alampasis@gmail.com

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Υπαγωγή των βιοτικών σχέσεων της διαφοράς από Συμβάσεις Στεγαστικών Δανείων σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, στους εφαρμοστέους κανόνες του ενωσιακού δικαίου και ιδίως στις διατάξεις της Οδηγίας 1993/13/ΕΟΚ όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου



Από την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστική ρήτρα περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ο όρος «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» κατά τη διάταξη αυτή καλύπτει συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία ετέθη σε σύμβαση δανείου συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ της αντιδίκου Τράπεζας ως επαγγελματία και ημών ως καταναλωτών, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, και κατά την οποία το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο συνομολογήθηκε, δεδομένου ότι η εν λόγω ρήτρα καθορίζει κύρια παροχή χαρακτηρίζουσα τη συγκεκριμένη σύμβαση [υπόθεση C 186/16, Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA].

Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι είναι σύμφωνες με αυτήν οι δικονομικές ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, οι οποίες  παρέχουν την εξουσία στο εθνικό δικαστή που επιλαμβάνεται  αγωγής  να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας όταν διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος δεν έχει ασκήσει ανακοπή (βλ., συναφώς, απόφαση του της 14ης Ιουνίου 2012 στην υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, ως προς τους  καταχρηστικούς όρους μιας σύμβασης δανείου στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και τις αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου).

Συνεπώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής ο οποίος διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002),  οφείλει, αφενός χωρίς να αναμείνει την υποβολή σχετικού αιτήματος του καταναλωτή, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν, κατά το εθνικό δίκαιο, από τη διαπίστωση αυτή, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής αυτός δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή, και, αφετέρου, να εκτιμήσει, κατ’ αρχήν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αν η οικεία σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς την εν λόγω ρήτρα. Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει, κατά το δυνατόν, να εφαρμόσει τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες του κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή  (βλ., συναφώς, απόφαση του της 30ής Μαΐου 2013 στην υπόθεση C 397/11, Erika Jőrös κατά Aegon Magyarország Hitel Zrt.).

Συναφώς, στο δικαστή που δικάζει την αγωγή απόκειται να εξακριβώσει ποιοι είναι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή στην ενώπιόν του εκκρεμούσα διαφορά  και να πράξει ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και, ιδίως, την ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το ελληνικό δίκαιο μεθόδους ερμηνείας, να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση του της 14ης Ιουνίου 2012 στην υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, ως προς τους  καταχρηστικούς όρους μιας σύμβασης δανείου στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και τις αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου, καθώς και απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, C 282/10, Dominguez,, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Περαιτέρω, το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα, σε περίπτωση που διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, όπως στην υπό κρίση περίπτωση είναι η ανάληψη από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε τοκοχρεωλυτικό σε Ελβετικά Φράγκα δάνειο για το οποίο δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), να αναθεωρήσει με την απόφασή του το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας αντί να την αφήσει απλώς ανεφάρμοστη  ως προς τον οικείο καταναλωτή. Ο δικαστής οσάκις κηρύσσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανομένης σε σύμβαση συναφθείσας μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, δεν μπορεί να συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής, διότι αυτό αντιβαίνει στο άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/2013. Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στην υπό κρίση περίπτωση είναι ότι οσάκις κηρυχθεί η ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας που μετακυλύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, δεν μπορεί ο εθνικός δικαστής να  συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής, διότι αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (βλ., συναφώς, απόφαση του της 14ης Ιουνίου 2012 στην υπόθεση C-618/10, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, ως προς τους  καταχρηστικούς όρους μιας σύμβασης δανείου στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και τις αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου).

Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει την επίπτωση της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002 επί του κύρους της οικείας συμβάσεως και να καθορίσει αν η εν λόγω σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-76/10, Pohotovost’, Συλλογή 2010, σ. I 11557, σκέψη 61). Συναφώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι «η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες» (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, C-453/10, Pereničová και Perenič, σκέψη 29). Συνεπώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής ο οποίος διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, οφείλει, αφενός, χωρίς να αναμείνει την υποβολή σχετικού αιτήματος του καταναλωτή, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν, κατά το εθνικό δίκαιο, από τη διαπίστωση αυτή, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής αυτός δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή, και, αφετέρου, να εκτιμήσει, κατ’ αρχήν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αν η οικεία σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς την εν λόγω ρήτρα, (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-76/10, Pohotovost’, Συλλογή 2010, σ. I 11557, σκέψη 61, και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, C-453/10, Pereničová και Perenič, σκέψη 29). Σημειωτέων ότι, οι Συμβάσεις Στεγαστικών Δανείων σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου μπορεί να εξακολουθήσουν να υφίσταται χωρίς την ρήτρα ανάληψης ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου από τους δανειολήπτες όταν  ΔΕΝ τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002. Απότοκος της δυνατότητας να εξακολουθήσει η υπό κρίση Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου να υφίσταται χωρίς την ρήτρα ανάληψης ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου από τον δανειολήπτη όταν  ΔΕΝ τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, είναι την (όποια) ζημιά από τον  συναλλαγματικό κίνδυνο να επωμιστεί η αντίδικος τράπεζα, ζημία που, όμως, εν προκειμένω δεν υφίσταται καθότι αποδεικνύεται ότι η αντίδικος έχει εφαρμόσει αντιστάθμιση εύλογης αξίας για τον κίνδυνο από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας EURO/CHF και μάλιστα η αντιστάθμιση αποδεικνύεται, ως υποχρεωτική όπως αυτό ορίζεται από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) υπ’ αριθμ. 39, «άκρως αποτελεσματική ως προς το συμψηφισμό των κινδύνων».

Εκ των προαναφερθέντων προκύπτει στην ένδικη περίπτωση ότι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιτάσσει την κατάργηση από τον εθνικό δικαστή της καταχρηστικής επίμαχης ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, ενώ περαιτέρω αποκλείει την εφαρμογή, βάσει των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου όπως αυτής της ΑΚ 291. Στην  περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν επιτρέπεται η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου, συγκεκριμένα της ΑΚ 291, αντί της καταχρηστικής επίμαχης ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, πρόσθετα δε επειδή στην εν λόγω περίπτωση ο δικαστής δεν οφείλει να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, καθόσον οι Συμβάσεις Στεγαστικών Δανείων σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου μπορεί να εξακολουθήσουν να υφίσταται χωρίς την ρήτρα ανάληψης ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου από τους δανειολήπτες όταν δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, άρα δε συνεπάγονται πρακτικώς ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως να μην διακυβεύεται. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στην υπό κρίση περίπτωση πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της παρούσας δίκης, κατά την οποία σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ της αντιδίκου επαγγελματία και ημών ως καταναλωτών μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας διά της εφαρμογής αντ’ αυτής εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου όπως αυτής της ΑΚ 291. Συνεπώς για την σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ της αντιδίκου επαγγελματία και ημών ως καταναλωτών, εφαρμογής τυγχάνει το  άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σύμφωνα με το οποίο  ο εθνικός δικαστής δεν δύναται να θεραπεύσει την ακυρότητα, έναντι του καταναλωτή, της καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, και συνεπώς  εμποδίζεται να εφαρμόσει αυτός εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου όπως αυτής της ΑΚ 291, καθότι δεν απαιτείται ώστε να αντικαταστήσει την άκυρη συμβατική ρήτρα, διότι, δυνάμει των κανόνων του εθνικού δικαίου, η σύμβαση δύναται να εξακολουθήσει να υφίσταται νομικώς μετά την απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας χωρίς να απαιτείται αντικατάστασή της με εφαρμογή εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου όπως αυτής της ΑΚ 291. Σε διαφορετική περίπτωση, αν το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο της καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, που περιλαμβάνεται στην υπό κρίση σύμβαση, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε με βεβαιότητα δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου να αναθεωρεί το περιεχόμενο της καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή του συνόλου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση της παρ. 2 στοιχ. ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002, θα συνέβαλε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες, όπως η αντίδικος Τράπεζα, η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές, στο μέτρο που η Τράπεζα θα εξακολουθούσε να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιεί τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμα και αν αυτή κηρύσσονταν άκυρη, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλιστεί το συμφέρον των Τραπεζών. [βλ. απόφαση Banco Español de Crédito, EU:C:2012:349, σκέψεις 69, 73, 68, 69, 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Nils  Wahl της 12ης Φεβρουαρίου 2014, υπόθεση C 26/13 Árpád Kásler, Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt ].

