισμός, βέβαια, προϋποθέτει αγωγές που ενώνονται αυτοτελώς και, παραλλήλως και όχι επικουρικώς, οπότε στην τελευταία περίπτωση εξετάζονται (ΑΠ 387/1993 ΕλΔικ 35.1269, ΑΠ 787/1993 ΕλΔικ 36.864, ΑΠ 217/1992 ΕλΔικ. 36.58, Β. Βαθρακοκοίλη Κωδ. ΠολΔικ Τόμος Α άρθ. 218 παρ. 12 σελ. 1150). Συνήθως υποβάλλονται με τη σώρευση διάφορα αιτήματα και αυτή είναι η κλασσική περίπτωση. Ενδέχεται, όμως, να επιδιώκεται και το ίδιο αποτέλεσμα (απόδοση μισθίου) με περισσότερους λόγους, οπότε και πάλι υπάρχει τέτοια σώρευση. Πράγματι, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, αντικειμενική σώρευση υπάρχει και όταν υποβάλλεται μια αίτηση (απόδοση μισθίου) που θεμελιώνεται σε περισσότερες ιστορικές βάσεις (λόγους απόδοσης), γιατί είναι πρόδηλο ότι από κάθε τέτοια βάση απορρέει αυτοτελές δικαίωμα (απόδοσης) που θα μπορούσε να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή (ΕφΑθ 7166/1978 Αρμ. 33. 273, Κιτσικόπουλο άρθ. 537 παρ. 17/β, Ευκλείδη Ερμηνεία ΠολΔ τ. Β (1932) παρ. 152 σημ. 2 σελ. 19, Ράμμα τ. Α (1978) παρ. 174 Ι σελ. 442, Χ. Παπαδάκη Αγωγές Απόδοσης Μισθίου έκδ. Β` Νο 970,1213 σελ. 339, 429). Η κυριότερη από τις προϋποθέσεις, για το επιτρεπτό της σώρευσης, είναι ότι οι περισσότερες αιτήσεις δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι δύο αγωγές -βάσεις αντιφάσκουν μεταξύ τους όταν από νομική άποψη διαφέρει ο σκοπός τους και σε περίπτωση αποδοχής τα αποτελέσματά τους ή οι προϋποθέσεις κάθε μιας είναι διαφορετικές λ.χ η μία προϋποθέτει εγκυρότητα και η άλλη ακυρότητα της σύμβασης (ΕφΑθ 4832/1979 ΝοΒ 28.112, Ράμμο ο.π. παρ. 174 ΙΙΙ Α σελ. 442/443). Κατά συνέπεια, οι αγωγές -με την έννοια της αίτησης  για την παροχή έννομης προστασίας- που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο δεν θα  πρέπει να αλληλοαποκλείονται (ΑΠ 1016/1991, ΕΕΝ 1992, 616, ΑΠ 590/1994, ΕΕργΔ 1995,1021). Σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, ως αντιφατικές θεωρούνται οι κρίσεις που δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα ως αληθείς (Μιχελάκης, Το διαδικαστικόν ψεύδος και η υπό του α.ν. 980/1946 μεταρρύθμισις του άρθρου 552 της ΠολΔ, ΕΕΝ 1947, σελ. 241 επ. και ιδίως 247). Έχοντας ως δεδομένο ότι η διαδικαστική πράξη δομείται από τον πραγματικό ισχυρισμό και το αίτημα, η αντίφαση, κατά τα προαναφερόμενα, είναι δυνατό να εντοπίζεται σε οποιονδήποτε από τους δύο αυτούς παράγοντες [βλ. για τα παραπάνω, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), άρθρο 218 αριθ. 5, σελ. 467]. Σχετικά με το πρόβλημα των συνεπειών στην περίπτωση παραβίασης των απαγορεύσεων για τη σώρευση, ο νόμος ορίζει, όπως προαναφέρθηκε, ότι το δικαστήριο ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως διατάσσει το χωρισμό. Για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία. Συνήθως διατυπώνεται η άποψη, που βέβαια βρίσκεται σε συμφωνία με το γράμμα της διάταξης, ότι διατάσσεται απλώς ο χωρισμός των αγωγών που αντιφάσκουν, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον ενάγοντα να επιλέξει ποια από τις πολλές αγωγές θα ασκήσει (ΑΠ 510/1982 ΝοΒ 31. 352, ΕφΑθ 4329/1986 ΕλΔ 27.1332, ΕφΑθ 835/1976 ΕΕν 204, Μπέη ΠολΔ άρθ. 218 παρ. ΙΙΙ-ΙΙ 977, Κεραμέα ΑστΔικονΔ (1986) παρ. 76 σελ. 211 και σημ. 17, Παπαδάκη ό.π. Νο 972α σελ. 341). Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία δεν διατάσσεται ο χωρισμός, αλλά εξετάζεται η αγωγή που προτάσσεται (ΕφΘεσ 496/1978, Αρμ 32, 698), δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο νόμο, ενώ αντίθετα μεταθέτει το δικαίωμα και την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο Δικαστήριο (ΕφΑθ 3815/1997, ό. π.). Εν τούτοις, θα ήταν σκόπιμο, όπως υποστηρίζεται από μία μερίδα της νομολογίας (ΕφΑθ 10570/1984 ΝοΒ 33, 832, ΕφΑιγ 51/1985, ΝοΒ 34, 87, ΕφΠειρ 784/1979, ΕλΔ 21, 149, ΕφΑθ 3815/1997, ό.