Κεφάλαια
1.
Τα άρθρα 34 και 22 παρ. 3 του ν. 3900/2010 και η υποπαράγραφος Α.5 του
πολυνομοσχεδίου που έγινε πρόσφατα νόμος του κράτους (ν. 4152/2013)
2.
Το άρθρο 93 § 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να
μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»
3.
Το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος (άσκηση του δικαιώματος της προηγουμένης
ακροάσεως)
4.
Το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
Το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος,
καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το
δικαίωμα στην ιδιοκτησία
---------------------------------
Η Δημοκρατία σε Κίνδυνο!
Η
Δημοκρατία πεθαίνει στην χώρα που γεννήθηκε! Σκληρή καταπίεση με παράνομη υπερφορολόγηση.
21 φόροι σε 6 μήνες για κάθε οικογένεια! 100% πάνω οι αντικειμενικές στις
λαϊκές περιοχές! Η Δάφνη έγινε πιο ακριβή από την Εκάλη… Στις επονομαζόμενες
«λαϊκές» και «υποβαθμισμένες περιοχές» (Περιστέρι, Αιγάλεω, Άγιος Δημήτριος,
Πέραμα, Νίκαια, Δραπετσώνα, Καλλιθέα κ.ά.) οι τιμές της Εφορίας αυξήθηκαν κατά
100% [1]
! Εξοντωτικά τεκμήρια διαβίωσης. Γυναίκα διαζευγμένη με ένα ανήλικο τέκνο,
πάμφτωχη κυριολεκτικά, με ετήσιο πραγματικό εισόδημα 4.500 ευρώ, με ένα σπίτι
90 τ.μ στα Σεπόλια (από γονική παροχή πριν από 30 χρόνια) και ένα ταπεινό
αυτοκινητάκι (που το πληρώνει κάθε μήνα με δόσεις), καλείται με βάση εξοντωτικά
τεκμήρια διαβίωσης να πληρώσει ετήσιο φόρο εισοδήματος ύψους 2.800 ευρώ [2]
!!! Καμία δημόσια συζήτηση για την άνευ προηγουμένου απρόοπτη μεταβολή των
συνθηκών, για το υποχρεωτικό από το εθνικό, το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο,
κούρεμα των δανείων που οι πολίτες οφείλουν στις τράπεζες, οι οποίες
ανακεφαλαιωθήκαν με χρήματα που αναδέχθηκαν υποχρεωτικά ως Χρέος οι πολίτες.
Παράνομη και ληστρική φορολόγηση με κούρεμα ελληνικών καταθέσεων στην Κύπρο,
για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα μη κατοίκους Κύπρου, με ανεπίτρεπτη από το
διεθνές δίκαιο και τις διακριτικές συμβάσεις παράλειψη του «ελληνικού» κράτους
να παρέχει ελάφρυνση, ώστε να αποφεύγεται η διπλή φορολογία [3].
Κατασχέσεις, πλειστηριασμούς και πρόστιμα που θα κυμαίνονται από 300 έως 2.000
ευρώ για την καθυστέρηση εξόφλησης φόρων άνω των 30 ημερών, σύμφωνα με τον νέο
Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών που κατατέθηκε στη Βουλή με τη διαδικασία του
κατεπείγοντος… Τη στιγμή που το 27,7%
των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας… Όταν η Ελλάδα είναι η δεύτερη σε φτώχεια χώρα της
Ευρώπης με το ποσοστό της γενικής ανεργίας να έχει διαμορφωθεί σταθερά άνω του
28% και πάνω από 55% για τους νέους… Όταν για μισθωτούς και συνταξιούχους
σημειώθηκε το 2012, μείωση εισοδήματος 18% και αύξηση φόρων 52% [4].
