alampasis@gmail.com

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Η 53/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία κρίθηκε η νομιμότητα των Συμβάσεων Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος



1. Με την  υπ' αριθμ. 4/2019 απόφαση της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου κρίθηκε  ότι  δηλωτικοί όροι μιας σύμβασης είναι οι συμβατικοί όροι που απηχούν εθνικές ρυθμίσεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου. Ότι κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ "Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις  αναγκαστικού  δικαίου δεν   υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας" (εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας). Ότι  αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής τής Οδηγίας και  εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας οι συμβατικές ρήτρες που, ως δηλωτικοί όροι τής σύμβασης, απηχούν τις  ενδοτικού  δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογή τους.

2. Η υπ’ αριθμ. 356/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, εδέχθη αναφορικά με την ένδικη διαφορά από Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Αποδείχθηκε  ότι η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο  πρόσωπο της δανειολήπτριας εκκαλούσας ενάγουσας περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβανε εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου.... Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε... πως  η εκκαλούσα και ενάγουσα, η οποία είναι δικηγόρος, διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος και ότι μπορούσε να αντιληφθεί τους κινδύνους, που αναλαμβάνει, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής, σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου.... Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσής τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους..... Επισημαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση ο δικαιοπρακτικός σκοπός δανειακών συμβάσεων με ρήτρα αξίας συναλλάγματος και η συντρέχουσα οικονομική συγκυρία και το κοινωνικό γίγνεσθαι υποδηλώνουν ότι το συγκεκριμένο δάνειο δεν χορηγήθηκε, για να κερδοσκοπήσει η εκκαλούσα και ενάγουσα δανειολήπτρια με τα ελβετικά φράγκα ως επενδύτρια, αλλά για να χρηματοδοτηθεί με ευρώ ως ιδιώτης επωφελούμενη απλώς του ευνοϊκού επιτοκίου. Άλλωστε, η δανειολήπτρια ενάγουσα δεν είναι αναμενόμενο να διαθέτει ελβετικά φράγκα, ούτε να έχει τη δυνατότητα τακτικών εσόδων στο νόμισμα αυτό,.... Δεν θέλησε, δηλαδή, αυτή καθεαυτή την οφειλή σε ξένο νόμισμα, αλλά χρησιμοποίησε το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα μέτρο, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής της. Ο τύπος σύμβασης, δηλαδή, που επιθυμεί να συνάψει γενικά ο καταναλωτής και ειδικότερα η ενάγουσα δεν έχει δικαιοπρακτικό ή οικονομικό κίνητρο την επένδυση σε κινητές αξίες μεταβαλλόμενης ισοτιμίας  αποτίμησης, όπως π.χ. το συνάλλαγμα. Ο συμβατικός τύπος της καταναλωτικής σύμβασης (στεγαστικού δανείου) με γνώμονα τις βάσιμες προσδοκίες και τις συμβατικές της ανάγκες, αποβλέπει στην σταδιακή αποπληρωμή του δανείου. Με τον επίδικο  ΓΟΣ ωστόσο, επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης, εφόσον αυτή (η σύμβαση) δεν επιτελεί καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες. Η δανειολήπτρια και ενάγουσα συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς στην επενδυτική αγορά συναλλάγματος.». 

Με  βάση τις παραδοχές αυτές το  Εφετείο, κρίνοντας ότι στις ένδικες συμβάσεις δανείου οι επίμαχοι ΓΟΣ των συμβάσεων αυτών δεν είναι «δηλωτικοί», δηλαδή δεν απηχούν περιεχόμενο διάταξης του εθνικού δικαίου και ειδικότερα του άρθρου 291 ΑΚ, που προϋποθέτει χρηματική οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, προέβη σε έλεγχο καταχρηστικότητας των παραπάνω όρων. Στη συνέχεια δε, αφού έκρινε τους όρους αυτούς άκυρους ως καταχρηστικούς, προβαίνοντας σε πλήρωση του δημιουργηθέντος στις ένδικες συμβάσεις κενού με την εφαρμογή του άρθρου 200 ΑΚ, εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, δέχθηκε εν όλω την αγωγή.

3. Ο αμφισβητούμενος  όρος στις συμβάσεις της Εθνικής Τράπεζας είναι ο όρος σύμφωνα με τον οποίο  «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται  σε ελβετικά Φράγκα και θα εξοφλούνται  υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά  κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά Φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης.».  Βλέπουμε λοιπόν ότι στις συμβάσεις της Εθνικής Τράπεζας  α π ο κ λ ε ί σ τ η κ ε  η  ε υ χ έ ρ ε ι α   πληρωμής σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου.