π.), να εξετάζεται η αγωγή που προτάσσεται, αφενός μεν όταν η άλλη είναι νομικά αβάσιμη, οπότε και θα πρέπει να απορρίπτεται, χωρίς να διατάσσεται ο χωρισμός, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης, το αληθινό συμφέρον των διαδίκων και η ταχύτερη επίλυση των διαφορών, αφετέρου, δε, όταν η άλλη αγωγή υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία, οπότε το Δικαστήριο -θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι -έχει την ευχέρεια να χωρίσει την αγωγή που εισάγεται αναρμοδίως, περαιτέρω, δε, να κρατήσει και να δικάσει την άλλη, η οποία εισάγεται αρμοδίως.

2. Επειδή  η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΕφΔωδ 188/2004 ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΘεσ 25108/2009 ΝΟΜΟΣ).

3. Στην αγωγή αυτή η βάση των άρθρων ν. 2251/1994, η οποία προϋποθέτει προηγούμενη σύναψη σύμβασης πίστωσης, δεν αντιφάσκει με όλες τις άλλες στις οποίες ζητείται η απομείωση λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών (288, 388 ΑΚ), ούτε ασφαλώς με το αναγνωριστικό αίτημα της ακυρότητας των πληττόμενων με την αγωγή όρων και, δυνάμει του άρθρου 181 ΑΚ, το αναγνωριστικό αίτημα της ακυρότητας ολόκληρης της σύμβασης, επειδή στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για προδιατυπωμένη σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν επιδέχονται διαπραγμάτευσης, η σύναψη της οποίας δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει διαφορά και ως προς τα αποτελέσματα, αφού στον πρώτο λόγο (ν. 2251/1994) ο επανακαθορισμός της οφειλής επέρχεται  με την κρίση περί άκυρων και καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., ενώ στους άλλους λόγους (άρθ. 288, 388) λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Δικονομικά η στήριξη του επιδίκου δικαιώματος σε περισσότερες ιστορικές αιτίες είναι παραδεκτή κατ` άρθ. 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι εν συνεχεία αναφερόμενες θετικές προϋποθέσεις (β, γ, δ) και ελλείπουν οι αρνητικές (α, ε). Αντίφαση των λόγων της αγωγής υπάρχει όταν αποκλείεται η συνύπαρξη αυτών κατά το ουσιαστικό δίκαιο, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που προβλέπεται επιλεκτική ή διαζευκτική ενάσκηση του δικαιώματος ή τα πραγματικά γεγονότα κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποκλείεται να έλαβαν χώραν σωρευτικώς (βλ. Ράμμος Εγχ.Αστ.Δικ.Δικ. έκδ 1978 σελ. 442, Κ. Μπέης ΕρΚΠολΔ άρθ. 218 παρ. παρ.  2 και 6 άρθ. 219 παρ. 1, σελ. 973, 975, 981). Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καμιά αντίφαση, καθόσον είναι δυνατόν να συνυπάρχουν όλα μαζί τα γεγονότα, από τα οποία πηγάζουν αντίστοιχα δικαιώματα ημών των εναγόντων, ήτοι α) να υπάρχει ακυρότητα των πληττόμενων με την αγωγή όρων βάσει του άρθρου 2 ν. 2251/1994 και, δυνάμει του άρθρου 181 ΑΚ σε συνδυασμό με το ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για προδιατυπωμένη σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν επιδέχονται διαπραγμάτευσης, η σύναψη της οποίας δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, να ενυπάρχει (και) ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, και β)  να υπάρχει συναφής υποχρέωση της  εναγόμενης από τα άρθρα 288 και  388 ΑΚ, για διαγραφή του 37% του ποσού του καταλοίπου του λογαριασμού, που επεκτείνεται και στην αναπροσαρμογή του παραπάνω (μετά τη διαγραφή) ποσού, με περαιτέρω απομείωση αυτού, σύμφωνα με τους όρους που θα κριθούν ως άκυροι και καταχρηστικοί, αίτημα το οποίο, σε κάθε δε περίπτωση, έχει παρεπόμενο σε σχέση με την αγωγή περί ακυρότητας των πληττόμενων ΓΟΣ  χαρακτήρα.