Σε
αυτή την Ελλάδα της ανέχειας και της εξαθλίωσης, με τις πρώτες φαβέλες να
κάνουν ήδη την εμφάνισή τους [5],
ψηφίστηκε στις 09/07/2013 το πολυνομοσχέδιο που εισάγει νέες φορολογικές
διατάξεις, με τις οποίες θεσμοθετείται η Στέρηση της Ιδιοκτησίας και η Στέρηση
ταυτόχρονα του Δικαιώματος της Δικαστικής Προστασίας!!! Άξιο μνείας είναι το
γεγονός, ότι η περιστολή των παραπάνω
θεμελιωδών δικαιωμάτων υπερψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο σε κλίμα
πανηγυρικό [6]
!!! Κατόπιν τούτου, για την αμφισβήτηση μιας φορολογικής πράξης, τέλους ή
προστίμου, το οποίο δύναται, όχι απλώς να είναι εσφαλμένο, αλλά και καταφανώς
παράνομο ή και σκόπιμο, η πρόσβαση του φορολογουμένου στη δικαιοσύνη καθίσταται
πρακτικά ΑΔΥΝΑΤΗ!!!
Την
ίδια ώρα το φως της δημοσιότητας βλέπουν «λίστες», όπως αυτή της
«Λαγκάρντ», του «Λίχτενσταϊν», των «400 ελλήνων με τα ακριβά ακίνητα στο
Λονδίνο» κ.ά, που αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της «λίστας του Σίντλερ»… Της
επιλεκτικής δηλαδή διάσωσης κάποιων ελαχίστων προνομιούχων, από το Οικονομικό
Ολοκαύτωμα που με αμείλικτη ένταση εξολοθρεύει τους Έλληνες τα τρία τελευταία
χρόνια, με άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων με την καθιέρωση προνομίων ή
εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα βασισμένων σε κριτήρια όπως αυτό της πρόσβασης
στα κέντρα εξουσίας. Πρόκειται δυστυχώς για την ελληνική εκδοχή των λιγοστών
Εβραίων που διασώθηκαν από τον Σίντλερ κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τους εκατομμύρια υπολοίπους να οδηγούνται μαζικά στα
ναζιστικά κρεματόρια…
Χαρακτηριστική
του αναβρασμού που επικρατεί στην κοινωνία, είναι η σκληρή ανακοίνωση του
Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) και του
προέδρου του Γ. Αδαμόπουλου που εκδόθηκε με αφορμή την 39η επέτειο
αποκατάστασης της Δημοκρατίας, στην οποία επισημαίνεται ότι «όταν η νομοθετική
λειτουργία ασκείται με πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας (ΠΝΠ) χωρίς να
συντρέχει έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, όταν
η κυβέρνηση προχωρεί κατ' επανάληψη σε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών ομοίως
χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα, όταν, εν γένει,
μεθοδεύεται η εξαθλίωση των πολιτών, με τη μετακύλιση του βάρους της
οικονομικής κρίσης στη βάση της κοινωνίας, προκειμένου να προστατευτεί η
οικονομική ελίτ και να εξυπηρετηθούν διεθνή και εγχώρια οικονομικά συμφέροντα,
η Δημοκρατία οδηγείται εκ των πραγμάτων στην αυτοκατάργησή της» [7].
H
απόφαση τoυ Euroworking Group της 24ης Ιουλίου να αναβάλει για κάποιες ημέρες ,
τη λήψη απόφασης για την εκταμίευση της ελληνικής δόσης για… 80 υπαλλήλους που
δεν μπήκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας (!!!) και η εσπευσμένη ενέργεια της
κυβέρνησης προκειμένου να άρει το
αδιέξοδο, να καταθέσει αμέσως τροπολογία, δυο ημέρες μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου
(!!!), με την οποία άρθηκε η εξαίρεση από την κινητικότητα για τους κατόχους
μεταπτυχιακών τίτλων, προκειμένου να ικανοποιηθούν αι απαιτήσεις των δανειστών
που μπλόκαραν τη δόση γιατί δεν είχαν
τεθεί σε διαθεσιμότητα από τους 4.200 υπαλλήλους ένας αριθμός 80 εργαζομένων
(!!!) [8],
έρχεται να υπενθυμίσει την πλήρη κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας και την
παράδοση της άσκησης της γενικής πολίτικης της Χώρας στους πιστωτές. Το γεγονός
αυτό, που καταδεικνύει ότι οι δανειστές δεν δείχνουν διατεθειμένοι να προβούν
στην ελάχιστη παραχώρηση ως προς την καταστροφική πολιτική που ασκούν στη Χώρα,
έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη που κυριαρχεί στην κοινή γνώμη, για την
αναγκαιότητα επικαιροποίησης της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας με αριθμό 668/2012, που αποφάνθηκε ότι με τα δεδομένα που
επικρατούσαν στη Χώρα το 2010 [ενόψει του πρώτου Μνημονίου (ν. 3845/2010)] ότι
«ούτε με το Μνημόνιο ούτε με τον ν. 3845/2010 παραχωρούνται αρμοδιότητες
σχετικές με την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας
στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στο Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο, ούτε αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών,
περιορίζουσες την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, η Ελληνική δε Κυβέρνηση
διατηρεί την κατ’ άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία της για τη χάραξη της
γενικής πολιτικής της χώρας, (…) [9].
