alampasis@gmail.com

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Η δίκη τής δικαστικής διανομής


Κατά την ΚΠολΔ 491 8 1 στη δίκη διανομής, με επιμέλεια του επισπεύδοντος τη συζήτηση, προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, τρίτοι που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, ως και εκείνοι που έχουν επιβάλλει κατάσχεση (συντηρητική ή αναγκαστική) στη μερίδα κάποιου κοινωνού. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης διανομής, έχει ως δικαιολογητικό λόγο τον επηρεασμό και κατά κάποιο τρόπο τη διάπλαση των άνω δικαιωμάτων, από τη διανομή, κατά τις ΚΠολΔ 492 επ. Η προσεπίκληση δεν εκτείνεται και σε όσους έχουν δικαίωμα άλλης προσωπικής δουλείας (π.χ. οίκησης). 

Στοιχεία της αγωγής διανομής, για το ορισμένο αυτής, είναι α) η συγκυριότητα του ενάγοντος στο υπό διανομή πράγμα, β) η ύπαρξη κοινωνίας μεταξύ των διαδίκων και κατά συνέπεια και η συγκυριότητα των εναγομένων και γ) η άρνηση των εναγομένων για εξώδικη διανομή (Βλ ΑΠ 579/96 Δνη 39/549, ΕΑ 1217/2000 Δνη 41/808, ΕΑ 316/93 Δνη 37/389, ΕΑ 10085/95 Δνη 38/150, ΕΑ 6635/95 NoB 44/451, Αρμ 50/181). Εξάλλου, δεν απαιτείται η, από τον ενάγοντα, επίκληση ορισμένης αναλογίας αλλ’ αρκεί η αναφορά ότι το διανεμητέο ανήκει κατ' ιδανικά μέρη σ' αυτόν και στους εναγομένους, καθόσον υπάρχει τεκμήριο ότι τα μέρη είναι ίσα. Συναφώς, δεν απαιτείται η στην αγωγή, έκθεση του τρόπου κτήσης της συγκυριότητας του εναγομένου, γιατί η αγωγή διανομής ενέχει ομολογία του ενάγοντος ως προς την ιδιότητα του εναγομένου ως συγκυρίου. Αν όμως ο εναγόμενος αμφισβητήσει την παθητική νομιμοποίησή του, με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι συγκύριος επί του διανεμητέου, τότε βαρύνεται ο ενάγων για τον καθορισμό του τρόπου κτήσης αυτής με τις προτάσεις του της αρχικής συζήτησης, αλλιώς η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ο ενάγων εφόσον στηρίζει τη συγκυριότητα του σε παράγωγο τρόπο κτήσεως, οφείλει, για να είναι ορισμένη η αγωγή του, να επικαλεσθεί, όπως και στη διεκδικητική αγωγή ακινήτου, τα στοιχεία του τρόπου της παράγωγης κτήσης της συγκυριότητας αυτού, δηλαδή τη συμβατική μεταβίβασή της με συμβολαιογραφικό έγγραφο και τη μεταγραφή αυτού (άρθρ 1033 ΑΚ) ή, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, την αποδοχή της κληρονομίας και τη μεταγραφή της δήλωση αποδοχής (συνδ. άρθρ 1193, 1198 και 1846 ΑΚ). Ο ενάγων, εφόσον ο εναγόμενος αμφισβητήσει τη συγκυριότητα του δικαιοπαρόχου τού ενάγοντος, έχει τη δυνατότητα, με τις πρωτόδικες προτάσεις της πρώτης συζήτηση, να προβεί στη συμπλήρωση της αγωγής, που θα συντελεσθεί με τον προσδιορισμό και του τρόπου κτήσης της κυριότητας ή συγκυριότητας εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του και, αν παρίσταται ανάγκη, και των απωτέρων δικαιοπαρόχων του, ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο. Στην αγωγή διανομής κληρονομιαίου ακινήτου ειδικότερα, πρέπει να αναφέρεται ότι ο κληρονομούμενος ήταν κύριος κληρονομιαίων, χωρίς να αρκεί απλώς μνεία, όπως στην αγωγή περί κλήρου, ότι είχε τη νομή ή την κατοχή. Επίσης, ενόψει του ότι κάθε διανομή περιέχει διάθεση, και συνεπώς προϋποθέτει κυριότητα στα διανεμητέα αντικείμενα, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής αυτής είναι η μνεία της κυριότητας του ενάγοντος, δηλαδή της αποδοχής της κληρονομίας από αυτόν και της μεταγραφής της, χωρίς να αρκεί η επίκληση του κληρονομικού του δικαιώματος (Βλ Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρ Δ 461 επ, ΑΠ 1148/80 NoB 29/627, ΑΠ 801/77 NoB 26/508, ΕΘ 207/90 Αρμ 44/330 κ.ά. και περ.). Ως στοιχείο της αγωγής αρκεί και η άρνηση συναίνεσης του ενάγοντα για εξώδικη διανομή ΕΑ 895/79 NoB 27/604.  Μόνο η ύπαρξη κοινού δικαιώματος όχι και ο τρόπος παραγωγής του (ΑΠ 1061/74 NoB 23/630, ΑΠ 639/65 NOB_14/490, ΑΠ 21/63 NoB 11/636, ΕΘ 11034/81 Αρμ 36/25). Δεν είναι στοιχείο η μη συναίνεση των εναγομένων (ΕΑ 893/77 Αρμ 32/496). Πρέπει ν' αναφέρει τα γεγονότα που θεμελιώνουν ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων (ΑΠ 621/80 NoB 28/1980, ΕΛ 192/71 Αρμ 26/239). Αν δε γίνει επίκληση ορισμένης αναλογίας υπάρχει τεκμήριο ότι τα μέρη είναι ίσα (785 ΑΚ) (ΑΠ 621/80 NoB 28/1980, ΑΠ 1061/74 NoB 23/630, ΕΘ 1034/81 Αρμ 36/25).  Δεν είναι αόριστη αν δεν αναφέρει τα ποσοστά του καθενός από τους ενάγοντας (ΕΘ 1034/81 Αρμ 36/25). Απαιτείται όμως η αναγραφή της συγκεκριμένης μεταβιβαστικής πράξης κυριότητας (ΕΑ 1058/81 ΑρχΝ 33/180). Βάση της αγωγής περί διανομής κοινού πράγματος είναι, κατά την έννοια των άρθρων 1113 και 700 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 478 επ ΚΠολΔ, η συγκυριότητα των διαδίκων επί του διανεμητέου πράγματος. 