4. Κατά το άρθρο 291 του  Αστικού Κώδικα (Παροχή σε ξένο νόμισμα) «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Η διάταξη, της οποίας δικαιολογητικός λόγος είναι η προστασία και η αδιατάραχτη εξέλιξη των συναλλαγών στη χώρα, περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ρητώς καθιερώνει  δ ι α ζ ε υ κ τ ι κ ή   ε υ χ έ ρ ε ι α   αυτού που οφείλει αλλοδαπό χρήμα, με προτίμηση υπέρ του χρόνου της πληρωμής, ως κρίσιμου για την ισοτιμία μεταξύ του ξένου in obligatione και εγχώριου in solutione νομίσματος. Το «αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο» αφορά στο ουσιαστικό τμήμα δικαίου, το οποίο είναι ius gogens, και προσδίνει  ε ν δ ο τ ι κ ό  χαρακτήρα στη διάταξη. [Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Αστικού Δικαίου,  άρθρο 291 ΑΚ]. Η διαφορά των ΑΚ 291 και 305  έγκειται εν προκειμένω στο ότι η 291 παρέχει στον οφειλέτη διαζευκτική  ε υ χ έ ρ ε ι α  πληρωμής του οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής), άρα η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά επί  α π λ ή ς  ενοχής ξένου νομίσματος. Αντίθετα, η ΑΚ 291  δ ε ν  εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής (δηλαδή  υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ω ς  πληρωμής είτε σε εγχώριο είτε σε αλλοδαπό νόμισμα), στην περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, επιλέγει την πληρωμή σε εγχώριο νόμισμα, ως η ΑΚ 305 ορίζει.

5. Για τις συμβάσεις τής Εθνικής Τράπεζας, για τον επίδικο συμβατικό όρο  («Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά Φράγκα και θα εξοφλούνται  υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά  κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά Φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης») με την  οποίο α π ο κ λ ε ί σ τ η κ ε   η  πληρωμή σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, ισχύουν τα κάτωθι:

Καθώς με εν λόγω συμβατική ρήτρα   α π ο κ λ ε ί σ τ η κ ε   η πληρωμή σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, η συμβατική αυτή ρήτρα συνιστά  δ ι ά φ ο ρ η  περίπτωση της εθνικής ρύθμισης ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 291 που  ρ η τ ώ ς  καθιερώνει  δ ι α ζ ε υ κ τ ι κ ή  ευχέρεια αυτού που οφείλει αλλοδαπό χρήμα, με προτίμηση υπέρ του χρόνου της πληρωμής, ως κρίσιμου για την ισοτιμία μεταξύ του ξένου και εγχώριου νομίσματος, καθώς, εν προκειμένω, ο όρος αυτός της Εθνικής Τράπεζας  παρουσιάζει ουσιώδη  α π ό κ λ ι σ η  από τον ενδοτικό    κανόνα της ΑΚ 291, διότι ο εν λόγω συμβατικός όρος  τ ρ ο π ο π ο ι ε ί  εμφανώς το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής τής ΑΚ 291, καθώς, προφανές είναι ότι τα μέρη επέλεξαν  α ν τ ί θ ε τ ο υ  περιεχομένου συμφωνία με  α π ο κ λ ε ι σ μ ό  τής ευχέρειας πληρωμής σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου. 

Κατά συνέπεια, ο εν λόγω όρος της σύμβασης  (συμβάσεις Εθνικής Τράπεζας) που συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν αντανακλά τον ενδοτικού δικαίου κανόνα της ΑΚ 291 και, ως εκ τούτου, δ ε ν  εξαιρείται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το ν. 2251/1994, υποκείμενη, πέραν των άλλων, σε έλεγχο με βάση την υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις δανείων σε ξένο νόμισμα που πρέπει να περιλαμβάνει τη  δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το   κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, την αρχή της διαφάνειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.

6. Η 53/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία κρίθηκε η νομιμότητα  των  Συμβάσεων  Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, είπε ότι

«Δηλωτικός όρος της σύμβασης είναι ο όρος που δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ, ακόμη και  στην περίπτωση, κατά την οποία στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται Γ.Ο.Σ., που  υ π ο χ ρ ε ώ ν ε ι  τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα  α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά  σε ευρώ και, ειδικότερα, ορίζει ότι οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο και θα εξοφλούνται κατά ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου από την τράπεζα κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή, δηλαδή του συμβατικού  α π ο κ λ ε ι σ μ ο ύ  της   ε υ χ έ ρ ε ι α ς  του οφειλέτη να καταβάλει τη δόση του δανείου σε ελβετικά φράγκα, η επιβαλλόμενη με το σχετικό όρο υποχρέωση αυτού να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς την τράπεζα από το δάνειο αποκλειστικά σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ως άνω νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής,  α π η χ ε ί  το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, κατά το μέρος που αντιστοιχεί  σ τ η    μ ί α   α π ό   τ ι ς    π ρ ο β λ ε π ό μ ε ν ε ς   α π ό   α υ τ ό   δ υ ν  α τ ό τ η τ ε ς (!), χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, δεδομένου ότι οι όροι των συναλλαγών υπόκεινται σε έλεγχο μόνον όταν και στο μέτρο που αποκλίνουν από το ισχύον δίκαιο. Η επιβαλλόμενη δε ως άνω   υ π ο χ ρ έ ω σ η,  να εκπληρώσει ο οφειλέτης την υποχρέωσή του  α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά  σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, είναι   σ ύ μ φ ω  ν η   κ α ι   ό χ ι   α ν τ ί θ ε τ η   με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ.».

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης, εδώ