Μετά
την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονικής νομοθεσίας» (βλ. ν.
3845/2010-1ο Μνημόνιο και 47 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4046/2012-2ο
Μνημόνιο και 58 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4093/2012-3ο Μνημόνιο και 20
εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα), τα ειδικά μισθολόγια -τα οποία απαρτίζουν το
1/3 της δαπάνης για μισθούς του δημοσίου, κατά τα αναγραφόμενα στο Παράρτημα
V-1 του ν. 4046/2012- μειώθηκαν σε ποσοστά έως και 35% (ν. 4093/2012), με
αντίστοιχες μειώσεις και στους συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων από 14-2-2012
(σχετική η 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδόθηκε κατ’
εξουσιοδότηση του ν. 4046/2012), οι νέοι μισθοί στο δημόσιο έχουν διαμορφωθεί
σε 780 € μικτά μηνιαίως (για το νεοδιοριζόμενο ΥΕ) (βλ. ν. 4024/2011), στον
ιδιωτικό τομέα έχουν διαμορφωθεί σε 417 € καθαρά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών
(μικτά 510,95 €), σε 586 € μικτά για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών, το
ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανέρχεται σε 22,8 € μικτά για τον
εργαζόμενο έως 25 ετών, σε 26,18 € (έναντι του 33,5 € που ίσχυε έως τότε) για
τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών και η κατώτατη σύνταξη ανέρχεται σε 487 €.
Παράλληλα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) το
2009 ανήλθε σε 94, το 2012 σε 75,2 και το 2013 σε 71,9 (Πηγή Ευρωπαϊκή
Επιτροπή), σύμφωνα δε με την από 2-11-2012 μελέτη της Ελληνικής Στατιστικής
Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) σχετικά με τις Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, το 27,7% των
Ελλήνων βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η Ελλάδα είναι η δεύτερη
σε φτώχεια χώρα της Ευρώπης και το ποσοστό της ανεργίας της έχει διαμορφωθεί
σταθερά άνω του 26% (βλ. σχετική έκθεση περί της ανεργίας στην Ελλάδα της
ΕΛΣΤΑΤ). Τέλος, η διεύρυνση και επιβάρυνση της φορολογικής βάσης, προκειμένου
να καταστεί βιώσιμο και διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος, με σειρά νομοθετημάτων
(ενδεικτικώς, άρθρο 4 του ν. 3845/2010 για αύξηση του ΦΠΑ από 19% σε 23%, από
9% σε 11%, αύξηση 15% της βενζίνης, επιβολή του ειδικού τέλους του ν.
4091/2011, επαναφορά τεκμηρίων διαβίωσης στα αυτοκίνητα και τα ακίνητα, άρθρο
πρώτο παρ. Ε-2-7 του ν. 4093/2012 για αύξηση του φόρου κατανάλωσης
βιομηχανοποιημένων καπνών κατά 10%, άρθρο 38 του ν. 3986/2011 για επιβολή της
εισφοράς αλληλεγγύης) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φοροδοτικής ικανότητας
του πληθυσμού (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά το 2011 τα συνολικά
φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, έφθασαν στο 31% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και
των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 2013 θα ανέλθουν στο 36,4% του ΑΕΠ),
ενώ από πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ το δημόσιο χρέος δεν θα είναι βιώσιμο και
διαχειρίσιμο ούτε και το έτος 2020 (που θα ανέλθει στο 129,36% του ΑΕΠ, βλ.
πίνακα Εκτίμηση εξέλιξης του δημόσιου χρέους 2008-2035, πηγή OECD, Economic
Survey of Greece 2011) [απόσπασμα από την απόφαση 19/2013 του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Κορίνθου ].
