alampasis@gmail.com

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Δάνεια σε ελβετικό Φράγκο: Ο κίνδυνος για τους δανειολήπτες από τις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν σύμφωνη με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο τη «συμπλήρωση της δανειακής σύμβασης σύμφωνα το άρθρο 200 του Αστικού Κώδικα.»





Η απόφαση 356/2018 του Εφετείου Ναυπλίου για δάνειο σε ελβετικό Φράγκο, που εξαφανίζει την πρωτόβαθμη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που απέρριψε την αγωγή δικηγόρου. Δεκτοί όλοι οι ισχυρισμοί της ενάγουσας δικηγόρου. Επαναφορά της  συναλλακτικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων στην ισοτιμία που ίσχυε και εφαρμόσθηκε  κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης. Η προβληματική διατύπωση του Εφετείου Ναυπλίου σύμφωνα με την οποία «…πρέπει το κενό στις επίδικες δανειακές συμβάσεις να  σ υ μ π λ η ρ ω θ ε ί.» !  Ο  κ ί ν δ υ ν ο ς  για τους δανειολήπτες από τυχόν απόφαση του Αρείου Πάγου που κρίνει σύμφωνη με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο τη «σ υ μ π λ ή ρ ω σ η  της δανειακής σύμβασης σύμφωνα το άρθρο 200 του Αστικού Κώδικα.»

1. Για έκτο συνεχή χρόνο σέρνεται στα ελληνικά δικαστήρια η υπόθεση των δάνειων σε ελβετικό Φράγκο. Μετά από χιλιάδες αγωγές και αρκετές δικαστικές αποφάσεις που κάνουν δεκτές αγωγές (αν και ελάχιστες ποσοστιαία σε σύγκριση με αυτές που απορρίπτονται), τα δικαστήρια διυλίζουν τον κώνωπα, μετατρέποντας σε σίριαλ ένα ζήτημα που λύνεται σε δύο γραμμές: "Βάσει της ΠΔΤΕ 2501/2002 οι τράπεζες είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τη δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το  κ ό σ τ ο ς  αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου. Συνεπώς η (όποια) ζημιά είναι όλη των τραπεζών".

2. Η ελάχιστη ενημέρωση που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi), με θέμα: «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», η ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις δανείων σε ξένο νόμισμα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει: «(χ) …, (xi) Τη δ υ ν α τ ό τα η τ α  και  το κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων».
Η 2501/2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ συνιστά το ισχυρότερο νομικό όπλο των δανειοληπτών  που δανειστήκαν σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου για τον λόγο ότι το δικαίωμα (του δανειολήπτη) για ενημέρωση (από την Τράπεζα) σχετικά με την δ υ ν α τ ό τ  η τ α  και  το κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας πηγάζει απευθείας από τον νόμο, συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός δ ε ν  μπορεί να απορριφτεί από το εθνικό δικαστήριο, και μάλιστα ανεξάρτητα αν ο δανειολήπτης προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό (βλ. υποχρέωση προληπτικού δικαστικού ελέγχου βάσει του ενωσιακού δικαίου και της νομολογίας του ΔΕΚ).

3. Δοθείσης της παραδοχής ότι ο εθνικός δικαστής δ ε ν μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει την υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, που συνιστά τον νομικό πυρήνα των συμβάσεων στεγαστικών δανείων σε συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, ο αμέσως επόμενος κ ί ν δ υ ν ο ς   για τους δανειολήπτες είναι η εσφαλμένη νομική κρίση περί «σ υ μ π λ ή ρ ω σ η ς  της συμβάσεως κατά το άρθρο 200 του Αστικού Κώδικα». Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η δικαστική κρίση θα λειτουργούσε επ’ ωφελεία των τραπεζών και σε βάρος των συμφερόντων των  δανειοληπτών. Την εσφαλμένη νομική κρίση περί «σ υ μ π λ ή ρ ω σ η ς της συμβάσεως» υιοθετεί, δυστυχώς, η απόφαση 356/2018 του Εφετείου Ναυπλίου. Το ίδιο είχε κάνει και η 911/2018 του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής Ενώσεων Καταναλωτών, η οποία έκανε  δεκτή την Έφεση της Eurobank και εξαφάνισε την πρωτόβαθμη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

4 Η υπ’ αριθμ. 356/2018 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, εδέχθη αναφορικά με την ένδικη διαφορά από Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, μεταξύ άλλων, τα εξής:

(i) «Η τράπεζα δεν προέβη σε ενημέρωση της δανειολήπτριας όσον αφορά τους αμυντικούς  μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου  από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική» αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δ υ ν α τ ό τ η τ α  χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κ ό σ τ ο ς  αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κ ε φ α λ α ί ο υ.»

