«Σύμφωνα
με την υπ' αριθμ. 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18
παρ.5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92
παρ.1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν
και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων
με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που
διέπουν τις συναλλαγές τους».
«Σύμφωνα
με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα
πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν: α) σχετικά με τον κίνδυνο από
ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από
συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β', αριθμ. 2, περίπτωση x, της
παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), και β) για τη δ υ ν α τ ό τ η τ α και το
κ ό σ τ ο ς χρησιμοποίησης τεχνικών
κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας
ή και των επιτοκίων (παρ. Β', αριθμ. 2, περίπτωση xi, της παραπάνω Πράξης του
Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), δηλαδή η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε
σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη
διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα
εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του
άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας».
«Συγκεκριμένα,
με τις ως άνω προδιατυπωμένες ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και
ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση
διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της
συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού
μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση
μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες
σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής
και εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές
συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και,
συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων
τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του
δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία
μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ.
ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75).».
«Αποδείχθηκε
περαιτέρω ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών
διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών
περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν
ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου».
«…
τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην
ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά
συναλλάγματος».
«(…)
η εφεσίβλητη Τράπεζα όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών
αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους
αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της
συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη
παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική»
αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης
προγραμμάτων α ν τ ι σ τ ά θ μ ι σ η
ς του συναλλαγματικού κινδύνου, με
ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κ
ό σ τ ο ς αυτών, τη δυνατότητα χρήσης,
τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι
στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο
δ ό σ η ς όσο και ά λ η κ τ ο υ κ ε φ α λ α ί ο υ, καθώς, όπως σαφώς
κατέθεσε η μάρτυρας της Τράπεζας τέτοια προϊόντα η Τράπεζα δ ε ν
διέθετε. Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσης τους, ήταν και
εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους».
2.
Στις 17/07/2017 ασκήθηκε αναίρεση της Τράπεζας Πειραιώς κατά της 1611/2017 απόφασης του Εφετείου
Αθηνών, με την οποία η Τράπεζα επιδίωξε τη διόρθωση των νομικών «σφαλμάτων»
του α λ ά θ η τ ο υ της
1611/2017 τελεσίδικης απόφασης.
3.
Ο αμφισβητούμενος εν προκειμένω όρος στις συμβάσεις της Πειραιώς είναι ο όρος
σύμφωνα με τον οποίο «Η εξόφληση του
δανείου από τον Οφειλέτη θα γίνει (υ π ο
χ ρ ε ω τ ι κ ά) ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του
συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της
δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει
από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος.».
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.
4/2019 απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο εν λόγω όρος ,
συνιστά δηλωτικό όρο, καθότι αποτυπώνει τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ και επομένως εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας.
4.
Προς αντίκρουση των παραδοχών της υπ’
αριθμ. 4/2019 απόφαση της Πλήρους
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εν σχέσει με τους λόγους αναίρεσης της
αναιρεσείουσας Τράπεζας, με τους οποίους
αποδόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1
ΚΠολΔ της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων με
τις αντίστοιχες αιτιάσεις, οι
αναιρεσίβλητοι, για τον επίδικο συμβατικό όρο
(«Η εξόφληση του δανείου από τον Οφειλέτη θα γίνει υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά ε ί τ
ε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ
ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων,
υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του
οικείου συναλλάγματος) ισχυρίστηκαν ότι:
(I)
Δεν είναι ασυμβίβαστη προς την έννοια το δανείου η συνομολόγηση όρου, κατά τον
οποίο ο δανειολήπτης, αντί του ληφθέντος ξένου νομίσματος, οφείλει να αποδώσει
το δάνεισμα διαζευκτικά είτε σε ξένο είτε σε εγχώριο νόμισμα. Μία τέτοια
διαζευκτική ενοχή (διαζευκτική πληρωμή) παραγωγικό λόγο έχει εν προκειμένω τη
σύμβαση, ρυθμίζεται δε από τα άρθρα 305-315 ΑΚ.
Κατά
το άρθρο 305 του Αστικού Κώδικα
(διαζευκτική ενοχή) «Αν από δύο ή
περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή
διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης.».