Ως προς την αρμοδιότητα, αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο, δοθέντος ότι  στη δίκη διανομής αντικείμενο της δίκης είναι το αδιαίρετο δικαίωμα προς διανομή και όχι το διαιρετό δικαίωμα της κυριότητας, συνεπώς προσδιοριστικό στοιχείο της καθ' ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου είναι η αξία του όλου υπό διανομή αντικειμένου, ακόμη και αν είναι κληρονομιαίο, και όχι του μεριδίου του ενάγοντος (. Βλ Βαθρακοκοίλη, ό.π. άρθρ 478 αρ 15, Μπέη, 1780, Μητσόπουλο, 267). Έτσι μπορεί να είναι αρμόδιο το πολυμελές ή μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο.  

Αναφορικά με το δικαστικό ένσημο, κατά το άρθρ 2 παρ 3 του ν ΓΠΟΗ/1912, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρ 7 του νδ 1544/1942 και το άρθρο 11 του νδ 4189/1961 προς υπολογισμό του τέλους δικαστικού ενσήμου (αν η αξία είναι άνω των 15.000 δρχ.) η αξία του ακινήτου λογίζεται στο εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα (άρθρ 2 § 3 ν ΓΠΟΗ/1912, ΠΠΠρεβ 16/78 NoB 27/254, ΜΠΘ 1726/75 ΕΕΝ 43/212), ενώ κατ’ άρθρο 54Α § 5 Ν. 4174/2013, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 § 5 Ν. 4474/2017,  η αξία του αντικείμενου  στη δίκη τής διανομής για την οποία (αξία) ο ενάγων υποχρεούται σε καταβολή τέλους  δικαστικού ενσήμου που αποδεικνύεται  με την προσκόμιση (α) πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. του ακινήτου και (β)  ηλεκτρονικού παράβολου της Γ.Γ.Π.Σ., σε συνδυασμό με το σχετικό παραστατικό πληρωμής του ηλεκτρονικού παράβολου της Τράπεζας, υπολογίζεται εκ μέρους του ενάγοντος με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου (ΕφΠειρ 658/2020, ΕφΘεσ 12/2013, ΕφΠατρ 279/2008, ΕφΠατρ 1142/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αναφέρεται στα υπό διανομή ακίνητα και συνεπώς αν πρόκειται για κινητά, ο υπολογισμός θα γίνει βάσει της πραγματικής αξίας αυτών. Αν το ακίνητο είναι απρόσοδο και πάλι υφίσταται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, πλην όμως ο υπολογισμός στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο έμμεσος που ορίζει ο νόμος με βάση την πρόσοδο είναι αδύνατος, θα γίνει με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου. 

Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την αγωγή διανομής είναι, αν πρόκειται για ακίνητο το, της τοποθεσίας του ακινήτου (29), για κινητό το της κατοικίας του εναγομένου (22) ή ενός από τους περισσότερους εναγομένους (37 παρ 1), για κληρονομία το της κληρονομίας, δηλαδή το της τελευταίας κατοικίας του κληρονομουμένου (30 παρ. 1) και αν δεν αποδεικνύεται αυτή, το της τελευταίας διαμονής του, και αν δεν αποδεικνύεται και αυτή, το της πρωτεύουσας και για εταιρική περιουσία στη δωσιδικία των εταιρικών διαφορών (27 παρ 2). Αν το ακίνητο βρίσκεται στις περιφέρειες περισσότερων δικαστηρίων αρμόδια είναι όλα τα δικαστήρια και μπορεί να εισαχθεί σ' ένα απ' αυτά (28 παρ 2). Αν πρόκειται για περισσότερα ακίνητα τα οποία βρίσκονται στις περιφέρειες περισσότερων δικαστηρίων, δεν υπάρχει η δωσιδικία της πραγματικής ταυτότητας του δικαίου (37 παρ 2), αλλά θα πρέπει ν' ασκηθούν χωριστές αγωγές σε κάθε δικαστήριο για τα ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρειά του, χωρίς ν' αποκλείεται η άσκηση της αγωγής σ' ένα απ' αυτά βάσει της δωσιδικίας της συνάφειας (31)58. Για την υπαγωγή της αγωγής διανομής στη δωσιδικία της κληρονομίας απαιτείται η σ’ αυτή αναφορά ολόκληρης της κληρονομιάς και όχι ορισμένου κοινού ακινήτου και αν ακόμη αποκτήθηκε με κληρονομικό τίτλο. 

Αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα στη δίκη διανομής, βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία, όπως κάθε δαπάνη για το κοινό πράγμα (άρθρο 794 ΑΚ), με την έννοια του καταλογισμού τους σε βάρος όλων των διαδίκων ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας καθενός επί του διανεμητέου κοινού πράγματος (ΕφΘεσ 480/2021, ΕφΔυτΜακ 11/2020, ΕφΑιγ 15/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση, στην αγωγή διανομής ενάγων μπορεί να είναι κάθε κοινωνός (Βλ ΑΠ 117/71 NoB 16/609, ΕΑ 9622/84 NoB) ανεξάρτητα από το ποσοστό συγκυριότητάς του στο επίκοινο, και αν ακόμη δεν έχει τη νομή, δηλαδή δεν είναι νομέας ή συννομέας (Βλ Μπαλή. ΕμπρΔ παρ 117, ΚληρΔ παρ 226, 228, Ευκλ. - Παπαδ, παρ 292 σημ.  33/125), ο ψιλός κύριος (ΕΘ 1016/90 Αρμ 45/131)  ο καθολικός καταπιστευματοδόχος μετά την σ’ αυτόν αποκατάσταση της κληρονομίας, ο αγοραστής της κληρονομικής μερίδας ή αντικειμένων της κληρονομίας, ο δανειστής συγκυρίου ασκεί την αγωγή πλαγιαστικώς (72) αν έχει συμφέρον. Ο επικαρπωτής ιδανικού μεριδίου κοινού ακινήτου δεν νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση αγωγής διανομής, γιατί τη συγκυριότητα έχει ο ψιλός κύριος του ιδανικού μεριδίου. Η αγωγή όμως που ασκείται από κοινού από τον ψιλό κύριο και τον επικαρπωτή για το ίδιο ποσοστό του κοινού πράγματος δεν είναι απαράδεκτη, γιατί έτσι η παρουσία του επικαρπωτή στη δίκη διανομής καθίσταται πιο έντονη από εκείνη που θα ήταν αν γινόταν ύστερα από υποχρεωτική προσεπίκληση από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση (490 παρ 2, 491 παρ 1). Νομιμοποιείται για την άσκηση της αγωγής και ο συγκύριος που δεν είναι νομέας του κοινού. Εναντίον όλων των κοινωνών στρέφεται η αγωγή, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 321/83 NoB 31/1575, ΑΠ 797/82 NoB 31/673). Χωρίς τη συμμετοχή όλων των κοινωνών η διανομή είναι απολύτως και καθολικώς άκυρη (ΑΠ 703/78 NoB27/531). Συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 89/73 NoB 21/769, ΕΘ 2/71 Αρμ 25/487). Αν η επίδοση της αγωγής είναι εκπρόθεσμη για ένα από τους εναγόμενους, η συζήτηση είναι απαράδεκτη για όλους (ΠΠΚαστ 216/74 ΑρχΝ 25/571).