Στην
ουσία τα μνημόνια συνιστούν ένα νέο «παρασύνταγμα» παρατηρεί ο Γιώργος
Κατρούγκαλος, συνταγματολόγος, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της
Θράκης. «Πρόκειται για ένα μπλοκ διατάξεων, παράλληλο και αντίθετο προς το
Σύνταγμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα. Μοιάζει με το
πρώτο «παρασύνταγμα», τη σειρά διατάξεων που επιβλήθηκαν μετά τον Εμφύλιο από
τους νικητές εις βάρος των χαμένων και εκμηδένιζαν τις ατομικές ελευθερίες,
προέβλεπαν εκτοπίσεις και εκτελέσεις. Και τότε οι συνταγματολόγοι είχαν
καταγγείλει εκείνο το «παρασύνταγμα» και δυστυχώς και τότε το Συμβούλιο της
Επικρατείας δεν είχε διαγνώσει καμιά αντισυνταγματικότητα στις ρυθμίσεις του».
Περαιτέρω,
ειδική έκθεση του ΔΝΤ καταγράφει όλες τις διαδικασίες που κυριαρχούν στο
φορολογικό σύστημα και δίνει ελαφρυντικά στους Έλληνες για την επιλογή τους να
αποκρύπτουν σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους… Η έκθεση του Ταμείου αφορά
στη φορολογική διοίκηση, στη φορολογία και στη φοροδιαφυγή και ουσιαστικά
εξηγείται με λεπτομέρειες γιατί το να πληρώνει κάποιος φόρους στην Ελλάδα είναι
παράλογο…
Με
βάση όσα αναλύονται στην έκθεση, μεταξύ των λόγων που εντοπίζονται και για τους
οποίους είναι παράλογο να πληρώσει κάποιος φόρους στην Ελλάδα είναι η μη
ανταποδοτικότητα των πάσης φύσεως τελών και εισφορών που πληρώνουν οι
έλληνες. «Οι φορολογούμενοι νιώθουν ότι
οι φόροι τους δεν έχουν κάποια ανταποδοτικότητα. Καλούνται να πληρώσουν φόρους
και την ίδια στιγμή ξοδεύουν αδρά για βασικές κρατικές υπηρεσίες, όπως είναι η
παιδεία, η υγεία και οι μεταφορές. Στην παιδεία τα νοικοκυριά αιμορραγούν
οικονομικά, λόγω της παραπαιδείας (φροντιστήρια κ.λπ.), ενώ στην υγεία
αναγκάζονται να πληρώνουν ποσά κάτω από το τραπέζι, όπως είναι το γνωστό
«φακελάκι». Στις μεταφορές αναγκάζονται να πληρώνουν πολύ ακριβά διόδια για τη
χρήση αυτοκινητοδρόμων. Την ίδια στιγμή, οι υπηρεσίες που παρέχει το κράτος
είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους φόρους που
καλούνται να πληρώσουν οι φορολογούμενοι» επισημαίνεται στην Έκθεση.
1. Τα άρθρα 34 και 22 παρ. 3 του
ν. 3900/2010 και η υποπαράγραφος Α.5 του πολυνομοσχεδίου που έγινε πρόσφατα
νόμος του κράτους (ν. 4152/2013)
Στις
ακραίες αυτές συνθήκες πλήρους συνταγματικής εκτροπής, με το τελευταίο πολυνομοσχέδιο
που ψηφίστηκε πρόσφατα από το κοινοβούλιο που έγινε νόμος του κράτους
(4152/2013) και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ A 107/2013 και συγκεκριμένα με την υποπαράγραφο Α.5
(ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ),
με την οποία μετά το άρθρο 70Α του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας
Εισοδήματος, Κ.Φ.Ε., Α’ 151) προστέθηκε
νέο άρθρο 70 Β (Ειδική Διοικητική Διαδικασία -Ενδικοφανής προσφυγή), με
το οποίο καταργείται από τα τέλη Ιουλίου 2013 η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης
Φορολογικών Διαφορών.
