Το
κείμενο της απόφασης εδώ
1)
Πιθανολογήθηκε από το δικαστήριο ότι o προδιατυπωμένος από την Τράπεζα όρος,
σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου η Τράπεζα
θα είχε το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να μετατρέπει το σύνολο της
ληξιπρόθεσμης οφειλής σε Ευρώ, με τον οποίο (όρο) επιρρίφθηκε στους
δανειολήπτες o συναλλαγματικός κίνδυνος, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ
τούτου καταχρηστικός και άκυρος.
2)
Πιθανολογήθηκε ότι η Τράπεζα παρέλειψε επιπλέον να ενημερώσει τους δανειολήπτες για τη
δυνατότητα αγοράς προγράμματος ασφάλειας - αντιστάθμισης του συναλλαγματικού
κινδύνου, το οποίο θα τους προστάτευε, σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής της
ισοτιμίας σε βάρος του Ευρώ. Πρόκειται για τη σημαντικότερη κρίση του
δικαστηρίου, για τον εξής λόγο: οι Τράπεζες είχαν ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τις μεθόδους ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, που θα μπορούσαν να τους
θωρακίσουν πλήρως από τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκαν, τόσο σε
επίπεδο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου. Στην παρ. β της ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002
(ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ) ορίζεται ότι, "Ειδικά για τις
χορηγήσεις (δάνεια) θα πρέπει οι υποψήφιοι πελάτες να ενημερώνονται σχετικά με
τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην
περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. 2 στοιχ. χ') και
για τη ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ και το ΚΌΣΤΟΣ χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου
από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων
(παρ. 2 στοιχ. χϊ)".
Πιθανολογήθηκε
στη συνέχεια επ’ αυτού, ότι οι δανειολήπτες «επιβαρυνθήκαν εξολοκλήρου με τον κίνδυνο της συναλλαγματικής
ισοτιμίας μη έχοντας τη δυνατότητα να προστατευθούν από τον κίνδυνο αυτό, αφού,
η τράπεζα δεν τους ενημέρωσε για την δυνατότητα αγοράς προγράμματος ασφαλείας.
Συνεπώς εφόσον με τον όρο αυτό η τράπεζα είχε την μονομερή δυνατότητα να
επιλέξει σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης την πληρωμή στο νόμισμα που θα
την συνέφερε περισσότερο όπως και έπραξε η ακυρότητα κρίνεται ότι
επιδρά στο κύρος της συμβάσεως και καθιστά την διαταγή πληρωμής ακυρωτέα», χωρίς, ωστόσο, να κάνει μνεία των διατάξεων
της παρ. β της ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002 (ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ που
προβλέπεται για συμβάσεις Στεγαστικού Δανείου σε Συνάλλαγμα Ελβετικού Φράγκου).
3)
Περαιτέρω, ως προς την εκκρεμοδικία από προηγούμενη άσκηση αγωγής και τον
ισχυρισμό ότι «όταν επέλθει η
εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε
δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους
εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα», είπε τα
εξής: “Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 περ. α’ του Κ.
Πολ. Δ. με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεση της έχει
ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 222 του ιδίου
Κώδικα: «όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και
όσο αυτή διαρκεί , δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για
την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους εφόσον εμφανίζονται με
την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή,
ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη
διαφορά, αναστέλλεται αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της έως ότου περατωθεί η πρώτη
δίκη. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 215
και 308 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας,
που δημιουργείται με την κατάθεση της αγωγής, είναι απαράδεκτη η διεξαγωγή νέας
δίκης, συμπεριλαμβανομένης και της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής
όταν αυτή έχει ως αντικείμενο διαφορά που ταυτίζεται με διαφορά προγενέστερης
δίκης, η οποία δημιουργήθηκε από αγωγή, που ασκήθηκε προγενέστερα και έχει την
ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 420) 1993 ΕλλΔνη 36.342). Για την ευδοκίμηση
της ένστασης εκκρεμοδικίας απαιτείται ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή του
αντικειμένου των δύο δικών, βαίνουν παραλλήλως, υπό την έννοια της σύμπτωσης
απολύτως του δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες της ιστορικής, της
νομικής αιτίας και του αιτήματος, που υπάρχει όταν ζητείται με την ίδια νομική
βάση η διάγνωση της ίδιας έννομης συνέπειας και ταυτότητα προσώπων που υπάρχει όταν και στις δύο δίκες
οι διάδικοι είναι τα αυτά πρόσωπα, με την έννοια ότι το δεδικασμένο από την
απόφαση της πρώτης δίκης δεσμεύει κα ι τους διαδίκους της ίδιας επίδικης
διαφοράς της δεύτερης δίκης, ανεξαρτήτως της μεταλλαγής της δικονομικής
ιδιότητας σε κάθε μία δίκη (ΑΠ 367/1989 Δ 21. 851, ΕφΑθ 1487/1989 Αρμ 44,148)”.
Όμως
ο λόγος αυτός πιθανολογήθηκε ότι δεν θα ευδοκιμήσει διότι «κρίνεται ότι η αγωγή
και η αίτηση για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, που υποβλήθηκε από
την καθ ης δεν συμπίπτουν όσον αφορά την
ταυτότητα διαφοράς υπό την έννοια ότι υφίσταται διαφοροποίηση ως προς το είδος
της ζητούμενης έννομης προστασίας, αφού οι αιτούντες επιδιώκουν όσον αφορά την
ένδικη έννομη σχέση τη διάγνωση της
ακυρότητας αυτής ενώ η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είχε ευρύτερο
περιεχόμενο και δη είχε αντικείμενο καταψηφιστικό».
Ωστόσο,
έχω την άποψη, όταν αποδεικνύεται ότι η
κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής έλαβε
χώρα σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την άσκηση της ανωτέρω
αναγνωριστικής αγωγής, τότε καθίσταται απαράδεκτη η μεταγενέστερη «εκδίκαση»
της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Συνεπώς η
ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρώνεται, επειδή υφίσταται
εκκρεμοδικία από την άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητήθηκε να αναγνωρισθεί
ότι η οφειλή έναντι της καθ' ης από την ίδια ως άνω σύμβαση Τράπεζας, βάσει της
οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ανέρχεται σε ποσό μικρότερο,
λόγω εφαρμογής άκυρων ΓΟΣ στην πληττόμενη (με την αγωγή) σύμβαση. Η
δικαιοδοτική κρίση των δικαστηρίων που δικάζουν την ανακοπή, κρίνοντας στην
προκείμενη περίπτωση απορριπτέο το λόγο ανακοπής περί εκκρεμοδικίας, ως μη
νόμιμο, αναστέλλοντας τη συζήτηση της
ανακοπής κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ, «για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και
προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων», έχω την άποψη ότι είναι εσφαλμένη
(ανάλυση εδώ)