Η διαζευκτική ενοχή της ΑΚ 305 είναι η ενοχή που παράγει ενιαία αξίωση και στην
οποία από την αρχή της σύστασής της οφείλονται δύο ή περισσότερες αυτοτελείς
παροχές από τις οποίες τελικά μία μόνο θα καταβληθεί, που θα κ α θ ο ρ ι σ τ ε ί από τον δικαιούμενο να κάνει την ε π ι λ ο γ ή, οπότε και καταλύεται η όλη
ενοχή. Η διάζευξη της ενοχής μπορεί ν' αφορά είτε περισσότερες παροχές, είτε
διάφορα μέρη μιας και της αυτής παροχής, δηλαδή τον τρόπο, τον τόπο ή το χρόνο
της εκπλήρωσης οι περισσότερες παροχές μπορεί να είναι γένους ή είδους ή μια
γένους και η άλλη είδους. Οι διατάξεις των άρθρ 305-315 ΑΚ συνιστούν ε ν δ ο τ ι κ ό δίκαιο και συνεπώς δεν αποκλείεται α ν τ ί θ ε τ ο υ περιεχομένου συμφωνία των μερών.
[Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Αστικού Δικαίου,
άρθρο 305 ΑΚ]
Κατά
το άρθρο 291 του Αστικού Κώδικα (Παροχή
σε ξένο νόμισμα) «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που
πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο,
έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του
ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Η διάταξη, της οποίας
δικαιολογητικός λόγος είναι η προστασία και η αδιατάραχτη εξέλιξη των
συναλλαγών στη χώρα, περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ρητώς
καθιερώνει δ ι α ζ ε υ κ τ ι κ ή ε υ χ έ ρ ε ι α αυτού που οφείλει αλλοδαπό χρήμα, με
προτίμηση υπέρ του χρόνου της πληρωμής, ως κρίσιμου για την ισοτιμία μεταξύ του
ξένου in obligatione και εγχώριου in solutione νομίσματος. Το «αν δεν
συμφωνήθηκε το αντίθετο» αφορά στο ουσιαστικό τμήμα δικαίου, το οποίο είναι ius
gogens, και προσδίνει ε ν δ ο τ ι κ
ό χαρακτήρα στη διάταξη. [Βαθρακοκοίλης,
Ερμηνεία Αστικού Δικαίου, άρθρο 291 ΑΚ]
Η
διαφορά των ΑΚ 291 και 305 έγκειται εν
προκειμένω στο ότι η 291 παρέχει στον οφειλέτη διαζευκτική ε υ χ έ ρ ε ι α πληρωμής του οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε
εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο
της πληρωμής), άρα η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά επί α π λ ή ς
ενοχής ξένου νομίσματος. Αντίθετα, η ΑΚ 291 δ ε ν
εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής
(δηλαδή υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ω
ς πληρωμής ε ί τ
ε σε εγχώριο ε ί τ
ε σε αλλοδαπό νόμισμα), στην
περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, επιλέγει την πληρωμή σε εγχώριο
νόμισμα, ως η ΑΚ 305 ορίζει.
Εσφαλμένη
είναι η κρίση Πλήρους Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου που εξέδωσε την υπ’ αριθμ.
4/2019 ότι ο παραπάνω όρος («Η εξόφληση
του δανείου από τον Οφειλέτη θα γίνει υ
π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων,
υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του
οικείου συναλλάγματος») αντανακλά
συμβατική ρήτρα που απηχεί την εθνική ρύθμιση ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 291
(«Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί
στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να
πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο
χρόνο και τον τόπο της πληρωμής»), καθότι ο ως άνω συμβατικός όρος περί υ π ο χ ρ έ ω σ η ς πληρωμής του δανείσματος ε ί τ ε
σε αλλοδαπό ε ί τ ε σε εγχώριο νόμισμα δ ε ν
μπορεί να θεωρηθεί ως δ η λ ω τ ι
κ ό ς όρος κατά την προπαρατεθείσα
έννοια, δηλαδή ως συμβατική ρήτρα που απηχεί εθνική νομοθετική ρύθμιση
αναγκαστικού ή ε ν δ ο τ ι κ ο ύ δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου
291 ΑΚ.
Και
τούτο, διότι σύμφωνα με τον (νομικώς ορθό) δικανικό συλλογισμό της μειοψηφίας
έντεκα μελών της σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εξέδωσε
την υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφασή της, ο ως
άνω συμβατικός όρος περί πληρωμής του
δανείσματος είτε σε αλλοδαπό είτε σε εγχώριο νόμισμα απηχεί την ενδοτικού
δικαίου διάταξη του άρθρου 305 ΑΚ [Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες
παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το δικαίωμα της
επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης].
