alampasis@gmail.com

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Οι Συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου υπό το πρίσμα (α) της τελευταίας απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA και (β) της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφασή της



Με την υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος ορίστηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις δανείων σε ξένο νόμισμα που πρέπει να περιλαμβάνει τη  δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το   κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τόσο για τις καταβαλλόμενες  δ ό σ ε ι ς  όσο και για το άληκτο  κ ε φ ά λ α ι ο. 

Ο αμφισβητούμενος όρος στις συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς: «Εφ' όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε ελβετικό Φράγκο, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής».

Ο αμφισβητούμενος όρος στις συμβάσεις της Εθνικής Τράπεζας: «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά Φράγκα και θα εξοφλούνται κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά Φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης».

Τι είπε η υπ' αριθμ. 4/2019 απόφαση της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου: Ότι δηλωτικοί όροι μιας σύμβασης είναι οι συμβατικοί όροι που απηχούν εθνικές ρυθμίσεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου. Ότι κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ "Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις  αναγκαστικού  δικαίου δεν   υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας" (εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας). Ότι  αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής τής Οδηγίας και  εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας οι συμβατικές ρήτρες που, ως δηλωτικοί όροι τής σύμβασης, απηχούν τις  ε ν δ ο τ ι κ ο ύ  δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογή τους.

Τι είπε το Ευρωδικαστήριο  στην  υπόθεση C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA: Ότι συμβατική ρήτρα που δεν αποτέλεσε το αντικείμενο διαπραγματεύσεως, πλην όμως απηχεί κανόνα ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, εφαρμόζεται μεταξύ των συμβαλλομένων εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί άλλως επί του συγκεκριμένου ζητήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περί καταχρηστικών ρητρών των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Συνεπώς,  όταν η πληττόμενη ως καταχρηστική ρήτρα των γενικών όρων της σύμβασης απηχεί εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει η οδηγία 93/13 (εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας).

1. Για τις συμβάσεις τής Eurobank και της Πειραιώς, για τον επίδικο συμβατικό όρο («Εφ' όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε ελβετικό Φράγκο, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής») ισχύουν τα κάτωθι:

(I) Δεν είναι ασυμβίβαστη προς την έννοια το δανείου η συνομολόγηση όρου, κατά τον οποίο ο δανειολήπτης, αντί του ληφθέντος ξένου νομίσματος, οφείλει να αποδώσει το δάνεισμα διαζευκτικά είτε σε ξένο είτε σε εγχώριο νόμισμα. Μία τέτοια διαζευκτική ενοχή (διαζευκτική πληρωμή) παραγωγικό λόγο έχει εν προκειμένω τη σύμβαση, ρυθμίζεται δε από τα άρθρα 305-315 ΑΚ. 

Κατά το άρθρο 305 του  Αστικού Κώδικα (διαζευκτική  ενοχή) «Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης.». Η διαζευκτική ενοχή της ΑΚ 305 είναι η ενοχή που παράγει ενιαία αξίωση και στην οποία από την αρχή της σύστασής της οφείλονται δύο ή περισσότερες αυτοτελείς παροχές από τις οποίες τελικά μία μόνο θα καταβληθεί, που θα  κ α θ ο ρ ι σ τ ε ί  από τον δικαιούμενο να κάνει την  ε π ι λ ο γ ή, οπότε και καταλύεται η όλη ενοχή. Η διάζευξη της ενοχής μπορεί ν' αφορά είτε περισσότερες παροχές, είτε διάφορα μέρη μιας και της αυτής παροχής, δηλαδή τον τρόπο, τον τόπο ή το χρόνο της εκπλήρωσης οι περισσότερες παροχές μπορεί να είναι γένους ή είδους ή μια γένους και η άλλη είδους. Οι διατάξεις των άρθρ 305-315 ΑΚ συνιστούν  ε ν δ ο τ ι κ ό  δίκαιο και συνεπώς δεν αποκλείεται α ν τ ί θ ε τ ο υ  περιεχομένου συμφωνία των μερών. [Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Αστικού Δικαίου,  άρθρο 305 ΑΚ]