(ii) «Δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο πως η εκκαλούσα και ενάγουσα, η οποία είναι δικηγόρος, διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος και ότι μπορούσε να αντιληφθεί τους κινδύνους, που αναλαμβάνει, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Έτσι επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού και της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης, εφόσον αυτή (η σύμβαση) δεν επιτελεί καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες. Η δανειολήπτρια και ενάγουσα συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς στην επενδυτική αγορά συναλλάγματος.»

(iii) «Η  π λ ή ρ ω σ η  του κενού που δημιουργείται στη σύμβαση από την ακυρότητα ενός ή περισσότερων γενικών όρων της θα γίνει είτε με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον υπάρχει τέτοιος και δύναται να εφαρμοσθεί, είτε, σε διαφορετική περίπτωση, με  σ υ μ π λ η ρ ω τ ι κ ή   ερμηνεία της συμβάσεως κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει δηλαδή της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». [μάλιστα προς επίρρωση του δικανικού παραπάνω ισχυρισμού η σχολιαζόμενη παραπέμπει στην  ΕφΑθ 1471/2013].

(iv) «Ειδικά επί συμβάσεων δανείου σε ελβετικό φράγκο το παραπάνω  κ ε ν ό  που δημιουργείται από άκυρο, ως αδιαφανή, ή και καταχρηστικό, ΓΟΣ, κατά τον οποίον το δάνειο πρέπει να αποπληρωθεί σε ευρώ με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της πληρωμής, δ ε ν μπορεί να καλυφθεί από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, γιατί τούτη δεν εφαρμόζεται σε τέτοιες δανειακές συμβάσεις. […]

Αφού, λοιπόν, στις ως άνω περιπτώσεις δεν υπάρχει κανόνας ενδοτικού δικαίου δυνάμενος να εφαρμοσθεί, η π λ ή ρ ω σ η του κενού που δημιουργείται στη σύμβαση από την ακυρότητα ενός ή περισσότερων γενικών όρων της θα γίνει με σ υ μ π λ η ρ ω τα ι κ ή  ερμηνεία της συμβάσεως κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει δηλαδή της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Η συμπληρωτική ερμηνεία κατ' άρθρο 200 ΑΚ εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει να ερμηνευτεί η σύμβαση όπως απαιτεί η καλή πίστη σε συνδυασμό με τα συναλλακτικά ήθη. Να σημειωθεί ότι η απόφαση του δικαστηρίου που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία συμβάσεως και κ ά λ υ ψ η του κ ε ν ο ύ που δημιούργησε ά κ υ ρ ο ς όρος του δανείου, δεν είναι διαπλαστική (…), αλλά ο δικαστής επιχειρεί μόνον σ υ μ π λ ή ρ ω σ η  του  κ ε ν ο ύ που δημιουργήθηκε από τη διαπίστωση της ακυρότητας του οικείου όρου, ώστε η σύμβαση να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.».

5. To άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα, σε περίπτωση που διαπιστώσει την ύπαρξη ά κ υ ρ η ς  ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, όπως στην υπό κρίση περίπτωση είναι η ανάληψη από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε τοκοχρεωλυτικό σε Ελβετικά Φράγκα δάνειο για το οποίο  δ ε ν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη  δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το  κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002),  να  α ν α θ ε ω ρ ή σ ε ι  με την απόφασή του το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας α ν τ ί  να την αφήσει απλώς α ν ε φ ά ρ μ ο σ τ η   ως προς τον οικείο καταναλωτή. Ο δικαστής οσάκις κηρύσσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανομένης σε σύμβαση συναφθείσας μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, δ ε ν μπορεί να σ υ μ π λ η ρ ώ σ ε ι  την εν λόγω σύμβαση α ν α θ ε ω ρ ώ ν τ α ς  το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής, διότι αυτό α ν τ ι β α ί ν ε ι  στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013.  [βλ., συναφώς, απόφαση του της 14ης Ιουνίου 2012 στην υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino]

Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει και η γενική εισαγγελέας με τις προτάσεις της, αν τα ελληνικά δικαστήρια είχαν την εξουσία να  α ν α θ ε ω ρ ή σ ο υ ν  το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται σε Συμβάσεις Στεγαστικών Δανείων σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για τα οποία  δ ε ν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τη δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13.  Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέβαλε στην  ε κ μ η δ έ ν ι σ η  του α π ο τ ρ ε π τ ι κ ο ύ  αποτελέσματος που ασκεί στις ελληνικές τράπεζες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές (βλ., συναφώς, απόφαση Pohotovost, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), στο μέτρο που οι Τράπεζες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον π ε ι ρ α σ μ ό  να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμα και αν αυτές κηρύσσονταν  ά κ υ ρ ε ς, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να  σ υ μ π λ η ρ ω θ ε ί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλιστεί το συμφέρον των Τραπεζών.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στην υπό κρίση περίπτωση είναι ότι οσάκις κηρυχθεί η ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας που μετακυλύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, δ ε ν μπορεί ο εθνικός δικαστής να  συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής, διότι αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

Την απόφαση δημοσιεύω εδώ