Η
291 ΑΚ παρέχει στον οφειλέτη διαζευκτική
ε υ χ έ ρ ε ι α πληρωμής του
οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου
νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής), επομένως, η διάταξη αυτή
εφαρμόζεται αποκλειστικά επί α π λ ή
ς ενοχής ξένου νομίσματος με διαζευκτική
ε υ χ έ ρ ε ι α πληρωμής σε
εγχώριο νόμισμα. Αντίθετα, δεν εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής (δηλαδή υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ω ς πληρωμής είτε σε εγχώριο είτε σε αλλοδαπό
νόμισμα), στην περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, ήδη επέλεξε την
πληρωμή σε εγχώριο νόμισμα.
Από
τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί τραπεζικού δανείου με δάνεισμα σε αλλοδαπό
νόμισμα, αν προβλέπεται στην δανειακή σύμβαση διαζευκτική υ π ο χ ρ έ ω σ η (και ό
χ ι απλή
ε υ χ έ ρ ε ι α) του οφειλέτη δανειολήπτη να εκπληρώσει τις εκ του
δανείου υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο (αλλοδαπό) νόμισμα χορήγησης
είτε σε Ευρώ (με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά το χρόνο
καταβολής) και ο οφειλέτης, έχοντας προς τούτο το δικαίωμα, επιλέγει να πληρώσει σε Ευρώ, στο οποίο και
συγκεντρώθηκε η απλή πλέον ενοχή του, δ
ε ν είναι εφαρμοστέα η ρύθμιση του
άρθρου 291 ΑΚ. [βλ. μειοψηφία έντεκα μελών της σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την υπ’
αριθμ. 4/2019 απόφασή της]
(II)
Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «Οι ρήτρες της σύμβασης που
απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις
α ν α γ κ α σ τ ι κ ο ύ δικαίου
δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
Η
έκφραση "νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου"
που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι
εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί
άλλως.».
Δεδομένου
ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα των γενικών όρων («Η εξόφληση του δανείου από τον
Οφειλέτη θα γίνει υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ
ά ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων,
υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του
οικείου συναλλάγματος) απηχεί την εθνική
διάταξη ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 305, εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής
της ε ξ α ι ρ έ σ ε ω ς που προβλέπει η οδηγία 93/13 (εξαιρείται
δλδ από τον δικαστικό έλεγχο
καταχρηστικότητας). Και τούτο, διότι ο όρος «νομοθετικές ή κανονιστικές
διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», καλύπτει και κανόνες οι οποίοι, κατά το εθνικό
δίκαιο, εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί άλλως,
άρα, από της απόψεως αυτής, η συγκεκριμένη διάταξη ο υ δ ό λ ω ς δ ι α κ ρ ί ν ε ι μεταξύ διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως της επιλογής
των συμβαλλομένων και διατάξεων ενδοτικού δικαίου. [Απόφαση στην υπόθεση
C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA]
Επιπλέον
το γεγονός ότι η συμβατική εν λόγω
ρήτρα απηχούσα εκ πρώτης απόψεως μια από
τις διατάξεις τις οποίες μνημονεύει η επίμαχη οδηγία 93/13 (ενδοτικού, εν
προκειμένω, δικαίου) δεν αποτέλεσε το αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως,
όπως στην ένδικη περίπτωση συνέβη, δ ε
ν ασκεί επιρροή στο ζήτημα της
εξαιρέσεώς της από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. [Απόφαση στην υπόθεση
C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA]
Έτσι
εχόντων των πραγμάτων ο εν λόγω συμβατικός όρος («Η εξόφληση του δανείου από
τον Οφειλέτη θα γίνει υ π ο χ ρ ε ω τ ι
κ ά ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος
Ελβετικών Φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση
την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος)
συνιστά καταρχήν δηλωτικό όρο
