Όταν με λόγο της ανακοπής και δη κατά την
κύρια βάση αυτού, ο ανακόπτων εκθέτει, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε ο
ίδιος να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή Τράπεζα οφειλόμενο ποσό πλέον τόκων και εξόδων, βάσει σύμβασης τραπεζικού
δανείου, πρέπει ν' ακυρωθεί, διότι, αναφορικά με τον καθορισμό του ύψους του
οφειλόμενου από την ανωτέρω σύμβαση, έχει ήδη ασκήσει προηγουμένως (ο ανακόπτων)
αγωγή ενώπιον αρμόδιου κατά τόπο και καθ' ύλην Δικαστηρίου, με την οποία (αγωγή)
αυτός ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι η οφειλή του έναντι της καθ' ης από την ίδια
ως άνω σύμβαση Τράπεζας, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής,
ανέρχεται σε ποσό μικρότερο λόγω εφαρμογής άκυρων ΓΟΣ στην πληττόμενη (με την
αγωγή) σύμβαση και ότι, συνεπώς, υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της
ανωτέρω αγωγής, που κατέστησε απαράδεκτη τη μεταγενέστερη «εκδίκαση» της
αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης
διαταγής πληρωμής, τότε -κατά την άποψή μου - ισχύουν τα κάτωθι:
1. Σύμφωνα με το άρθρο 221 ΚΠολΔ, με την
άσκηση της αγωγής επέρχεται εκκρεμοδικία. Αυτό σημαίνει, κατά τις διατάξεις του
άρθρου 222 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ότι, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας
ασκηθεί άλλη αγωγή, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της άλλης
αγωγής για την ίδια διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που παρουσιάζονται
με την ίδια ιδιότητα, μέχρι να περατωθεί η πρώτη δίκη. Ο όρος "επίδικη
διαφορά" στο άρθρο 222 ΚΠολΔ σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής
αιτίας. Ταυτότητα διαδίκων υπάρχει, όταν για την ίδια επίδικη διαφορά οι ίδιοι
διάδικοι παρίστανται με την ίδια ιδιότητα και στις δύο εκκρεμείς δίκες. Έτσι,
το δεδικασμένο από την απόφαση της πρώτης δίκης θα πρέπει να καλύπτει και τους
διαδίκους της δεύτερης. Για την ένσταση της εκκρεμοδικίας δεν έχει σημασία το
αν η διαφορά αυτή εισάγεται ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου. Εξάλλου, η
υποβολή αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, ως μη επιφέρουσα εκκρεμοδικία, δεν
εμποδίζει την άσκηση τακτικής αγωγής για την ίδια χρηματική αξίωση. Αντίθετα, η εκκρεμοδικία από την άσκηση
τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη την «εκδίκαση» της αίτησης για την έκδοση
διαταγής πληρωμής και η διαταγή, που εκδόθηκε, ακυρώνεται με ανακοπή (βλ.
παρακάτω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Η εκκρεμοδικία με την ως άνω
έννοια συνιστά δικονομικό απαράδεκτο της αγωγής, που ασκήθηκε εκ νέου και έχει
ως συνέπεια όχι την απόρριψη της δεύτερης αγωγής αλλά την αναστολή της
εκδικάσεως αυτής μέχρι την περάτωση ή κατάργηση της πρώτης δίκης. Σε κάθε περίπτωση
ακόμη και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων θα πρέπει η προηγούμενη αίτηση να επιφέρει αναστολή
συζήτησης όμοιας μεταγενέστερης αίτησης και όχι απόρριψη της τελευταίας. Η
αναστολή είναι καθολική σε περίπτωση άσκησης μεταγενέστερης όμοιας κατά
περιεχόμενο και έκταση αγωγής, ενώ αν η τελευταία, με την οποία επανεισάγεται η
αγωγική αξίωση δε συμπίπτει κατά ποσό με την αρχική αγωγή, τότε αναστολή
περιορίζεται στο ποσό που συμπίπτει με εκείνο της πρώτης αγωγής (Βλ.