Πλέον
από την 1η Αυγούστου οι φορολογικές διαφορές θα επιλύονται με συνοπτικό τρόπο,
με την αρμοδιότητα να περνά στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης
της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών. Με την νέα
αυτή διαδικασία η οποία όπως παρακάτω
αναλύω οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο
Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε
έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή, εκτιμάται από την κυβέρνηση πως με
διαδικασίες εξπρές θα εισρεύσουν έως τον Φεβρουάριο του 2014 στα κρατικά ταμεία
βεβαιωμένοι φόροι ύψους 1,25 δισ. ευρώ… [16]
Το
υπουργείο Οικονομικών με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίσθηκε στην Βουλή αναθεώρησε
πλήρως της διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, μεταφέροντας από την 1η
Αυγούστου 2013 τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής
Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Έτσι, από την 1η
Αυγούστου ο φορολογούμενος που αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου,
δασμού, προστίμου κτλ, που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή,
οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης
από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων
Εσόδων.
Η
αίτηση θα υποβάλλεται στην Εφορία, στο Τελωνείο ή στην φορολογική αρχή (ΣΔΟΕ)
που εξέδωσε την πράξη και θα αναφέρει τους λόγους στους οποίους ο
φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον
φορολογούμενο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε
αυτόν. Περαιτέρω, με την άσκηση της ενδικοφανής προσφυγής θα βεβαιώνεται άμεσα
από τη φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του
αμφισβητούμενου ποσού της πράξης (παρ. 3). Αυτό σύμφωνα με δημοσιεύματα του
τύπου, συνεπάγεται ότι με την ενεργοποίηση της νέας διαδικασίας και το αργότερο
έως τον Φεβρουάριο 2014 θα εισπραχθούν 1,25 δισ. ευρώ από τα 2,5 δισ. ευρώ των
εκκρεμών υποθέσεων που λιμνάζουν σήμερα στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης
Φορολογικών Διαφορών (η καταβολή του 50% δεν ίσχυε στην περίπτωση προσφυγής
στην επιτροπή).
Οι
πλέον προκλητικές διατάξεις του πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας
νόμου 4152/2013 που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο σε κλίμα σχεδόν
πανηγυρικό(!), που σε οποιοδήποτε κράτος δικαίου που θεωρείται ως κράτος
δημοκρατικό και ευνομούμενο και αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα ως μια
ευνομούμενη πολιτεία θα είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τον νομικό,
πολιτικό και πνευματικό κόσμο, είναι η διάταξη που κάνει λόγο για «σαφή, ειδική
και πλήρη αιτιολογία» της απόφασης της
Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης επί της προσφυγής του φορολογουμένου με
«νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς», όταν ως εισηγητές ορίζονται…
«υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Οικονομικών ή υπάλληλοι με δεκαετή
τουλάχιστον εμπειρία σε φορολογικούς ελέγχους»!!!) [παρ 6 αρθρ. 70Β και
παράγραφος 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκε με την
υποπαράγραφο Α.5 αρ. 1.6 αρ. 3.β.β ].
Επίσης, η διάταξη που
προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής
στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης για την αναστολή (!!!!!!!) της βεβαίωσης του 50% σε περιπτώσεις
πρόκλησης “ανεπανόρθωτης βλάβης” του
φορολογουμένου [άρθρο 70 Β παρ. 4 «Η
Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή,
μέχρι την κοινοποίηση της απόφασής της στον υπόχρεο, μόνο στην περίπτωση κατά
την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον
υπόχρεο»].
Τέλος, αξιομνημόνευτο είναι το τεκμήριο όχι απλώς
απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και της αίτησης αναστολής από την εν λογω
Επιτροπή, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το
φορολογούμενο, με τις άγνωστες στο
δικαιϊκό μας σύστημα προβλέψεις της παρ. 4 του άρθρου 70Β για την απόρριψη της
αίτησης αναστολής [«Εάν δεν εκδοθεί
απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική
αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί»] και της παραγράφου 5
του ίδιου άρθρου για την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής [«Εάν, εντός της
προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, δεν εκδοθεί απόφαση ή δεν κοινοποιηθεί
απόφαση στον υπόχρεο, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί
από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής
της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας»]. Αντί δηλαδή να
ενισχύεται η υποχρέωση της Διοίκησης
να λαμβάνει μέριμνα για τη λήψη γνώσης
των δυσμενών διοικητικών πράξεων από το φορολογούμενο με βέβαιο και ασφαλή τρόπο, οι ανωτέρω
διατάξεις εισάγουν ανεπίτρεπτο τεκμήριο «γνώσης» του απορριπτικού περιεχομένου
της απόφασης, που λαμβάνει υποτίθεται χώρα από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
της απόφασης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (20 ημέρες για την απόφαση επί
της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες από την απόφαση επί προσφυγής)!!!