Περαιτέρω, ο όρος «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» στην υπό κρίση σύμβαση είναι κατ’ αρχήν οι διατάξεις που δεσμεύουν τα μέρη, συγκεκριμένα οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002),  επομένως οι κανόνες από τους οποίους δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση με συμφωνία των διαδίκων. [βλ. Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ, σημείο 36 των προτάσεών της, στην υπόθεση C 92/11 της 9ης Φεβρουαρίου 2011, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale  Nordrhein-Westfalen eV]

Όμως, υπό το πρίσμα των σκοπών του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, οι ρήτρες στους γενικούς όρους συναλλαγών πρέπει να ελέγχονται στο μέτρο που δεν στηρίζονται στο ισχύον δίκαιο. Εάν όμως ένας επαγγελματίας χρησιμοποιεί, όπως στην υπό κρίση περίπτωση η αντίδικος Τράπεζα, στο πλαίσιο των γενικών όρων συναλλαγών, ρήτρα περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), η οποία συνεπάγεται έννομες συνέπειες, οι οποίες δεν ισχύουν, κατά το θετικό δίκαιο (de lege lata) που αντανακλούν νομοθετικές / ρυθμιστικές διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου) δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού όπως οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρίως δε της ενημέρωσης που αυτή προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi), για τη σύμβαση που θα συναφθεί, οι ρήτρες αυτές παρεκκλίνουν από το ισχύον δίκαιο [βλ. Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ, σημείο 50 των προτάσεών της, στην υπόθεση C 92/11 της 9ης Φεβρουαρίου 2011, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale  Nordrhein-Westfalen eV].

Στην προκείμενη δηλαδή περίπτωση, η ρήτρα περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), δεν εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος δικαίου χωρίς να υπάρχουν προσαρμογές εκ μέρους της αντιδίκου Τράπεζας που χρησιμοποιεί τη ρήτρα, ώστε να θεωρηθεί ότι η επίδικη ρήτρα δεν δημιουργεί πρόβλημα [βλ. Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ, σημείο 50 των προτάσεών της, στην υπόθεση C 92/11 της 9ης Φεβρουαρίου 2011, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale  Nordrhein-Westfalen eV].

Κατά συνέπεια, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει στην υπό κρίση σύμβαση την έννοια ότι ως «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» κατά το άρθρο αυτό πρέπει να θεωρηθούν μόνον εκείνες που επιτάσσουν την  ελάχιστη ενημέρωση από την Τράπεζα σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), οι οποίες βάσει του νόμου συνδέονται με τον κύκλο προσώπων των συμβαλλομένων μερών (αφενός καταναλωτών, αφετέρου δε Τραπεζών με την ιδιότητα του επαγγελματία κατά το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο) και τον τύπο της συμβάσεως που προτίθενται να συνάψουν (Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου), οπότε δεν έχει σημασία αν οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου ή αν τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από αυτές [βλ. Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ, σημείο 58 των προτάσεών της, στην υπόθεση C 92/11 της 9ης Φεβρουαρίου 2011, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale  Nordrhein-Westfalen eV], ενώ η διάταξη του άρθρο 291 ΑΚ που ορίζει σχετικά με την «Παροχή σε ξένο νόμισμα», «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», βάσει του νόμου συνδέεται μ ό ν ο ν με τον κύκλο προσώπων των συμβαλλομένων μερών και τον τύπο της συμβάσεως που προτίθενται να συνάψουν φυσικά πρόσωπα για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, πρόσωπα τα οποία  δ ε ν  δεσμεύονται από τις «νομοθετικές / κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου»  και ειδικότερα  του θετικού δικαίου (de lege lata) που αντανακλούν νομοθετικές / ρυθμιστικές διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου) δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού όπως οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρίως δε της ενημέρωσης που αυτή προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi).

Συνεπώς  η ρήτρα περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο από το εθνικό δικαστήριο μόνο στο μέτρο που αποκλίνει  από το ισχύον δίκαιο θετικό δίκαιο (de lege lata) και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού όπως οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος [βλ. σκ. 37 Γενικής Εισαγγελέως  του ΔΕΕ της 21/3/2013, RWE Vertrieb, υπόθεση C-92/ 11].