Βαθρακοκοίλης , άρθρο 222, σελ. 52). Η αναστολή διατάσσεται όχι μόνον κατόπιν
προβολής ενστάσεως αλλά και αυτεπαγγέλτως όπως ρητά ορίζει το άρθρο 222 παρ. 2
ΚΠολΔ, το οποίο έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Πολ.Αθηνών 8986/1976
Νοβ 25, 224).
2. Η άσκηση της αρνητικής αναγνωριστικής
αγωγής καθιστά επίδικο το δικαίωμα που
τελεί υπό αμφισβήτηση και συνεπώς δημιουργεί εκκρεμοδικία (βλ. Νίκα, ο.π
207, Βαθρακοκοίλης, αρθρ. 221, σελ. 13, ΠΠΠειρ 1481/87 ΠειρΝ 1987/369). Για την ευδοκίμηση της ένστασης εκκρεμοδικίας
κατά ρητή επιταγή του νόμου (222 παρ 1), απαιτείται ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή
του αντικειμένου των δύο δικών που βαίνουν παραλλήλως υπό την έννοια της
σύμπτωσης απολύτως του δικαιώματος
που κατάγεται στις παράλληλες δίκες, του αιτήματος και της ιστορικής και
νομικής αιτίας (Βλ Βλάσση, Δ8Ι234, ΑΠ 367/89 Δ 21/851, ΕΑ 1487/89 Αρμ 44/148,
ΕΑ 230/87 ΑρχΝ 39/427, ΕΠειρ 1367/87 ΠειρΝ 1988/20, ΕΑ 353/78 Αρμ 32/738,
ΠΠΠειρ 84/86 ΠειρΝ 1986/140). Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το δικαίωμα το
οποίο κατάγεται προς διάγνωση με τη νέα αγωγή κ.λπ. είναι το ίδιο με εκείνο που έχει εισαχθεί προς διάγνωση με την
προηγούμενη αγωγή κλπ. Ταυτότητα αιτημάτων υπάρχει όταν και με τις δύο αγωγές
ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης
συνέπειας. Η ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας (ταυτότητα ιστορικής
βάσης) απαιτεί σύμπτωση των πραγματικών
περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες. Αν
μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των
παραγωγικών του ίδιου δικαιώματος, δε στοιχειοθετείται ταυτότητα διαφοράς (Βλ
Κεραμέα, 215, Βλάσση, Δ 8/234, Βερνάρδο, 121, Γέσιου -Φαλτσή - Καΐση, 54,
Οικονομόπουλο 49, βλ όμως Μπέη, 1004-1005, Δεληκωστόπουλο - Σινανιώτη, 174,
Νίκα, 220 επ. (ως προς τη νομική αιτία), ΑΠ 960/90 Δνη 31/325, ΑΠ 1279/89 Δνη
31/326, ΑΓΙ 367/89 Δ 21/851, ΑΠ 221/88 Δνη 29/1398, ΑΠ 738/88 Δνη 30/766, ΑΠ
1427/88 Δνη 31/329, ΑΠ 14/86 Δνη 27/304, ΕΠειρ 601/89 ΑρχΝ 1989/354, ΕΑ
13671/88 Δνη 30/358, ΕΘ 1487/89 Αρμ 44/147, ΕΠ 147/87 ΑχΝομ 1988/143, ΕΑ 8639/87
Δνη 29/1422, ΕΠειρ 165/85 ΠειρΝ 1985/353, ΕΑ 10249/83 NoB 32/111, ΕΠειρ 1367/87
πειρΝ 1988/20, ΕΑ 3125/86 Δνη 27/1175, ΕΑ 1059/86 Δνη 27/517, ΕΘ 353/78 Αρμ
32/738, ΜΠΧαλκ 149/85 Αρμ 40/689, ΜΠΑ 4530/82 ΕΕΔ 1983/83, ΜΠΦλωρ 81/71 ΝοΒ
19/1183, ΑΠ 367/89 Δ 21/851, ΑΠ 1265/84 Δνη 26/40, ΕΘ 1487/89 Αρμ 44/147, ΕΑ
4498/88 Δνη 29/1438, ΕΑ 8639/87 Δνη 28/1422, ΕΑ 4254/88 Δνη 29/1435). Η ένσταση