που απηχεί την εθνική ρύθμιση ενδοτικού δικαίου τής ΑΚ 305 («Αν από δύο ή
περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία, το δικαίωμα
της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης»), συνεπώς, ως
δηλωτικός όρος της σύμβασης, δοθέντος ότι απηχεί εθνικές ρυθμίσεις -- σύμφωνα
με την Οδηγία εκτός από αναγκαστικού και -- ενδοτικού δικαίου, ο όρος αυτός
(της σύμβασης) εξαιρείται , καταρχήν, του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας,
διότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Η
εν λόγω ωστόσο εξαίρεση τελεί υπό την α
ί ρ ε σ η ότι Ο ΔΗΛΩΤΙΚΌΣ ΌΡΟΣ ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ
ΠΟΥ ΑΠΗΧΕΊ ΕΘΝΙΚΉ ΔΙΆΤΑΞΗ ΕΝΔΟΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΎΜΒΑΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΆΠΤΕΤΑΙ ΜΕΤΑΞΎ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΊΑ (ΤΡΆΠΕΖΑ) ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ
(ΔΑΝΕΙΟΛΉΠΤΗ) ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΆΤΑΙ ΑΠΌ ΠΡΌΣΘΕΤΟΥΣ
ΌΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΠΟΥ
ΤΊΘΕΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ Α Ν Α Γ Κ Α Σ Τ Ι Κ
Ο Ύ ΔΙΚΑΊΟΥ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΎΝ ΕΜΦΑΝΏΣ ΤΟ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ό Μ Ε Ν Ο Ή
ΤΟ Π Ε Δ Ί Ο ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΤΟΥ ΔΗΛΩΤΙΚΟΥ ΕΝ ΛΌΓΩ ΌΡΟΥ ΤΗΣ
ΣΎΜΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΗΧΕΊ ΤΗΝ ΕΠΊΜΑΧΗ ΔΙΆΤΑΞΗ ΕΝΔΟΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ, έτσι που τυχόν μ ε μ ο ν ω μ έ ν ο ς αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος της
συμβατικής ρήτρας από τον εθνικό δικαστή, που κατατείνει στην (εσφαλμένη)
παραδοχή σύμφωνα με την οποία η συμβατική εν λόγω ρήτρα, ιδωμένη α ν ε ξ ά ρ τ η τ α από τις (επίσης αυτεπάγγελτα εξεταζόμενες
από τον εθνικό δικαστή) σχετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, συνιστά δηλωτικό όρο της σύμβασης που
αντανακλά διάταξη του ενδοτικού δικαίου και συνεπώς εξαιρείται από τον
δικαστικό έλεγχο για καταχρηστικότητα,
τ ρ ο π ο π ο ι ε ί εμφανώς
το π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο της συμβατικής ρήτρας ή το π
ε δ ί ο εφαρμογής της δημιουργώντας σοβαρή ανισορροπία μεταξύ
επαγγελματία και καταναλωτή προς όφελος του πρώτου και σε ζημία του δεύτερου.
Τούτων
δοθέντων ο μ ε μ ο ν ω μ έ ν α δηλωτικός όρος ενδοτικού δικαίου («Η εξόφληση
του δανείου από τον Οφειλέτη θα γίνει υ
π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων,
υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του
οικείου συναλλάγματος») που απηχεί
καταρχήν την ενδοτικού δικαίου διάταξη της ΑΚ 305 [«Αν από δύο ή περισσότερες
οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το
δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης»] Δ Ε Ν
εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει η οδηγία 93/13
και Δ Ε Ν εξαιρείται από τον δικαστικό
έλεγχο καταχρηστικότητας καθώς ε λ έ γ
χ ε τ α ι περαιτέρω για
καταχρηστικότητα σε σ υ ν δ υ α σ μ
ό με τις διατάξεις α ν α γ κ α σ τ ι κ ο ύ δικαίου της 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της
ΤτΕ , διότι συνιστά διαζευκτική ενοχή
της ΑΚ 305, ενοχή δηλαδή που παράγει ενιαία αξίωση του επαγγελματία (Τράπεζα)
κατά καταναλωτή (δανειολήπτη) και στην οποία από την αρχή της σύστασής της
οφείλονται δύο αυτοτελείς παροχές, είτε
σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών Φράγκων, είτε σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του
ελβετικού Φράγκου την ημέρα της καταβολής, από τις οποίες (παροχές) τελικά μία
μόνο θα καταβληθεί από τον καταναλωτή στον επαγγελματία, που θα επιλέξει ο
καταναλωτής οφειλέτης, που είναι ο δικαιούμενος να κάνει την επιλογή, οπότε και