4. Οι προεκτεθείσες σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές τυγχάνουν συναφείς μεταξύ τους, δεδομένου ότι άπτονται διαφορών απορρεουσών εκ της ίδιας βιοτικής σχέσεως (ά. 31 § 3 ΚΠολΔ),  δηλαδή αφορούν την ίδια ως άνω απαίτηση, οπότε εμπίπτουν άπασες επί τη βάσει των προηγηθέντων στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ανώτερου δικαστηρίου, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο (αναλογία από το ά. 31 § 2 ΚΠολΔ) (βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σ. 200 επ.), ενώ δεν ανακύπτει, προς όφελος της οικονομίας της δίκης και αποτροπής του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, ανάγκη χωρισμού τους κατ’ άρθρο 218 § 2 ΚΠολΔ, ούτε ασφαλώς οποιαδήποτε εξ αυτών να παραπεμφθεί σε άλλο δικαστήριο, αφού η τιθέμενη μέσω της ρυθμίσεως του άρθρου 218 § 1 στοιχ. β ΚΠολΔ προϋπόθεση του παραδεκτού της αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών και εξομοιούμενων με την αγωγή ένδικων βοηθημάτων (λ.χ. ανακοπών), η οποία έγκειται στην ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου ως προς το σύνολο των σωρευόμενων ένδικων βοηθημάτων, δύναται να θεμελιωθεί στην καθιερούμενη δια του άρθρου 31 ΚΠολΔ ειδική και αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας (forum connexitatis), η οποία δεν καθορίζει αποκλειστικώς την κατά τόπον αρμοδιότητα, αλλά επηρεάζει επιπροσθέτως την καθ’ ύλην (βλ. Νίκα, ό.π., σ. 201· του ίδιου, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, σ. 158· του ίδιου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι, 2010, σ. 631). Συνεπώς οι προαναφερθείσες σωρευόμενες στο κύριο δικόγραφο της παρούσας δίκης αγωγές των άρθρων 181, 288, 388 ΑΚ  καθώς και των διατάξεων ν. 2251/1994 είναι συναφείς, σε κάθε δε περίπτωση η αγωγή των άρθρων 288 και 388 ΑΚ έχει παρεπόμενο σε σχέση με την αγωγή περί ακυρότητας των πληττόμενων ΓΟΣ  χαρακτήρα (ν. 2251/1994, ΑΚ 181), αφού το αίτημα  για διαγραφή του 37% του ποσού του καταλοίπου του λογαριασμού, σε ποσοστό δηλαδή ισόποσο με τη μεσοσταθμική μείωση της τελευταίας εξαετίας (από το 2009 έως το χρόνο άσκησης της αγωγής) του εισοδήματός των εναγόντων, επεκτείνεται και στην αναπροσαρμογή του παραπάνω (μετά τη διαγραφή) ποσού, με περαιτέρω απομείωση αυτού, σύμφωνα με τους όρους που θα κριθούν ως άκυροι και καταχρηστικοί.