Τυχόν  νομική εκτίμηση περί δήθεν παραπομπής της ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή ολόκληρου του συναλλαγματικού κινδύνου σε Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου όπως αυτή της ΑΚ 291 (αδιάφορο είναι νομικά αν αυτή στηρίζεται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων «αναγκαστικού» και «ενδοτικού» δικαίου) , θα είχε ως συνέπεια ότι οι Τράπεζες που χρησιμοποιούν την παραπάνω καταχρηστική ρήτρα θα μπορούσαν να παραπέμπουν (όπως και κάνουν) στην διάταξη αναγκαστικού δικαίου της ΑΚ 291 ή να αποδίδουν τη διατύπωσή της για να εξαιρούν τη ρήτρα συνολικά από τον δικαστικό έλεγχο, όπως και κάνουν [βλ. Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ, σημείο 51 των προτάσεών της, στην υπόθεση C 92/11 της 9ης Φεβρουαρίου 2011, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale  Nordrhein-Westfalen eV].

Συναφώς, η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που η οδηγία ορίζει, καλύπτει στην ένδικη περίπτωση τους κανονισμούς που με βάση το νόμο εφαρμόζονται μεταξύ ημών των αντιδίκων - συμβαλλόμενων μερών απουσία άλλης μεταξύ μας ρύθμισης σε σχέση με τη δυνατότητα  και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ήτοι τους κανονισμούς περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, ιδιαίτερα δε της ενημέρωσης που προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi), ενώ αδιάφορο νομικά είναι αν οι παραπάνω διατάξεις (περί ελάχιστης ενημέρωσης που προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις x και xi) στηρίζονται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων «αναγκαστικού» και «ενδοτικού» δικαίου, δοθέντος ότι υποδηλώνουν την έννοια «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» ως εκείνοι «οι κανόνες που  ισχύουν, σύμφωνα με τον νόμο, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, εφόσον δεν συνομολογήθηκε κάτι διαφορετικό», καθότι από την ιδία την επίδικη σύμβαση προκύπτει αδιαστίκτως απουσία άλλης μεταξύ ημών των αντιδίκων ρύθμισης αναφορικά την ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα, που πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει: «(χ) Ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, (xi) Τη δυνατότητα και το κόστος  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας». Συναφώς, κατά την έννοια της οδηγίας, οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρίως δε της ενημέρωσης που προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi), που αντανακλούν νομοθετικές / ρυθμιστικές διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου) δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού, δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες και μπορούν λοιπόν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ αυτονόητο είναι ότι το ελληνικό κράτος έχει μεριμνήσει για τη μη συμπερίληψη καταχρηστικών ρητρών στην υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος (14η αιτιολογική σκέψη). Τέλος, αναγκαστικές είναι όλες οι διατάξεις της υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξης του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος που ισχύουν δεσμευτικά, επειδή ελλείπει σχετική συμβατική πρόβλεψη.
Από την προεκτεθείσα νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι, για την ρήτρα σύμφωνα με την οποία «ο καταναλωτής υποχρεούται να αποπληρώσει το ισόποσο σε Ευρώ των οφειλόμενων ελβετικών Φράγκων με την τρέχουσα ισοτιμία», το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται  στην παραπάνω ρήτρα που διαλαμβάνεται στις υπό κρίση συμβάσεις, συναπτόμενες μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, δοθέντος ότι η επίμαχη ρήτρα δεν   απηχεί και δεν ταυτίζεται με την διάταξη του άρθρου 291 του Α.Κ ώστε να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας και συνεπώς από τον έλεγχο καταχρηστικότητας, αφού η επίμαχη ρήτρα (που ρυθμίζει την ισοτιμία πληρωμής του δανείου) συνέχεται αμέσως με την ΠΔΤΕ 2501/2002, ήτοι την υποχρέωση της τράπεζας να ενημερώσει τους δανειολήπτες σχετικά με την δυνατότητα και το κόστος  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Σε κάθε δε περίπτωση, ο νομοθέτης προορίζει την ΑΚ 291 για άλλο συμβατικό τύπο, ή αν υποτεθεί ότι ο επίμαχος όρος σύμφωνα με τον οποίο «Ο καταναλωτής υποχρεούται να αποπληρώσει το ισόποσο σε Ευρώ των οφειλόμενων ελβετικών Φράγκων με την τρέχουσα ισοτιμία», παραπέμπει στην εθνική διάταξη της ΑΚ 291 για το ίδιο ζήτημα που αυτή ρυθμίζει, όμως λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποχρέωσης της τράπεζας από την  περίπτωση  xii της 2501/2002 ΠΔΤΕ αποκλίνει ουσιωδώς από το ρυθμιστικό πρότυπο της ΑΚ 291 του εθνικού  νομοθέτη, οπότε στην περίπτωση αυτή ο επίμαχος όρος δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας κι από τον έλεγχο καταχρηστικότητας· αυτή είναι η έννοια της υποδεικνυόμενης από το ΔΕΕ στενής ερμηνείας της οδηγίας [βλ. ΔΕΚ απόφαση της 21/03/2013, RWE Vertieb, Υπόθεση C– 92 /11].