Περαιτέρω,
περιορισμός του δικαιώματος είναι κάθε συρρίκνωση του γενικού του περιεχομένου.
Δηλαδή σε ορισμένες περιπτώσεις επιτάσσεται η εφαρμογή του γενικού περιεχομένου
ενός δικαιώματος όχι σε όλο το μήκος και πλάτος αλλά ελαττωμένου. Οι
περιπτώσεις αυτές συνιστούν περιορισμούς του θεμελιώδους δικαιώματος. Η
οριοθέτηση, έχει χαρακτήρα τακτικό, συνδέεται δηλ. με αυτήν την ίδια τη φύση
του δικαιώματος. Αντίθετα, ο περιορισμός έχει έκτακτο χαρακτήρα, δεν
εφαρμόζεται πάντα, αλλά μόνο ορισμένες φορές. Μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ
στέρησης και περιορισμού είναι η προσωρινή στέρηση του δικαιώματος. Εν προκειμένω
η συρρίκνωση του δικαιώματος είναι μεν ολοκληρωτική, πλην όμως προσωρινή. Αυτός
ο προσωρινός χαρακτήρας επιβάλλει την κατάταξή της στην κατηγορία των
περιορισμών. Διαρκή
ολοκληρωτική στέρηση θεμελιώδους δικαιώματος έχουμε, όταν με το πρόσχημα της
παγίας και διαρκούς επίκλησης της προστασίας δήθεν του δημοσίου συμφέροντος
παγιώνεται μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ στέρησης και περιορισμού, που
υιοθετείται ενιαία από τις τρεις κρατικές λειτουργίες, κατά τρόπον ώστε, το
δικαίωμα να απειλείται με ολοκληρωτική συρρίκνωση, μέσω του διαρκούς και
έντονου χαρακτήρα του δραστικού περιορισμού του.
Έχοντας
υπόψη τα ανωτέρω, κατά την κοινή πείρα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις
συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Χώρα, αλλά και τους παραδεκτούς κανόνες της
επιστήμης της Νομικής όπως τους γνωρίζουμε έως σήμερα, η εισαγωγή των πρόδηλης
και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας διατάξεων με την ψήφιση του εν λόγω πολυνομοσχεδίου, αποτελεί ανεπίτρεπτο
συνταγματικά περιορισμό που οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης
στο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε
έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή.
Περαιτέρω,
οδηγεί σε πλήρη στέρηση της ιδιοκτησίας, ιδίως αν συνδυαστεί
με την εφαρμογή της ρύθμισης της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010
που προβλέπει ότι ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου
κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι
απαράδεκτη, διάταξη που με την ΣτΕ
1619/2012 κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στα άρθρα, 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6
παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία
κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256) δεδομένου ότι «η ρύθμιση
αυτή το μεν αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική
κρίση, αφ' ετέρου δε διότι κατά το άρθρο 209 (Α) του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας (που έχει προστεθεί με το άρθρο 33 του ν. 3900/2010) παρέχεται η
δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης αν το ένδικο μέσο της
εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο».
