Οι
ανακόπτοντες, με την ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που δημοσιεύω,
και για τους λόγους που ειδικότερα εκτέθηκαν σε αυτήν, ζήτησαν την ακύρωση της διαταγής
πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ' ης
τράπεζα, ποσό πλέον τόκων και εξόδων ως κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος
ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, καθώς και
της αντίστοιχης επιταγής προς πληρωμή, επί τη βάσει της οποίας
επισπεύδεται εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση.
Με τον πρώτο
λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και είναι άκυρη λόγω υφιστάμενης εκκρεμοδικίας
διότι η συζήτηση κατά την ημερομηνία της
αιτήσεως για της έκδοσή της έγινε μετά την άσκηση της τακτικής αγωγής
τους σε βάρος της καθ' ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία
ερείδεται στις διατάξεις του άρθρου 70 ΚΠολΔ και στηρίζεται στην ίδια
πραγματική και νομική αιτία και η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί για την
προσδιορισθείσα δικάσιμο στο ως άνω δικαστήριο.
Το δικαστήριο
είπε ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 221, 222 και 632 επ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι
η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εισάγει προς διάγνωση την
απαίτηση του αιτούντος, αλλά επιδιώκει μόνον την απόκτηση τίτλου εκτελεστού και
για το λόγο αυτό δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία. Παρά την έλλειψη, όμως,
εκκρεμοδικίας αποκλείεται η υποβολή της ίδιας αξίωσης στηριζόμενης στην ίδια
ιστορική και νομική αιτία με νέα μεταγενέστερη αίτηση για έκδοση διαταγής
πληρωμής, με βάση τον κανόνα non bis in idem και εν όψει του κινδύνου της
διπλής εκτέλεσης, αλλά και της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος. Αντίθετα,
εκκρεμοδικία δημιουργείται με την άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής
πληρωμής, που περατούται όμως με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στη δίκη,
όμως, της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνον στο μέτρο
των υποβαλλομένων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με το αίτημα της
ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση
της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής που
προσδιορίζεται επίσης και από την απαίτηση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για
την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, εάν ο λόγος της ανακοπής κατά
διαταγής πληρωμής είναι τυπικός, αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της
δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή δεν καθίσταται και
το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή
πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου
της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή
πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί
προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ερευνάται
παρεμπιπτόντως αυτό από το δικαστήριο της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλΔ 38. 768,
ΕΑ 8741/1982 ΕλΔ 24. 995).
Παράλληλα, οι
προϋποθέσεις της ενστάσεως εκκρεμοδικίας κατά την έννοια του άρθρου 222 ΚΠολΔ
είναι οι εξής : α) Ύπαρξη εκκρεμούς δίκης είτε ενώπιον του ίδιου είτε ενώπιον
άλλου Δικαστηρίου, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω β) Ταυτότητα προσώπων, ήτοι
ταυτότητα διαδίκων που να παρίστανται με την ίδια ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι
το δεδικασμένο της αποφάσεως της πρώτης δίκης καταλαμβάνει (δεσμεύει) και τους
διαδίκους της δεύτερης δίκης, ανεξάρτητα δηλαδή από την μεταλλαγή της
δικονομικής ιδιότητας αυτών σε κάθε δίκη γ) Ταυτότητα διαφοράς, ήτοι ταυτότητα
δικαιώματος, αντικειμένου και ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα
δικαιώματος υπάρχει όταν το προβαλλόμενο δικαίωμα είναι το ίδιο το οποίο
εξετάστηκε και κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ταυτότητα αντικειμένου υπάρχει
όταν το ενσώματο ή ασώματο αντικείμενο της νέας δίκης δεν είναι διαφορετικό της
προηγούμενης δίκης. Τέλος, με τον όρο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας
δηλώνεται η ταυτότητα του νομικού γεγονότος του παραγωγικού της έννομης σχέσης.