εκκρεμοδικίας, ως διαδικαστική προϋπόθεση που ερευνάται αυτεπαγγέλτως,
εντάσσεται στους προνομιακούς ισχυρισμούς και έτσι μπορεί να προταθεί σε κάθε
στάση της πρωτόδικης ή κατ' έφεση δίκης (Βλ Νίκα, ο.π., 270, ΑΠ 1053/73 ΝΟΒ
22/645, ΑΠ 336/81 ΝΟΒ 29/1551, ΕΑ 9021/90 ΝΟΒ 39/246, ΕΑ 2147/86 ΑρχΝ 38/306,
ΕΑ 7158/83 ΑρχΝ 1984/365, ΕΘ 472/84 Αρμ 39/400, ΠΠΠειρ 717/85 ΕΝΔ 1986/123) κι
ενώπιον του Αρείου Πάγου (Βλ Βλάσση, ο.π., Νίκα, ο.π., Δεληκωστόπουλο
-Σινανιώτη, 176, ΑΠ 1053/73, ο.π., ΕΘ 472/84), χωρίς ν' ασκεί επιρροή σε ποιο
βαθμό εκκρεμεί η πρώτη δίκη (Βλ ΑΠ 336/81, ο.π., ΑΠ 1053/73, ο.π., ΕΑ 2147/86,
ο.π„ ΕΑ 7158/83, ο.π., ΕΑ 10365/81 ΑρχΝ)
καθώς και αν η διαφορά εισάγεται εκ νέου στο ίδιο ή άλλο δικαστήριο.
3. Διαταγή πληρωμής (ΚΠολΔ 623) είναι το
δημόσιο εκτελεστό έγγραφο που εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστικό όργανο ύστερα
από αίτηση του δανειστή για χρηματικές
απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεωγράφων και με το οποίο διατάσσεται ο
οφειλέτης να πληρώσει τα οφειλόμενα χρήματα ή να δώσει τα οφειλόμενα χρεώγραφα,
εφόσον η αιτία της οφειλής αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (Μπέη,
Θεμελιακές έννοιες, 1984 σ. 397). Η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική
απόφαση για τους εξής λόγους: (α) Σε αντίθεση με τη δικαστική απόφαση, η διαταγή
πληρωμής δεν περιέχει διάγνωση διαφοράς (β) Δεν χωρεί δημοσίευση της διαταγής
πληρωμής, (γ) Δεν δημιουργεί δεδικασμένο η διαταγή πληρωμής, (δ) Δεν εκδίδεται
από δικαστήριο η διαταγή πληρωμής, αλλά από δικαστή ως απλό δικαστικό
λειτουργό. (Μπέη, ό.π., σ. 397, Ράμμου, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού
δικαίου, Β', 1980, σ. 1151). Σε αντίθεση με το ένδικο βοήθημα της αγωγής,
η οποία ασκείται με κατάθεσή της στο δικαστήριο προς το οποίο απευθύνεται και
με επίδοση σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται, καλώντας τον να παραστεί κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο, η διαταγή πληρωμής εκδίδεται από τον δικαστή χωρίς να
προηγηθεί συζήτηση, χωρίς την παρουσία του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και χωρίς
να προηγηθεί επίδοση σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση (για την έκδοσή
της), ή κατ οποιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο ενημέρωση του καθ' ου η διαταγή
πληρωμής οφειλέτη, ο οποίος νομικά και πραγματικά λαμβάνει γνώση της έκδοσής
της μόνο μετά την έκδοσή της, εφόσον της έκδοσης ακολουθήσει επίδοση εκ μέρους
του
αιτούντος την έκδοσή της.