Επισημαίνεται
ωστόσο, ότι η παραπάνω πρόβλεψη [«της δυνατότητας αναστολής εκτελέσεως ΜΟΝΟ αν
το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως
βάσιμο» (άρθρο 209Α του ως άνω
Κ.Διοικ.Δικ., που προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010
(φ. Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011)] κρίθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ότι
αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ
[ΔΕφΑθ (Συμβ) 75/2011], με το σκεπτικό ότι «η προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου
209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προβλέπει, προκειμένου περί
φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής ΜΟΝΟ την πρόδηλη
βασιμότητα του ένδικου μέσου και όχι και την ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς
επανορθώσιμη βλάβη που τυχόν απειλείται από την άμεση εκτέλεση της δικαστικής
απόφασης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, το οποίο δεν εκτιμάται ως
προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο, είναι αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου,
ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, διότι θίγει στον πυρήνα του το ως άνω δικαίωμα που
κατοχυρώνουν τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ», πλην όμως
αναιρέθηκε στη συνέχεα από το Συμβούλιο της Επικρατείας [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011], με το σκεπτικό ότι «η
συγκεκριμένη ρύθμιση, μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος,
λαμβανομένου μάλιστα υπ' όψη ότι η συνδρομή της βλάβης στην συγκεκριμένη
περίπτωση ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου», πρόσθετα δε, με το
σκεπτικό ότι «τούτο εξυπηρετεί και την οικονομία διοικητικών ενεργειών,
αποτρέπει τη λήψη διοικητικών μέτρων, συχνά δαπανηρών, όταν είναι σφρόδρα
πιθανό ότι το Δημόσιο θα ηττηθεί κατά την κύρια δίκη». Να σημειωθεί τέλος, ότι
«περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος» συντρέχει
σύμφωνα με την ιδία απόφαση (ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011) ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε
πάγια νομολογία και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του.
Υπό το περιεχόμενο αυτό, η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ΚΔΔ
κρίθηκε με την ίδια απόφαση [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011] ότι «δεν περιορίζει
δυσαναλόγως το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας».
2. Το άρθρο 93 § 4 του
Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο
που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»
Στο
άρθρο 93 § 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην
εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Με την
διάταξη αυτή καθιερούται το δικαίωμα των δικαστηρίων να προβαίνουν και
αυτεπαγγέλτως στον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των
νόμων ο οποίος από τον παρελθόντα αιώνα αποτελεί μία από τις κύριες βάσεις της
δικαιοκρατικής μορφής του πολιτεύματος μας. Ο έλεγχος της συνταγματικότητος των
νόμων από τα δικαστήρια, ως ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και των
ισορροπιών, που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, αποτελεί
θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου θεσμό και συνιστά αναπόσπαστο συστατικό
στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος. Το σύστημα του διάχυτου και
παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων από τα δικαστήρια, που
ισχύει στην Χώρα μας θεμελιώθηκε νομολογιακά ήδη από τον 19° αιώνα, υπήρξε
πρωτοποριακό για τον ευρωπαϊκό χώρο ενσωματώνει μακρά και επιτυχή ιστορική
παράδοση της ελληνικής εννόμου τάξεως, που αποβλέπει στην αποτελεσματική
προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και αποτυπώνεται πλέον και ρητά
από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 2. 93 παρ. 4 και 100). (ΣτΕ
3195/2000, Δίκη 2001. 58).
Για
την ερμηνεία δε της ουσίας της ως άνω διάταξης, με την οποία καθιερούται το δικαίωμα των δικαστηρίων να
προβαίνουν (και) αυτεπαγγέλτως στον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της
συνταγματικότητας των νόμων, κρίνω στο σημείο αυτό σκόπιμη, την παράθεση αυτούσιου
του περιεχομένου σχετικού Σημειώματος που ο κ. Σάββας Ε. Ιωακειμίδης
(Νομικός - Μ.Δ Ποινικού Δικαίου -Υπ. Διδάκτορα Νομικής Σχολής Αθηνών) αφιέρωσε
σε ένδειξη Σεβασμού προς στους πειθαρχικώς διωκομένους εισαγγελείς κκ.
Πενταγιώτη και Μαρσιώνη, που «διώκονται» κατά την έκφρασή του, «διότι εξέφρασαν
επωνύμως και ελευθέρως το πατριωτικό τους φρόνημα». Το Σημείωμα αυτό παραθέτω
αυτολεξεί από τον ιστοχώρο του δικαστικού ιστολογίου dikastis.blogspot.gr όπου
δημοσιεύτηκε:
«Η
πολιτική ουδετερότητα του δικαστή που ασφαλώς αποτελεί προαπαιτούμενο της ορθής
ενασκήσεως των καθηκόντων του ,όχι μόνον δεν θίγεται αλλά τουναντίον
υπηρετείται δια της σθεναράς λόγω και έργω αντιστάσεως στην παραβίαση του
Συντάγματος. Άλλωστε οι δικαστικοί λειτουργοί είναι -μετά τον Κυρίαρχο Λαό - οι
μόνοι τους οποίους το Σύνταγμα ρητώς αναγορεύει σε εγγυητές της ισχύος και
τηρησής του (άρθρα 87 παρ.2 και 93 παρ.4 Σ) και οι μόνοι εκ των φορέων των
τριών κρατικών λειτουργιών που αντλούν τη νομιμοποίησή τους απευθείας εκ του
Συντάγματος ,άνευ εκλογής υφ’ ετέρου οργάνου ή μετ’αυτού συμπράξεως (τη
εξαιρέσει της συμπράξεως μετά λαϊκών μελών στα μικτά ορκωτά Δικαστήρια).