Με άλλα λόγια ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας σημαίνει ότι με την
δεύτερη αγωγή, ανταγωγή κ.λ.π. πρέπει να προβάλλεται με βάση τα ίδια πραγματικά
περιστατικά το ίδιο αίτημα. Η εκκρεμοδικία με την ως άνω έννοια συνιστά
δικονομικό απαράδεκτο της αγωγής, που ασκήθηκε εκ νέου και έχει ως συνέπεια όχι
την απόρριψη της δεύτερης αγωγής αλλά την αναστολή της εκδικάσεως αυτής μέχρι
την περάτωση ή κατάργηση της πρώτης δίκης. Η αναστολή διατάσσεται όχι μόνον
κατόπιν προβολής ενστάσεως αλλά και αυτεπαγγέλτως όπως ρητά ορίζει το άρθρο 222
παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Πολ.Αθηνών
8986/1976 Νοβ 25, 224).
Περαιτέρω,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249
ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη
ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας
δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης που είναι εκκρεμής σε
πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή
κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα ή ύστερα από
αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί
τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της
διάταξης αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών
αποφάσεων, προκύπτει με σαφήνεια ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του
Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της
διαφοράς όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του
ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξάρτητα βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων προσώπων,
για το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά προς το ίδιο ζήτημα ή
από άλλο λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη
33.910). Για την εφαρμογή, εξάλλου, της
εν λόγω διατάξεως προϋποτίθεται κατ' αρχήν δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των
δύο δικών, δηλαδή εξάρτηση της διαγνώσεως της διαφοράς από άλλες έννομες
σχέσεις (βλ. Γαζής/Κεραμεύς: ΝΟΒ 1987 σελ. 334). Παρά τη γραμματική
διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία ομιλεί για αναβολή της συζήτησης
πρόκειται εδώ για αναστολή της δίκης (βλ. Εφ.ΑΘ. 10144/1995 Αρμ. 1996. 189,
ΕφΠατρ, 723/1983 Δ. 15. 280, K. Μπέη ΠολΔΙΚ.ΈΚδ. 1974 τόμ. 5ος σελ. 1090).
Τέλος, οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην ύπαρξη της απαίτησης εφ' ης εξεδόθη η
διαταγή πληρωμής μπορούν να προβληθούν και με αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Η
ταυτόχρονη δε άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και ανακοπής κατά διαταγής
πληρωμής επιφέρει την αναστολή εκδίκασης της μιας από τις δύο κατ' άρθρο 249
ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΣΤ. Πανταζόπουλος «Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής», Β'
έκδοση, έτος 2013 σελ. 365). Εξάλλου, η ενδεχόμενη σώρευση ανακοπής κατά
διαταγής πληρωμής με αρνητική αναγνωριστική αγωγή βάσει των ιδίων λόγων κατά
του κύρους της απαίτησης και η εκδίκαση της πρώτης έχει ως συνέπεια την έλλειψη
εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της δεύτερης ενώ επιπλέον δημιουργείται
δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία της οφειλής. Η κατ' ουσίαν απόρριψη της
αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για την απαίτηση εφ' ης η διαταγή πληρωμής μετά
την άσκηση ανακοπής κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ δημιουργεί δεδικασμένο για την ύπαρξη
της έννομης σχέσης, η οποία αμφισβητήθηκε με την αγωγή. Όπως και όταν έχει ήδη προηγηθεί η έκδοση απόφασης επί της αρνητικής
αναγνωριστικής αγωγής ως προς την ανυπαρξία της απαίτησης και στη συνέχεια
εκδικάζεται η ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής στην οποία ως προδικαστικό ζήτημα
τίθεται η ίδια κριθείσα έννομη σχέση. (βλ. σχετ. Στέφανος Πανταζόπουλος «Η
ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής», Β έκδοση, έτος 2013, σελ. 366)
Με τον πρώτο
λόγο της κρινόμενης ανακοπής οι ανακόπτοντες ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω υφιστάμενης
εκκρεμοδικίας, καθόσον η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής
πληρωμής υποβλήθηκε μετά την άσκηση της αγωγής των ανακοπτόντων κατά της καθ'
ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας οι ανωτέρω
ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου
λογαριασμού εφ' ης στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγή πληρωμής. Με
αυτό το περιεχόμενο ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής κρίθηκε απορριπτέος
ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη ούτε
η υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής αλλά ούτε η έκδοση διαταγής
πληρωμής αποκλείουν την άσκηση τακτικής αγωγής για την ίδια απαίτηση. Εξάλλου η ήδη ασκηθείσα από τον οφειλέτη
αγωγή για την αναγνώριση της ανυπαρξίας της απαίτησης δεν εμποδίζει την
παράλληλη κατάθεση και έκδοση διαταγής πληρωμής για την ίδια απαίτηση.
Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση από το εισφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε
ότι οι ανακόπτοντες έχουν πράγματι ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών αγωγή κατά της καθ' ης η ανακοπή,
η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί, με την οποία ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας
της επίδικης σύμβασης του αλληλόχρεου λογαριασμού, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε
η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω ακυρότητας των γενικών όρων συναλλαγών
και ειδικότερα των σχετικών όρων αναφορικά με την ευθύνη του εγγυητή, τον παράνομο
ανατοκισμό της εισφοράς του N, 128/1975, την πλασματική αναγνώριση χρέους, το
περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και την προμήθεια αδράνειας καθώς και το
ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος συμβατικού επιτοκίου. Εξάλλου, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διαπιστώνεται
ότι η τελευταία εκδόθηκε δυνάμει απαίτησης της καθ' ης η ανακοπή, που
προέρχεται από την αυτή σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, της οποίας η
εγκυρότητα αμφισβητείται και ζητείται η ακύρωση της με την προγενεστέρως
ασκηθείσα αναγνωριστική αγωγή για τους αναλυτικά αναφερόμενους σε αυτή λόγους.
Μεταξύ δε των δύο εκκρεμών δικών δεν
υπάρχει μεν εκκρεμοδικία, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει
ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, μεταξύ της κρινόμενης ανακοπής, με την
οποία ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και της
ασκηθείσας αγωγής, με την οποία ζητείται- μεταξύ άλλων- η αναγνώριση της
ακυρότητας της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού και συνεπακόλουθα
αναγνώριση ανυπαρξίας της απαίτησης. Ωστόσο,
ανάμεσα στις δύο αυτές δίκες υπάρχει δεσμός νομικής αναγκαιότητας, υπό την
έννοια ότι το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
η οποία, άλλωστε, κατέστη εκκρεμής χρονικά πριν την άσκηση της υπό κρίση
ανακοπής, συνέχεται και επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, καθόσον οι
ισχυρισμοί, που συγκροτούν την ιστορική βάση της προηγηθείσας αναγνωριστικής
αγωγής, ταυτίζονται με τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διαταγής
πληρωμής, που αφορούν την ακυρότητα των γενικών όρων συναλλαγών της επίδικης
σύμβασης. Κρίθηκε, με το παραπάνω σκεπτικό, ότι τίθεται ζήτημα κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αναφορικά με το
ζήτημα της εγκυρότητας της σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού, καθώς η εγκυρότητα
ή όχι της επίδικης σύμβασης, από την οποία προέκυψε η συνολική απαίτηση, που θα
κριθεί στη σχετικώς ανοιγείσα δίκη με αγωγή των ανακοπτόντων, αποτελεί
προδικαστικό ζήτημα της παρούσας δίκης.
Για τους
λόγους αυτούς, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή
εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, κρίθηκε ότι πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ,
και το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής
μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής των νυν ανακοπτόντων κατά
της καθ' ης η ανακοπή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).
Την υπόθεση
χειρίστηκα από κοινού με τον δικηγόρο Κορίνθου Μάριο Μαρινάκο
Ολόκληρο το
κείμενο της απόφασης, εδώ