4. Ενόψει του ότι με την αίτηση προς
έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εισάγεται προς διάγνωση η απαίτηση του αιτούντος,
αλλά επιδιώκεται η, ως προς αυτή, απόκτηση τίτλου εκτελεστού (Βλ Σινανιώτη,
Ειδικαί διαδικασίαι 165, Νίκα, 120, ΕΛ Ι 671Αρμ 26/66, ΜΠΑ 2532/69 ΝΟΒ 18/71,
ΕιρΑ 173/74 ΑρχΝ 1975/232), μόνη αυτή δεν μπορεί να θεμελιώσει εκκρεμοδικία (Βλ
Σινανιώτη, ο.π., Μπέη, αρθρ 626, σ 192, τον ίδιο, Δ 3/60, ΕΠ 403/89 Δνη 31/392,
ΠΠΒερ 528/83 ΝΟΒ 32/1575, ΓΙΠΒερ 3248/84 ΑρχΝ 35/539, ΜΠΑ 2532/69 ο.π), καθώς
και άλλο δικονομικό ή ουσιαστικό αποτέλεσμα. Και η επίδοση της διαταγής
πληρωμής, αφού η έκδοσή της περιορίζεται στο στάδιο αυτό στην ιδιότητά της ως
εκτελεστού τίτλου, δεν μπορεί να θεμελιώσει εκκρεμοδικία. Συνέπεια αυτής της
λύσης είναι ότι η ίδια αξίωση που ήταν αντικείμενο της διαταγής πληρωμής μπορεί
να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής (αναγνωριστικής κλπ.) ή ως
προδικαστικό, με άλλο ένδικο βοήθημα (ανακοπή κατά εκτέλεσης Βλ Μπέη, Δ 24/60,
Σινανιώτη, ο.π. 166, Νίκα, 121, Σκαλίδη, ΕΕμπΔ 1975/509, ΕΙΙειρ 403/89 Δνη
31/392, ΜΠΑ 2532/69 ΝΟΒ 18/71, ΜΠΑ 1725/69 ΕΕΝ 36/648.). Αποκλείεται όμως
ενόψει της, κατά τα άνω, έλλειψης εκκρεμοδικίας, η υποβολή της ίδιας αξίωσης με
νέα μεταγενέστερη αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, βάσει του κανόνα nοn bis
in idem και του κινδύνου διπλής εκτέλεσης (Βλ Μπρίνια, Δ1/676, τον ίδιο, ΝΟΒ
24/501, Οικονομόπουλο Γ., Δ 2/508, Σινανιώτη, οπ. 215, Νίκα, ο.π., ΑΠ 454/74
ΝΟΒ 23/16, ΑΓΙ 1069/75 ΝΟΒ 24/394, ΕΑ 13655/88 Δνη 32/1991, αλλιώς, Μπέη, Δ
3/54 επ., ΜΠΘεσ 240/72 Δ 3/159). Άλλωστε
θα αποκρούεται και με την ένσταση έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η υποβολή όμως
αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εμποδίζει την άσκηση τακτικής αγωγής
για την ίδια αξίωση, ενώ η εκκρεμοδικία
από την άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης για
έκδοση διαταγής πληρωμής που αφορά την ίδια αξίωση (ΠΠΒερ 3248/84 ΑρχΝ
35/539,
ΜΠρΑΘ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517, ΜΠρΑθ 3012/2008, ΜΠρΑθ 16/2007, ΜΠρΑθ 3012/2008, ΕιρΑθ 1358/2009, ΕιρΘεσσαλ 1906/2007,
ΕιρΑθ 474/2006, ΕιρΑθ 1357/2009,
ΕιρΑθ 1358/2009,
ΕιρΘεσ 1906/2007, Βλ. και Βαθρακοκοίλης, άρθρο 221, σελ. 17,18 «… η
εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της
αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής που αφορά την ίδια αξίωση», και Κων. Μπέη
Πολιτική Δικονομία κατ' άρθρο ερμηνεία, 222 Κ.Πολ.Δ., σελ. 1008 και 1009
«… η
εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής, καθιστά απαράδεκτη την «εκδίκαση»
της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, η δε τυχόν εκδοθείσα (βάσει της
αιτήσεως αυτής) διαταγή πληρωμής, ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής»).
5. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249
ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μέρος από την
ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης,
η οποία είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο
μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την
αναβολή της συζήτησης, μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη.
Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπισθεί, αφενός
για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή
διάγνωση της διαφοράς (ΕφΠειρ 1628/1988 ΝοΒ 28.552), *όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί * , όπως όταν απορρίπτεται
ως αβάσιμος κατ' ουσίαν (ΜΠρΑθ
3012/2008) διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ
(ΑΠ 1628/1988 ΕλλΔνη
1991.807), πρόσθετα δε στην
περίπτωση που το αντικείμενο της μιας
δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης (ΕφΠατρ 1136/1988 ΑρχΝομ 1989.629,
ΠΠρΘεσ 20561/1996 ΕλλΔνη 1998.216) και αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή της
οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225), προκύπτει με σαφήνεια, ότι :
α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή
ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635
και ΑΠ 368/1996 ΕλλΔνη 37.1571) και β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία,
αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και
αυτεπάγγελτα, όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο πάνω δικαστήρια προδικαστικό
ζήτημα της πιο πάνω δίκης, που απασχολεί το Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα
αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη
γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται
ακόμα, ότι η αυτοτελής στη δεύτερη αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού
ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της
πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί (ΕφΑΘ 10774/1987 ΕΔΠ 1988.274) . [Ενδεικτικές
περιπτώσεις εφαρμογής της διάταξης: (α) Η δίκη διατροφής πρέπει να αναβάλλεται
ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δίκη της αποκήρυξης (διαδικασία προσβολής
της πατρότητας τέκνου), (β) Περίπτωση αναβολής δίκης που είναι σχετική με την επιδίκαση
μισθών υπερημερίας συντρέχει έως την έκδοση απόφασης για ακυρότητα ή όχι της
καταγγελίας μίσθωσης εργασίας που εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο, (γ) Η νομιμότητα
της παράλειψης προαγωγής υπαλλήλου,
συνιστά προδικαστικό ζήτημα της δίκης, που έχει ως αντικείμενο την αξίωση αποζημίωσης του
τελευταίου, (δ) Αναβολή δίκης διανομής
επίκοινου ακινήτου έως την τελεσίδικη περάτωση άλλης δίκης που είναι σχετική με
αξίωση συμμετοχής συζύγου στα αποκτήματα του άλλου συζύγου]
6. Από τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν,
είναι προφανές ότι, η άσκηση της
αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής καθιστά επίδικο το δικαίωμα που τελεί υπό αμφισβήτηση, ήτοι καθιστά επίδικο το κύρος
της συμβάσεως (άρα θέτει εν αμφιβόλω την οφειλή από την επίδικη σύμβαση)
και συνεπώς δημιουργεί εκκρεμοδικία, για τους εξής, ειδικότερα, λόγους: α) μεταξύ
της κρινόμενης αίτησης με την οποία ζητήθηκε
από την Τράπεζα η έκδοση της διαταγής πληρωμής, και της ασκηθείσας αγωγής, με την οποία ζητείται- μεταξύ
άλλων- η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης δανειακής σύμβασης και συνεπακόλουθα
αναγνώριση περιορισμού ή/και ανυπαρξίας της απαίτησης, υπάρχει ταυτότητα
διαφοράς, δηλαδή το αντικείμενο των δύο δικών που βαίνουν παραλλήλως,
ταυτίζονται απολύτως υπό την έννοια της απόλυτης σύμπτωσης του δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες (δικαίωμα από
τη δανειακή σύμβαση), αφού το δικαίωμα το οποίο κατάγεται προς διάγνωση με την αίτηση με την οποία ζητείται (από την Τράπεζα)
η έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι το
ίδιο με εκείνο που έχει εισαχθεί προς διάγνωση με την προηγούμενη
αναγνωριστική αγωγή, ενώ υπάρχει και ταυτότητα αιτημάτων, αφού και με την αγωγή