Κατά το άρθρο 291 του  Αστικού Κώδικα (Παροχή σε ξένο νόμισμα) «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Η διάταξη, της οποίας δικαιολογητικός λόγος είναι η προστασία και η αδιατάραχτη εξέλιξη των συναλλαγών στη χώρα, περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ρητώς καθιερώνει δ ι α ζ ε υ κ τ ι κ ή   ε υ χ έ ρ ε ι α   αυτού που οφείλει αλλοδαπό χρήμα, με προτίμηση υπέρ του χρόνου της πληρωμής, ως κρίσιμου για την ισοτιμία μεταξύ του ξένου in obligatione και εγχώριου in solutione νομίσματος. Το «αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο» αφορά στο ουσιαστικό τμήμα δικαίου, το οποίο είναι ius gogens, και προσδίνει  ε ν δ ο τ ι κ ό  χαρακτήρα στη διάταξη. [Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Αστικού Δικαίου,  άρθρο 291 ΑΚ]

Η διαφορά των ΑΚ 291 και 305  έγκειται εν προκειμένω στο ότι η 291 παρέχει στον οφειλέτη διαζευκτική  ε υ χ έ ρ ε ι α  πληρωμής του οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής), άρα η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά επί  α π λ ή ς  ενοχής ξένου νομίσματος. Αντίθετα, η ΑΚ 291  δ ε ν  εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής (δηλαδή  υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ω ς  πληρωμής είτε σε εγχώριο είτε σε αλλοδαπό νόμισμα), στην περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, επιλέγει την πληρωμή σε εγχώριο νόμισμα, ως η ΑΚ 305 ορίζει.

Εσφαλμένη είναι η κρίση Πλήρους  Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την  υπ’ αριθμ. 4/2019  ότι ο παραπάνω όρος (συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς: «Εφ' όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε ελβετικό Φράγκο, ο οφειλέτης  υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι  να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα  ε ί τ ε  στο νόμισμα της χορήγησης,  ε ί τ ε  σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής»)   αντανακλά συμβατική ρήτρα που απηχεί την εθνική ρύθμιση ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 291 («Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής»), καθότι ο ως άνω συμβατικός όρος περί  υ π ο χ ρ έ ω σ η ς  πληρωμής του δανείσματος  ε ί τ ε  σε αλλοδαπό  ε ί τ ε  σε εγχώριο νόμισμα  δ ε ν  μπορεί να θεωρηθεί ως  δ η λ ω τ ι κ ό ς  όρος κατά την προπαρατεθείσα έννοια, δηλαδή ως συμβατική ρήτρα που απηχεί εθνική νομοθετική ρύθμιση αναγκαστικού ή  ε ν δ ο τ ι κ ο ύ  δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 ΑΚ. 

Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον (νομικώς ορθό) δικανικό συλλογισμό της μειοψηφίας έντεκα μελών της σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την  υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφασή της, ο ως άνω συμβατικός όρος περί  πληρωμής του δανείσματος είτε σε αλλοδαπό είτε σε εγχώριο νόμισμα απηχεί την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 305 ΑΚ [Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης].