Συναφώς, δεν εξαιρείται από την εφαρμογή της Οδηγίας και δεν αποκλείεται η δυνατότητα ελέγχου του συμβατικού υπό κρίση  όρου, ως καταχρηστικού, με τον οποίο  συνομολογήθηκε στην πληττόμενη  σύμβαση, βάσει συμβατικής ρήτρας σύμφωνα με την οποία «ο καταναλωτής υποχρεούται να αποπληρώσει το ισόποσο σε Ευρώ των οφειλόμενων ελβετικών Φράγκων με την τρέχουσα ισοτιμία», η εφαρμογή της οποίας παραπέμπει στον  κανόνα της ΑΚ 291 , o οποίος δεν τυγχάνει εκ του νόμου εφαρμογής στον τύπο της σύμβασης που τα μέρη συνήψαν (Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου που συνάφθηκαν μεταξύ   καταναλωτών και Τραπεζών, με την Τράπεζα να έχει την ιδιότητα του επαγγελματία κατά το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο), αλλά αφορά άλλον τύπο σύμβασης , συγκεκριμένα τον τύπο της συμβάσεως που προτίθενται να συνάψουν φυσικά πρόσωπα για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, πρόσωπα τα οποία  δ ε ν  δεσμεύονται από τις «νομοθετικές / κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου»  και ειδικότερα  του θετικού δικαίου (de lege lata) που αντανακλούν νομοθετικές / ρυθμιστικές διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου) δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού όπως οι διατάξεις περί ελάχιστης ενημέρωσης που επιτάσσει η υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 (ΦΕΚ Α' 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρίως δε της ενημέρωσης που αυτή προβλέπεται στο  κεφάλαιο Β’, παράγραφος 2, περιπτώσεις (x) και (xi). [απόφαση ΔΕΕ της 21/3/2013, C-92/11, σύμφωνα με την οποία: «το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/EOK έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις ρήτρες γενικών όρων συναλλαγών που διαλαμβάνονται σε συμβάσεις, συναπτόμενες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, οι οποίες επαναλαμβάνουν κανόνα του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται σε άλλη κατηγορία συμβάσεων και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οικείας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως]

Τέλος, σχετικά με την δίκη στο δευτεροβάθμιο και στο ακυρωτικό Δικαστήριο η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι, εφόσον εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται κατ’ έφεση διαφοράς αφορώσας το καταχρηστικό ρήτρας που περιέχονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, όπως εν προκειμένω τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας περί ανάληψης από τον καταναλωτή συναλλαγματικού κινδύνου σε Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου για την οποία δεν τηρήθηκε η  ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χ' ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002) και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. 2 στοιχ. χϊ ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002), βάσει εντύπου καταρτισθέντος εκ των προτέρων από την εν λόγω τράπεζα, έχει (το εθνικό δευτεροβάθμιο ή ακυρωτικό δικαστήριο) την εξουσία, σύμφωνα με τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες, να εξετάζει κάθε λόγο ακυρότητας ο οποίος απορρέει σαφώς από τα υποβληθέντα πρωτοδίκως στοιχεία και, ενδεχομένως, να χαρακτηρίζει εκ νέου, με γνώμονα τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τη νομική βάση της οποίας γίνεται επίκληση προκειμένου να αποδειχθεί η ακυρότητα των ρητρών αυτών, πρέπει να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή χαρακτηρίζοντας εκ νέου τη νομική βάση της αγωγής, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας υπό το πρίσμα των κριτηρίων της οδηγίας 93/13 [βλ., συναφώς, απόφαση του της 30ής Μαΐου 2013 στην υπόθεση C 397/11, Erika Jőrös κατά Aegon Magyarország Hitel Zrt].