και με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης συνέπειας (κύρος της συμβάσεως
– ύψος οφειλής), ενώ απόλυτη είναι και η ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, ήτοι
η σύμπτωση
των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις
δύο δίκες, (β) η διαταγή πληρωμής εκδίδεται από τον Δικαστή χωρίς να προηγηθεί
συζήτηση, χωρίς την παρουσία του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και χωρίς να
προηγηθεί επίδοση σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση (για την έκδοσή
της), ο οποίος (οφειλέτης) νομικά και πραγματικά λαμβάνει γνώση της έκδοσής της
μόνο μετά την έκδοσή της, άρα, (γ) η ένσταση εκκρεμοδικίας
ΔΕΝ μπορεί να προταθεί από τον καθ’ ου η διαταγή
πληρωμής (οφειλέτη) κατά την «εκδίκαση» της αίτησης για την έκδοσή της, αλλά
ούτε και να ερευνηθεί μπορεί αυτεπαγγέλτως από τον Δικαστή που την εκδίδει,
αφού η αίτηση για την έκδοση της διαταγής
πληρωμής υποβάλλεται (από την Τράπεζα) κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, ήτοι
της υποχρέωσης που το αρθρ. 116 ΚΠολΔ καθιερώνει, αφού η Τράπεζα αποκρύπτει
άλλως παρασιώπα αληθινά γεγονότα, συγκεκριμένα την προγενεστέρως ασκηθείσα
αναγνωριστική αγωγή, με αποτέλεσμα –δοθέντος
ότι δεν νοείται νομικά αυτεπάγγελτη αναστολή «εκδίκασης» της αίτησης με την οποία ζητείται η έκδοση
διαταγής πληρωμής - ο Δικαστής να εκδίδει
τελικά τη διαταγή πληρωμής, ενώ θα αρνούταν την έκδοσή της εάν εγνώριζε ότι εκκρεμεί
προς εκδίκαση αναγνωριστική αγωγή για την ίδια διαφορά, μεταξύ των ιδίων
διαδίκων, που παρουσιάζονται με την ίδια ιδιότητα, μέχρι να περατωθεί η πρώτη
δίκη.
7. Παρά την αντίθετη άποψη μεγάλης μερίδας
της παλαιότερης νομολογίας, η κρατούσα άποψη της νομολογίας της τελευταίας
πενταετίας, υποστηρίζει την απόρριψη του λόγου ανακοπής περί εκκρεμοδικίας, ως
μη νόμιμο, αναστέλλοντας τη συζήτηση της ανακοπής κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ, με το
σκεπτικό «της εναρμόνισης των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών
αποφάσεων». Οι κυριότερες δικανικές σκέψεις που οδηγούν στην απόρριψη του λόγου
ανακοπής περί εκκρεμοδικίας, που υφίσταται από την – προηγούμενη της αίτησης έκδοσης
διαταγής πληρωμής- άσκηση αναγνωριστικής
αγωγής, αποτυπώνεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων ως εξής:
Α) «Εκκρεμοδικία δημιουργείται με την
άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που περατούται όμως με την
έκδοση οριστικής αποφάσεως (σ.σ ορθό). Στη δίκη, όμως, της ανακοπής δεν
επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνον στο μέτρο των υποβαλλομένων λόγων
ανακοπής (σ.σ ορθό). Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής
προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της
ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής που
προσδιορίζεται επίσης και από την απαίτηση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για
την έκδοση της διαταγής πληρωμής (σ.σ δεν ενδιαφέρει η έκταση της εκκρεμοδικίας
της ανακοπής, αλλά της αγωγής, που οριοθετεί το αντικείμενο της «δίκης» στην
οποία εκδίδεται η διαταγή πληρωμής). [Έχω την άποψη ότι το ορθό δικονομικά έχει
ως εξής: «Εκκρεμοδικία δημιουργείται με
την άσκηση της αγωγής με την οποία πλήττεται το κύρος της σύμβασης, που περατούται με την έκδοση οριστικής
αποφάσεως. Και μπορεί μεν στη δίκη της ανακοπής να μην επανεκδικάζεται η
υπόθεση καθολικά αλλά μόνον στο μέτρο των υποβαλλομένων λόγων ανακοπής, όμως ο υποβαλλόμενος
λόγος ανακοπής που εξετάζεται στην προκείμενη περίπτωση είναι η εκκρεμοδικία
που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής
(εκκρεμοδικία) σε συνδυασμό με το περιεχόμενο και το αίτημα της αγωγής
προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της αγωγής
και αναγκαίως οριοθετούν την εκκρεμοδικία στη «δίκη» της αίτησης (της Τράπεζας)
με την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, που προσδιορίζεται επίσης και
από την απαίτηση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής
πληρωμής).