Η 291 ΑΚ παρέχει στον οφειλέτη διαζευκτική  ε υ χ έ ρ ε ι α  πληρωμής του οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής), επομένως, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά επί  α π λ ή ς  ενοχής ξένου νομίσματος με  διαζευκτική  ε υ χ έ ρ ε ι α  πληρωμής σε εγχώριο νόμισμα. Αντίθετα, δεν εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής (δηλαδή  υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ω ς  πληρωμής είτε σε εγχώριο είτε σε αλλοδαπό νόμισμα), στην περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, ήδη επέλεξε την πληρωμή σε εγχώριο νόμισμα.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί τραπεζικού δανείου με δάνεισμα σε αλλοδαπό νόμισμα, αν προβλέπεται στην δανειακή σύμβαση διαζευκτική  υ π ο χ ρ έ ω σ η  (και  ό χ ι  απλή  ε υ χ έ ρ ε ι α) του οφειλέτη δανειολήπτη να εκπληρώσει τις εκ του δανείου υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο (αλλοδαπό) νόμισμα χορήγησης είτε σε Ευρώ (με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά το χρόνο καταβολής) και ο οφειλέτης, έχοντας προς τούτο το δικαίωμα, επιλέγει  να πληρώσει σε Ευρώ, στο οποίο και συγκεντρώθηκε η απλή πλέον ενοχή του,  δ ε ν  είναι εφαρμοστέα η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ. [βλ. μειοψηφία έντεκα μελών της σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την  υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφασή της]

(II) Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις  α ν α γ κ α σ τ ι κ ο ύ  δικαίου δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
Η έκφραση "νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου" που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως.».

Δεδομένου ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα των γενικών όρων (συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς) της οποίας τον καταχρηστικό χαρακτήρα προβάλλουμε οι ενάγοντες, απηχεί την εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 305, εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής της  ε ξ α ι ρ έ σ ε ω ς  που προβλέπει η οδηγία 93/13 (εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας). Και τούτο, διότι ο όρος «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», καλύπτει και κανόνες οι οποίοι, κατά το εθνικό δίκαιο, εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί άλλως, άρα, από της απόψεως αυτής, η συγκεκριμένη διάταξη  ο υ δ ό λ ω ς   δ ι α κ ρ ί ν ε ι  μεταξύ διατάξεων αναγκαστικού δικαίου  που έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων και διατάξεων ενδοτικού δικαίου. [Απόφαση στην υπόθεση C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA]

Επιπλέον το  γεγονός ότι η συμβατική εν λόγω ρήτρα (συμβάσεις Eurobank και  Πειραιώς)  απηχούσα εκ πρώτης απόψεως μια από τις διατάξεις τις οποίες μνημονεύει η επίμαχη οδηγία 93/13 (ενδοτικού, εν προκειμένω, δικαίου) δεν αποτέλεσε το αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, όπως στην ένδικη περίπτωση συνέβη,  δ ε ν  ασκεί επιρροή στο ζήτημα της εξαιρέσεώς της από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. [Απόφαση στην υπόθεση C-81/19 NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA]

Έτσι εχόντων των πραγμάτων ο εν λόγω συμβατικός όρος (στις συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς) συνιστά καταρχήν   δηλωτικό όρο που απηχεί την εθνική ρύθμιση ενδοτικού δικαίου τής ΑΚ 305 («Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία, το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης»), συνεπώς, ως δηλωτικός όρος της σύμβασης, δοθέντος ότι απηχεί εθνικές ρυθμίσεις -- σύμφωνα με την Οδηγία εκτός από αναγκαστικού και -- ενδοτικού δικαίου, ο όρος αυτός (της σύμβασης) εξαιρείται , καταρχήν, του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας, διότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. 