Ως προς τον τρόπο λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση δια πλειστηριασμού, δεν εντάσσεται στο αίτημα της αγωγής, αλλ' ανήκει στις εξουσίες του δικαστηρίου. Τούτου δοθέντος, αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας, ο δε τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτής θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου (ΑΠ 555/2017, ΑΠ 913/2011, ΑΠ 1309/2005, ΑΠ 763/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 

Περαιτέρω, η αγωγή διανομής, ως μικτή αγωγή, καθόσον μετέχει της φύσης και της προσωπικής και της εμπράγματης αγωγής, αφού έχει αφενός μεν εκ των προτέρων εναγόμενο και επιδιώκει την ικανοποίηση αξίωσης παροχής από την κοινωνία, η οποία φέρει το νομικό χαρακτήρα της ενοχής και αφετέρου γιατί δεν έχει ορισμένο εκ των προτέρων εναγόμενο, αλλ' εκείνον, ο οποίος θα συμβεί να είναι συγκοινωνός κατά την άσκηση της αγωγής και επιδιώκει τη διανομή του κοινού πράγματος, εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, αν αφορά ακίνητο (Βλ Βαθρακοκοίλη, ό.π. αρ 29, ΑΠ 1821/84 ΕΕΝ 1986/739),  για το παραδεκτό της οποίας αντίγραφό της πρέπει να  καταχωρηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρ. 220 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρ. 12 §§ 1 περ. ιβ και 5 Ν. 2664/1998, εντός 30 ημερών από την κατάθεσή της, στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο στο οποίο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμό καταχώρισης στο  πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου με τον σχετικό αριθμό πρωτοκόλλου του εγγράφου. Η μη εγγραφή της επιφέρει απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως, ενώ η μη κήρυξη του απαράδεκτου αυτού εμπίπτει στο λόγο αναίρεσης του άρθρ 559 αρ 14. Αν πρόκειται για τη διανομή περισσότερων ακινήτων απαιτείται εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων της περιφέρειας κάθε ακινήτου.

Η αγωγή διανομής υπόκειται στην τακτική διαδικασία με παράλληλη εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των άρθρ 478 επ ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό της συζήτησής της, αφενός ο ενάγων οφείλει να  καταθέσει με τις προτάσεις του ενημερωτικό έγγραφο περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο από αυτόν και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 3 § 2 Ν. 4640/2019, δοθέντος ότι πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα μετά την 30.11.2019, και το από 29.12.2020 πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, σύμφωνα με το άρθρ. 6 § 1 Ν. 4640/2019, δοθέντος ότι πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα μετά την 01.07.2020 (άρθρ. 74 § 14 Ν. 4690/2020). Η υπαγωγή στην τακτική διαδικασία δεν εμποδίζει την αντικειμενική σώρευση ούτε την ανταγωγή για διαφορές, που δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις, όπως οι από δαπάνες συντήρησης του κοινού πράγματος (ΕΘ 211/73 NoB 22/75).