[Βλ. και ΑΠ 1533/2011, επί των εν εκεί υποκειμενικώς (ΚΠολΔ74 περ.1) και αντικειμενικώς σωρευομένων (ΚΠολΔ 218παρ.1) αγωγών, με τις οποίες  ζητήθηκε (α) να κηρυχθούν άκυρες  οι πληττόμενες  συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, (β) να αναγνωρισθεί  η απελευθέρωση της δεύτερης των εναγόντων από την εγγύηση, (γ) να αναγνωρισθεί  η υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας να επαναϋπολογίσει τους τόκους, και (δ) να αναγνωρισθεί υποχρέωση εις ολόκληρο καταβολής ως αποθετική ζημία και επιπρόσθετα ως χρηματική τους ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το ιστορικό της όποιας (Αρεοπαγικής απόφασης) παραθέτουμε αυτούσιο και έχει ως εξής: «Ειδικότερα, με το 33261/2055/28-2-2003 δικόγραφο αγωγών οι δι`αυτής ενάγοντες και ήδη  αναιρεσείοντες εδίωκαν πλην άλλων, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία αντικείμενο αυτής, (α) να κηρυχθούν άκυρες οι ........ και 6….-1/1994 συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, τις οποίες κατάρτισε ο πρώτος ως πρωτοφιλέτης και η δεύτερη τούτων ως εγγυήτρια με την τράπεζα ........ , της οποίας καθολική διάδοχος υπήρξε από το έτος 1999 η πρώτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, λόγω πλάνης τους και απάτης, που προκλήθηκε από τους προστηθέντες υπαλλήλους αυτής, δεύτερο και τρίτο των αναιρεσίβλητων, και (β) να αναγνωρισθεί (αα) η απελευθέρωση της δεύτερης των εναγόντων από την εγγύηση κατά το άρθρο 862 ΑΚ, για το λόγο ότι από υπαιτιότητα των εναγομένων δεν κατέστη δυνατή η ολική εξόφληση του πράγματι συνομολογηθέντος δανείου λόγω χρεώσεως αυτού με τόκους αλληλόχρεου λογαριασμού αντί στεγαστικού δανείου, (ββ) η υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας υπολογισμού των τόκων από 9-10-1995 με βάση κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για την αγορά επαγγελματικής στέγης που εφάρμοσε η ...... Τράπεζα της Ελλάδος, με προκύπτουσα από την αιτία αυτή διαφορά ποσού 28.064.731 δρχ. και (γγ) η υποχρέωση εις ολόκληρο καταβολής (i) του ισόποσου σε ευρώ του εν λόγω ποσού και επιπρόσθετα (ii) στον πρώτο το ισόποσο σε ευρώ 150.000 δρχ., ως αποθετική του ζημία και επιπρόσθετα το ποσό των 293,470,00 ευρώ και στην δεύτερη εκείνο των 44021,00 ευρώ ως χρηματική τους ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αποδιδομένη στους εναγομένους άδικη και υπαίτια, από πρόθεση, πράξη με τη μορφή απάτης. Επί των εν λόγω υποκειμενικώς (ΚΠολΔ74 περ.1) και αντικειμενικώς σωρευομένων (ΚΠολΔ 218παρ.1) και με στοιχ.(α) και (β) χαρακτηριζομένων αγωγών εκδόθηκε η απορριπτική αυτών 5982/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, κατ` αποδοχή της 8064/21-9-2005 εφέσεως των εναγόντων, με τους με ιδιαίτερο, 484/10-4-2006, δικόγραφο πρόσθετους αυτής λόγους, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι`αυτής πρωτοβάθμιας αποφάσεως κατά με στοιχ. (α) και (β) κεφάλαια αυτής και εξέταση κατά τούτο κατ`ουσίαν της υποθέσεως, η 5082/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά μερικής παραδοχή των με στοιχ. (α), β (γγ,ii) αγωγών, αξιολογώντας παράλληλα ως αλυσιτελή την έρευνα των λοιπών και με στοιχ. β (αα),(ββ) και (γγi) αγωγών, μετά την ακύρωση των προσβαλλόμενων συμβάσεων, κατά παραδοχή της με στοιχ. (α) αγωγής.»]

5. Καταληκτικά, οι αγωγές για τον δικαστικό επανακαθορισμό του καταλοίπου της ένδικης πίστωσης, που θεμελιώνεται σε δύο κυρίως, παραλλήλως και σωρευτικώς προβαλλόμενες βάσεις (λόγους επανακαθορισμού) και συγκεκριμένως στις διατάξεις των άρθρων ν. 2251/1994 και  288, 388  του ΑΚ αντιστοίχως, που όλες επιδιώκουν την απομείωση της οφειλής των εναγόντων προς την Τράπεζα, δεν αντιφάσκουν ουσιαστικά, αφού καμία από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις τους δεν βρίσκονται σε αντίφαση, πρόσθετα δε τα αποτελέσματά τους δεν είναι αντιφατικά. Σε κάθε, δε, περίπτωση, οι προεκτεθείσες σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές τυγχάνουν συναφείς μεταξύ τους, δεδομένου ότι άπτονται διαφορών απορρεουσών εκ της ίδιας βιοτικής σχέσεως (ά. 31 § 3 ΚΠολΔ), δηλαδή αφορούν την ίδια απαίτηση από την ίδια ένδικη πίστωση, οπότε εμπίπτουν άπασες επί τη βάσει των προηγηθέντων στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ανώτερου  δικαστηρίου, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο.

Το δικόγραφο της εφέσεως εδώ