Η εν λόγω ωστόσο εξαίρεση τελεί υπό την  α ί ρ ε σ η   ότι Ο ΔΗΛΩΤΙΚΌΣ ΌΡΟΣ ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΗΧΕΊ ΕΘΝΙΚΉ ΔΙΆΤΑΞΗ ΕΝΔΟΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΤΑΙ ΣΤΗ  ΣΎΜΒΑΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΆΠΤΕΤΑΙ  ΜΕΤΑΞΎ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΊΑ (ΤΡΆΠΕΖΑ) ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ (ΔΑΝΕΙΟΛΉΠΤΗ) ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΆΤΑΙ ΑΠΌ ΠΡΌΣΘΕΤΟΥΣ  ΌΡΟΥΣ  ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΊΘΕΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ    Α Ν Α Γ Κ Α Σ Τ Ι Κ Ο Ύ  ΔΙΚΑΊΟΥ  ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΎΝ ΕΜΦΑΝΏΣ ΤΟ  Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ό Μ Ε Ν Ο   Ή  ΤΟ  Π Ε Δ Ί Ο  ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΤΟΥ ΔΗΛΩΤΙΚΟΥ ΕΝ ΛΌΓΩ ΌΡΟΥ ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΗΧΕΊ ΤΗΝ ΕΠΊΜΑΧΗ ΔΙΆΤΑΞΗ ΕΝΔΟΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ, έτσι που τυχόν  μ ε μ ο ν ω μ έ ν ο ς   αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος της συμβατικής ρήτρας από τον εθνικό δικαστή, που κατατείνει στην (εσφαλμένη) παραδοχή σύμφωνα με την οποία η συμβατική εν λόγω ρήτρα, ιδωμένη α ν ε ξ ά ρ τ η τ α  από τις (επίσης αυτεπάγγελτα εξεταζόμενες από τον εθνικό δικαστή) σχετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου,  συνιστά δηλωτικό όρο της σύμβασης που αντανακλά διάταξη του ενδοτικού δικαίου και συνεπώς εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο για καταχρηστικότητα,   τ ρ ο π ο π ο ι ε ί  εμφανώς το  π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο  της συμβατικής ρήτρας ή το  π ε δ ί ο  εφαρμογής της  δημιουργώντας σοβαρή ανισορροπία μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή προς όφελος του πρώτου και σε ζημία του δεύτερου. 

Τούτων δοθέντων ο  μ ε μ ο ν ω μ έ ν α  δηλωτικός όρος ενδοτικού δικαίου (συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς: «Εφ' όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε ελβετικό Φράγκο, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής») που  απηχεί καταρχήν την ενδοτικού δικαίου διάταξη της ΑΚ 305 [«Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης»]  Δ Ε Ν  εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει η οδηγία 93/13 και Δ Ε Ν  εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας καθώς  ε λ έ γ χ ε τ α ι  περαιτέρω για καταχρηστικότητα σε  σ υ ν δ υ α σ μ ό  με τις διατάξεις  α ν α γ κ α σ τ ι κ ο ύ  δικαίου της 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ , καθώς  συνιστά διαζευκτική ενοχή της ΑΚ 305, ενοχή δηλαδή που παράγει ενιαία αξίωση του επαγγελματία (Τράπεζα) κατά καταναλωτή (δανειολήπτη) και στην οποία από την αρχή της σύστασής της οφείλονται δύο  αυτοτελείς παροχές, είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών Φράγκων, είτε σε  Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού Φράγκου την ημέρα της καταβολής, από τις οποίες (παροχές) τελικά μία μόνο θα καταβληθεί από τον καταναλωτή στον επαγγελματία, που θα επιλέξει ο καταναλωτής οφειλέτης, που είναι ο δικαιούμενος να κάνει την επιλογή, οπότε και καταλύεται η όλη ενοχή, γεγονός που υποχρεώνει  το δικαστήριο να ερευνήσει  α υ τ ε π α γ γ έ λ τ ω ς  την εφαρμογή της 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ, διότι επί  μ ε μ ο ν ω μ έ ν η ς   εφαρμογής της ΑΚ 305, δίχως δηλαδή να χωρίσει αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων της  2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ,  προκύπτουν δύο κατηγορίες δανειοληπτών: η πρώτη που πληρώνει στον επαγγελματία (Τράπεζα) με αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών Φράγκων και δεν υφίσταται ζημία από τη διακύμανση της ισοτιμίας, και η δεύτερη που πληρώνει σε Ευρώ, με την ισοτιμία της ημερομηνίας πληρωμής και, ως εκ τούτου, υφίσταται τεράστια ζημία από τη διακύμανση της ισοτιμίας, ζημία που θα μπορούσε να αντισταθμίσει μόνον η  (αναγκαστικού δικαίου) 2501/2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, συνεπώς ο εθνικός δικαστής  δεν δύναται να παραλείψει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο περί εφαρμογής των (αναγκαστικού δικαίου) διατάξεων τής 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ, διότι διαφορετικά  τ ρ ο π ο π ο ι ε ί τ α ι  εμφανώς  το  π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο  της συμβατικής ρήτρας αλλά και το  π ε δ ί ο  εφαρμογής της  δημιουργώντας σοβαρή ανισορροπία μεταξύ επαγγελματία (Τράπεζα) και καταναλωτή (δανειολήπτη) προς όφελος του πρώτου και σε ζημία του δεύτερου. 