καταλύεται η όλη ενοχή, γεγονός που υποχρεώνει
το δικαστήριο να ερευνήσει α υ τ
ε π α γ γ έ λ τ ω ς την εφαρμογή της
2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ, διότι επί μ ε μ ο ν ω μ έ ν η ς εφαρμογής της ΑΚ 305, δίχως δηλαδή να
χωρίσει αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων
της 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της
ΤτΕ, προκύπτουν δύο κατηγορίες
δανειοληπτών: η πρώτη που πληρώνει στον επαγγελματία (Τράπεζα) με αυτούσιο
συνάλλαγμα ελβετικών Φράγκων και δεν υφίσταται ζημία από τη διακύμανση της
ισοτιμίας, και η δεύτερη που πληρώνει σε Ευρώ, με την ισοτιμία της ημερομηνίας
πληρωμής και, ως εκ τούτου, υφίσταται τεράστια ζημία από τη διακύμανση της
ισοτιμίας, ζημία που θα μπορούσε να αντισταθμίσει μόνον η (αναγκαστικού δικαίου) 2501/2002 Πράξη του
Διοικητή της ΤτΕ, συνεπώς ο εθνικός δικαστής
δεν δύναται να παραλείψει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο περί εφαρμογής των
(αναγκαστικού δικαίου) διατάξεων τής 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ,
διότι διαφορετικά τ ρ ο π ο π ο ι ε ί τ
α ι εμφανώς το π ε
ρ ι ε χ ό μ ε ν ο της συμβατικής ρήτρας
αλλά και το π ε δ ί ο εφαρμογής της
δημιουργώντας σοβαρή ανισορροπία μεταξύ επαγγελματία (Τράπεζα) και
καταναλωτή (δανειολήπτη) προς όφελος του πρώτου και σε ζημία του δεύτερου.
Κατά
συνέπεια, όταν ο εν λόγω δηλωτικός της σύμβασης όρος («Η εξόφληση του δανείου
από τον Οφειλέτη θα γίνει υ π ο χ ρ ε ω
τ ι κ ά ε ί τ ε σε
αυτούσιο συνάλλαγμα, ε ί τ ε με το σε Ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων,
υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του
οικείου συναλλάγματος») που, μ ε μ ο ν ω μ έ ν α, αντανακλά την εκδοτικού
δικαίου διάταξη της ΑΚ 305, συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ), δ ε ν
εξαιρείται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το ν. 2251/1994
δοθέντος ότι Η ΣΎΜΒΑΣΗ ΈΧΕΙ ΣΥΝΑΦΘΕΊ ΜΕΤΑΞΎ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΊΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ ΥΠΌ
ΤΟΥΣ ΌΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΠΡΆΞΗΣ
2501/31.10.2002 του Διοικητού της
Τράπεζας της Ελλάδος, υποκείμενη ως εκ τούτου σε έλεγχο με βάση την υπ’ αρίθμ.
2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ελάχιστη
ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις
δανείων σε ξένο νόμισμα που πρέπει να περιλαμβάνει τη δ υ ν α τ ό τ η τ α και το
κ ό σ τ ο ς χρησιμοποίησης
τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής
ισοτιμίας, την αρχή της διαφάνειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α
ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό
με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.
5.
Επί των ανωτέρω αιτιάσεων των
αναιρεσίβλητων αλλά και των παραδοχών από το
αλάθητο της υπ’ αριθμ.
1611/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών,
η 911 απόφαση του Αρείου Πάγου
είπε ότι «Έτσι που έκρινε το Εφετείο
εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2
παρ. 6 του Ν.2251/1994 και 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Και τούτο διότι οι
Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ), όπως οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 4.5 και 8.3
της ένδικης δανειακής σύμβασης, που συνομολογήθηκε σε ελβετικά Φράγκα, με τους
οποίους συμφωνήθηκε η εξόφληση του δανείου είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με
σε Ευρώ ισάξιο του χορηγηθέντος συναλλάγματος υπολογιζόμενο κατά το χρόνο
πληρωμής της δόσης ή του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καταγγελίας της
σύμβασης, συνιστούν δηλωτικούς όρους, καθότι αποτυπώνουν τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ και επομένως εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας.»
Ολόκληρη
η απόφαση εδώ