Ως προς την εκτελεστότητα της απόφασης λεκτέο ότι, από τον χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης για τη διανομή έπεται ότι δεν υπόκειται αυτή σε αναγκαστική εκτέλεση γιατί ναι μεν ορίζεται στο άρθρ 904 ΚΠολΔ ότι μεταξύ των εκτελεστών τίτλων είναι και αι «τελεσίδικοι ως και οι προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις κάθε ημεδαπού δικαστηρίου» πλην όμως είναι αυτονόητο ότι μόνον οι καταδικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά, ενώ αντιθέτως δεν δύναται να νοηθεί εκτέλεση αναγνωριστικής ή διαπλαστικής απόφασης εφόσον δεν πρόκειται για αναγκαστική είσπραξη δικαστικών δαπανών που τυχόν επιδικάστηκαν με τέτοιες αποφάσεις. Συνεπώς και αν ακόμη κατακρατείται από κάποιο διάδικο το μερίδιο που έλαχε σε άλλο συνεπεία δίκης περί διανομής, δεν δύναται να εκβιαστεί η απόδοση με αναγκαστική εκτέλεση η δε αξίωση του δικαιούχου για απόδοση θα αποτελέσει στην περίπτωση αυτή αντικείμενο αυτοτελούς δίκης. Τούτο είναι λογική συνέπεια του ότι η τυχόν κατακράτηση της κυριότητας δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας στη περί διανομής δίκη για το λόγο ότι επί αυτής εκδιδόμενη απόφαση, με την οποία δημιουργείται πρώτον νέα κυριότητα των διαδίκων, ουδεμία περιέχει διάταξη καταδικαστική (Βλ ΕΘ 834/94 Δνη 37/159, ΕΠειρ 918/96 Δνη 38/857, ΠΠΑΘ 6885/92 Δνη 34/414, ΠΠΚαρδ 124/92 Αρμ 47/29).

Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 αριθμ.2 εδάφ. α΄ του ΚΠολΔ, μπορεί για την εξίσωση άνισων μερών, να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό, που έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στη δυνατότητα εξίσωσης άνισων μερών, όταν η διανομή πρέπει να γίνει με το σχηματισμό ίσων μερών, ώστε κάθε κοινωνός να λάβει ανάλογα με τη μερίδα του τέτοια (ίσα) μέρη. Ωστόσο, ενόψει του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αυτούσιας διανομής, είναι αναλόγως εφαρμοστέα και στην περίπτωση που, κατά το άρθρο 486 παρ.2 του ΚΠολΔ, γίνεται επιδίκαση από το Δικαστήριο άνισων μερών, αντίστοιχων προς το μέγεθος των μερίδων των κοινωνών, οπότε δεν αποκλείεται να υποχρεωθούν ορισμένοι κοινωνοί να καταβάλουν σε άλλους χρηματικό ποσό, προς εξίσωση της αξίας των άνισων μερών, όχι μεταξύ τους, αλλά προς την αξία των μερίδων των κοινωνών (ΑΠ 211/2019, ΑΠ 36/2018, ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 115/2011, ΑΠ 981/2010, ΑΠ 2230/2009, ΑΠ 837/2007, όλες δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ). Σε κάθε περίπτωση, αυτούσια διανομή δεν μπορεί να γίνει με τη λήψη μόνο χρηματικού ποσού από κάποιο κοινωνό, παρά μόνο στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 483 του ΚΠολΔ και 1889 του ΑΚ περιπτώσεις, της διανομής κοινής επιχείρησης και της επιδίκασης στη σύζυγο του κληρονομουμένου ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αλλά ούτε συγχωρείται, αν δεν συντρέχει τέτοια εξαιρετική περίπτωση, κάποιος κοινωνός να λάβει τη μερίδα του κυρίως σε χρήμα, αφού έτσι καταλύεται η έννοια της αυτούσιας διανομής. Θα πρέπει συνεπώς το χρηματικό ποσό που ορίζεται να λάβει κάποιος κοινωνός να αποτελεί συμπλήρωμα απλώς του αυτούσιου μέρους του κοινού που λαμβάνει, να είναι δηλαδή σημαντικά μικρότερο από την αξία του μέρους που λαμβάνει είτε με κλήρωση, είτε με απονέμηση (ΑΠ 837/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ.1, 219 παρ.1, 223 και 224 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη αυτούσια διανομή με απονεμητική κατανομή, προϋποθέτει, κατά την ίδια διάταξη, σχετικό (αυτοτελές) αίτημα του κοινωνού, το οποίο μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους διαδίκους κατά την πρώτη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτηση της αγωγής περί διανομής, διαφορετικά είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο (ΑΠ 1588/2008, ΑΠ 1602/2008, ΑΠ 256/2007 ΝΟΜΟΣ), αφού το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να επιλέξει αυτεπαγγέλτως τον εν λόγω τρόπο διανομής, αλλά επιλαμβάνεται σχετικώς μόνον κατόπιν ρητού αντίστοιχου, και με τις (πρωτόδικες) προτάσεις υποβαλλόμενου, αιτήματος κοινωνού, ενώ το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά και κατά την επαναλαμβανόμενη, κατ΄ άρθρο 254 παρ.1 του ΚΠολΔ , συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο (ΕφΑιγ 15/2019 , ΕφΑθ 2760/ 2013, αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 482 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση αυτούσιας διανομής, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας των μερών είναι εκείνος της συζήτησης, η οποία διεξάγεται μετά την αποδεικτική διαδικασία, όταν το Δικαστήριο εκδίδει την οριστική του απόφαση για τη διαίρεση των αντικειμένων της κοινωνίας στα αντίστοιχα μέρη που θα διανεμηθούν (ΑΠ 1735/2011 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, α) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του ν.δ. 690/1948 , η οποία είχε καταργηθεί με το άρθρο 3 παρ.1 του α.ν. 625/1968, αλλά επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 6 του ν. 651/1977 (άρθρο 417 παρ.1 του π.δ. της 14/27-7-1999 "Κώδικας βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας"), η οποία εφαρμόζεται και επί δικαστικής διανομής, απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδων που συνεπάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων είτε κατά το ελάχιστο εμβαδόν, είτε κατά το ελάχιστο πρόσωπο, είτε κατά το βάθος, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (παράγραφος 4 άρθρου 417 του π.δ. της 14/27-7-1999) κάθε δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου που έχει αντικείμενο μεταβίβαση κυριότητας που απαγορεύεται από την προηγούμενη παράγραφο είναι αυτοδικαίως και εξ’ υπαρχής απολύτως άκυρη και β) κατά μεν το άρθρο 1 παρ.1 περ.α` του από 24/31-5-1985 Π.Δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ.1 του ν.3212/2003 , τα γήπεδα που ευρίσκονται εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των  πόλεων, κωμών ή οικισμών ή εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών είναι άρτια και οικοδομήσιμα μόνον αν έχουν ελάχιστο εμβαδόν 4.000 τετραγωνικά  μέτρα και ελάχιστο πρόσωπο επί κοινοχρήστου οδού είκοσι πέντε (25) μέτρων, κατά δε το 23 παρ.3 του ίδιου ν.3212/2003 «η περίπτωση α` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του από 24/31-5-1985 Π.Δ/τος όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 10 του νόμου αυτού, δεν ισχύει για γήπεδα που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού», δηλαδή την 31-12-2003. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η αυτούσια διανομή επικοίνου ακινήτου δια κατατμήσεως αυτού σε μικρότερα ακίνητα ανάλογα προς τις μερίδες των συγκυρίων  είναι κατά νόμο δυνατή και επιτρεπτή όταν τα δημιουργούμενα μικρότερα ακίνητα είναι άρτια και  οικοδομήσιμα ως έχοντα το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ελάχιστο εμβαδόν, ελάχιστο πρόσωπο επί κοινοχρήστου οδού και ελάχιστο βάθος. Έτσι, αν το επίκοινο ακίνητο ευρίσκεται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου ή εκτός των ορίων νομίμως υφισταμένου προ του έτους 1923 οικισμού, τότε η αυτούσια διανομή αυτού δια κατατμήσεως σε μικρότερα γεωτεμάχια ανάλογα προς τις μερίδες των συγκυρίων, είναι κατά νόμο δυνατή και επιτρεπτή όταν τα δημιουργούμενα γεωτεμάχια είναι άρτια και οικοδομήσιμα σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες γενικές διατάξεις και συγκεκριμένα όταν έχουν εμβαδόν τέσσερα (4) στρέμματα και από 1-1-2004 ελάχιστο πρόσωπο επί κοινοχρήστου δρόμου είκοσι πέντε (25) μέτρων. Δηλαδή η ως άνω απαίτηση προσώπου δεν ισχύει για γήπεδα εκτός σχεδίου που έχουν κατατμηθεί πριν την 31-12- 2003 και έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά κανόνα ή κατά παρέκκλιση αρτιότητας, που  ισχύουν στην περιοχή του ακινήτου (ΑΠ 1124/2017, ΑΠ 515/2013, αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ).

Το δικόγραφο τής αγωγής εδώ