Κατά συνέπεια, όταν ο εν λόγω δηλωτικός της σύμβασης όρος (συμβάσεις Eurobank και Πειραιώς) που,  μ ε μ ο ν ω μ έ ν α, αντανακλά την εκδοτικού δικαίου διάταξη της ΑΚ 305 , συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ),  δ ε ν  εξαιρείται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το ν. 2251/1994 δοθέντος ότι Η ΣΎΜΒΑΣΗ ΈΧΕΙ ΣΥΝΑΦΘΕΊ ΜΕΤΑΞΎ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΊΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉ ΥΠΌ ΤΟΥΣ ΌΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΠΡΆΞΗΣ 2501/31.10.2002  του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, υποκείμενη ως εκ τούτου σε έλεγχο με βάση την υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις δανείων σε ξένο νόμισμα που πρέπει να περιλαμβάνει τη  δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το   κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, την αρχή της διαφάνειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.

2. Για τις συμβάσεις τής Εθνικής Τράπεζας, για τον επίδικο συμβατικό όρο  («Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά Φράγκα και θα εξοφλούνται κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά Φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης») με την  οποίο α π ο κ λ ε ί σ τ η κ ε   η  πληρωμή σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, ισχύουν τα κάτωθι:

Καθώς με εν λόγω συμβατική ρήτρα  α π ο κ λ ε ί σ τ η κ ε   η πληρωμή σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου, η συμβατική αυτή ρήτρα συνιστά  δ ι ά φ ο ρ η  περίπτωση της εθνικής ρύθμισης ενδοτικού δικαίου της ΑΚ 291 που  ρ η τ ώ ς  καθιερώνει  δ ι α ζ ε υ κ τ ι κ ή  ευχέρεια αυτού που οφείλει αλλοδαπό χρήμα, με προτίμηση υπέρ του χρόνου της πληρωμής, ως κρίσιμου για την ισοτιμία μεταξύ του ξένου και εγχώριου νομίσματος, καθώς, εν προκειμένω, ο όρος αυτός της Εθνικής Τράπεζας  παρουσιάζει ουσιώδη  α π ό κ λ ι σ η  από τον ενδοτικό    κανόνα της ΑΚ 291, διότι ο εν λόγω συμβατικός όρος  τ ρ ο π ο π ο ι ε ί  εμφανώς το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής τής ΑΚ 291, καθώς, προφανές είναι ότι τα μέρη επέλεξαν  α ν τ ί θ ε τ ο υ  περιεχομένου συμφωνία με  α π ο κ λ ε ι σ μ ό  τής ευχέρειας πληρωμής σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικού Φράγκου.  

Κατά συνέπεια, ο εν λόγω όρος της σύμβασης  (συμβάσεις Εθνικής Τράπεζας) που συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν αντανακλά τον ενδοτικού δικαίου κανόνα της ΑΚ 291 και, ως εκ τούτου, δ ε ν  εξαιρείται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το ν. 2251/1994, υποκείμενη, πέραν των άλλων, σε έλεγχο με βάση την υπ’ αρίθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις χορηγήσεις δανείων σε ξένο νόμισμα που πρέπει να περιλαμβάνει τη  δ υ ν α τ ό τ η τ α  και το   κ ό σ τ ο ς  χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, την αρχή της διαφάνειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.