Β) «Η ταυτόχρονη δε άσκηση αρνητικής
αναγνωριστικής αγωγής και ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής επιφέρει την αναστολή
εκδίκασης της μιας από τις δύο κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ» [σ.σ στην προκείμενη
περίπτωση δεν έχουμε «ταυτόχρονη άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και
ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής», αλλά άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής
που προηγήθηκε της “εκδίκασης” της
αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης
διαταγής πληρωμής» [η άσκηση της ανακοπής είναι, στην προκείμενη περίπτωση (δημιουργία
εκκρεμοδικίας από την άσκηση της αγωγής), νομικά αδιάφορη].
Γ) «Εξάλλου η ήδη ασκηθείσα από τον
οφειλέτη αγωγή για την αναγνώριση της ανυπαρξίας της απαίτησης δεν εμποδίζει
την παράλληλη κατάθεση και έκδοση διαταγής πληρωμής για την ίδια απαίτηση». [Η
εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη τη
συζήτηση της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής που αφορά την ίδια αξίωση
(ΠΠΒερ 3248/84 ΑρχΝ 35/539, ΜΠρΑΘ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517, ΜΠρΑθ
3012/2008, ΜΠρΑθ 16/2007, ΜΠρΑθ
3012/2008, ΕιρΑθ 1358/2009, ΕιρΘεσσαλ
1906/2007, ΕιρΑθ
474/2006, ΕιρΑθ 1357/2009, ΕιρΑθ 1358/2009, ΕιρΘεσ 1906/2007, Βλ. και
Βαθρακοκοίλης, άρθρο 221, σελ. 17,18 «… η εκκρεμοδικία από την άσκηση
τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης για έκδοση διαταγής
πληρωμής που αφορά την ίδια αξίωση», και Κων. Μπέη Πολιτική Δικονομία κατ'
άρθρο ερμηνεία, 222 Κ.Πολ.Δ., σελ. 1008 και 1009 «… η
εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής, καθιστά απαράδεκτη την «εκδίκαση»
της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, η δε τυχόν εκδοθείσα (βάσει της
αιτήσεως αυτής) διαταγή πληρωμής, ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής»].
Δ) «Μεταξύ δε των δύο εκκρεμών δικών (σ.σ
ανακοπής και αγωγής) δεν υπάρχει μεν εκκρεμοδικία, καθόσον στην προκειμένη
περίπτωση δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, μεταξύ της
κρινόμενης *ανακοπής*, με την οποία ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης
διαταγής πληρωμής, και της ασκηθείσας αγωγής, με την οποία ζητείται- μεταξύ
άλλων- η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης δανειακής σύμβασης και
συνεπακόλουθα αναγνώριση ανυπαρξίας της απαίτησης. Ωστόσο, ανάμεσα στις δύο
αυτές δίκες υπάρχει δεσμός νομικής αναγκαιότητας, υπό την έννοια ότι το
αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, άλλωστε,
κατέστη εκκρεμής χρονικά πριν την άσκηση της υπό κρίση *ανακοπής*… για τους
λόγους αυτούς, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή
εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει να
ανασταλεί η συζήτηση κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ, και το δικαστήριο να αναβάλει
τη συζήτηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση επί της αγωγής των νυν ανακοπτόντων κατά της καθ' ης η ανακοπή, η οποία
εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών». [Οι δύο εκκρεμείς δίκες - για τις οποίες, σύμφωνα με το παραπάνω
σκεπτικό «δεν υπάρχει εκκρεμοδικία» - , ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ στην προκειμένη περίπτωση, «μεταξύ
της κρινόμενης *ανακοπής*, με την οποία
ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και της ασκηθείσας
αγωγής, με την οποία ζητείται- μεταξύ άλλων- η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης
δανειακής σύμβασης και συνεπακόλουθα αναγνώριση περιορισμού της απαίτησης»,
ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ μεταξύ της κρινόμενης *αίτησης* με την οποία ζητήθηκε η έκδοση της
προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και της ασκηθείσας αγωγής, με την οποία
ζητείται- μεταξύ άλλων- η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης δανειακής σύμβασης.
Επίσης, ΑΔΙΑΦΟΡΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ είναι αν η δίκη της αγωγής «κατέστη εκκρεμής
χρονικά πριν την άσκηση της υπό κρίση *ανακοπής*». ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ είναι ότι η δίκη της αγωγής κατέστη εκκρεμής χρονικά πριν την *αίτηση* με την οποία ζητήθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής
πληρωμής].
Κατά την εκτεθείσα στις νομικές σκέψεις
που προηγήθηκαν έννοια της εκκρεμοδικίας, και σύμφωνα με τις συγκεκριμένες
νομικές διατάξεις (άρθρα 221, 222, 249, 632 και 70 ΚΠολΔ), έχω την άποψη ότι:
I. Πρέπει να απορρίπτεται ο λόγος ανακοπής
περί εκκρεμοδικίας, ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν δεν αποδεικνύεται, ότι η κατάθεση
της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής έλαβε χώρα σε
μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής. Αν οι
χρόνοι κατάθεσης και άσκησης της αγωγής καθώς και κατάθεσης της αίτησης για την
έκδοση της διαταγής πληρωμής και κοινοποίησης
της διαταγής πληρωμής επικαλύπτονται, τότε πρέπει να προσκομίζεται αντίγραφο
της εν λόγω αίτησης (έκδοσης διαταγής πληρωμής) με σχετική σφραγίδα κατάθεσης
από την αρμόδια γραμματεία του Πρωτοδικείου/Ειρηνοδικείου, από το οποίο να
προκύπτει η ακριβής ημερομηνία κατάθεσης της. Όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, τότε, για την
εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών
αποφάσεων, πρέπει να αναστέλλεται η συζήτηση κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ, και το
δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής
μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής του ανακόπτοντος κατά της
καθ' ης η ανακοπή Τράπεζας, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου
(τακτική διαδικασία). (ad hoc
3012/2008 ΜΠΑ – ΤΑΚΤΙΚΗ)
II. Όταν αποδεικνύεται ότι η κατάθεση της
αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής έλαβε χώρα σε
μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την άσκηση της ανωτέρω αναγνωριστικής αγωγής,
τότε καθίσταται απαράδεκτη η μεταγενέστερη «εκδίκαση» της αίτησης για την
έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Συνεπώς η ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής πρέπει να ακυρώνεται, επειδή υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της
αγωγής, με την οποία ζητήθηκε να αναγνωρισθεί ότι η οφειλή έναντι της καθ' ης
από την ίδια ως άνω σύμβαση Τράπεζας, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη
διαταγή πληρωμής, ανέρχεται σε ποσό μικρότερο, λόγω εφαρμογής άκυρων ΓΟΣ στην πληττόμενη
(με την αγωγή) σύμβαση. Η δικαιοδοτική κρίση των δικαστηρίων που δικάζουν την
ανακοπή, κρίνοντας στην προκείμενη περίπτωση απορριπτέο το λόγο ανακοπής περί
εκκρεμοδικίας, ως μη νόμιμο, αναστέλλοντας τη συζήτηση της ανακοπής κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ,
«για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως
αντιφατικών αποφάσεων», έχω την άποψη ότι είναι εσφαλμένη.
Τα σχετικά έγγραφα (νομολογία, θεωρία), εδώ