Είναι δε δίδαγμα της κοινής πείρας ότι όσοι δημόσιοι λειτουργοί δεν διστάζουν
να εκφράζουν επωνύμως και ευθαρσώς τις απόψεις τους είναι κατά τεκμήριο επαρκείς και ιδίως
έντιμοι, καθότι οι ανεπαρκείς ή/και διεφθαρμένοι είτε σιωπούν, φοβούμενοι τον
έλεγχο, είτε και επικροτούν τα κακώς κείμενα αναζητώντας παντοειδή στηρίγματα» [17].
3. Το άρθρο 20 παρ. 2 του
Συντάγματος (άσκηση του δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως)
Με
την υπ’ αριθμ. 2370/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ερμηνεύτηκε το
δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως του διοικούμενου που θεσπίζει το άρ. 20
παρ. 2 του Συντάγματος. Η απόφαση αφορά πρόστιμο ΚΒΣ , μπορεί όμως να τύχει
εφαρμογής ευρύτερα, καθόσον το αρ. 20 παρ. 2 Συντάγματος είναι εφαρμοστέο σε
όλα τα είδη διοικητικών ποινών. Το ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι: «η φορολογική
αρχή έχει από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος την υποχρέωση να διασφαλίζει
στον φερόμενο ως παραβάτη την ευχέρεια να εκθέτει σχετικά τις απόψεις του,
ειδικότερα δε να του επιδίδει το σχετικό σημείωμα με κλήση για παροχή εξηγήσεων,
εκτός αν είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η επίδοση του εν λόγω σημειώματος προς τον
φερόμενο ως παραβάτη, γεγονός το οποίο απαιτείται να βεβαιώνεται με ειδική
αιτιολογία. Η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωση της αυτή
αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητας της σχετικής διαδικασίας [...] κατά το γράμμα
και το σκοπό της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως, το θεσπιζόμενο με αυτήν
δικαίωμα του διοικούμενου συνίσταται ακριβώς στην «προηγούμενη», δηλαδή πριν
από την έκδοση της εις βάρος του εκτελεστής πράξεως, ακρόαση του από την
αρμόδια αρχή.»
Συνεπώς,
εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη τυχόν απόφαση της διοίκησης που κατατείνει προς
την Στέρηση της ιδιοκτησίας με τη βεβαίωση του 50% του αμφισβητούμενου ποσού
της πράξης που βεβαιώνεται και καταβάλλεται στη φορολογική αρχή ΑΜΕΣΑ με την
άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, χωρίς να διασφαλίζεται το συνταγματικά
κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης
ακρόασης [η υποχρέωση δηλ. της φορολογικής αρχής έχει από το άρθρο 20 παρ. 2 του
Συντάγματος να διασφαλίζει στον φερόμενο ως παραβάτη την ευχέρεια να εκθέτει
σχετικά τις απόψεις του πριν από την έκδοση της εις βάρος του εκτελεστής
πράξεως,] τυγχάνει μη νόμιμη και ακυρωτέα στο σύνολό της, ως παραβιάζουσα το
απορρέον από το άρ. 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως,
λόγω μη επιδόσεως κλήσεως για παροχή εξηγήσεων
προ της έκδοσής της.
Το
γεγονός ότι σύμφωνα με την παρ. 1 άρ. 70Β «Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί
οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, οφείλει
να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο
πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της
Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων», δεν καθιστά την τυχόν προσβαλλόμενη
απόφαση σύννομη, καθόσον στην περίπτωση
αυτή δεν υφίσταται δικαίωμα «προηγούμενης» ακροάσεως, καθόσον η διαδικασία της
ενδικοφανούς προσφυγής λαμβάνει χώρα μετά την βεβαίωση της πράξης που έχει
εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή.
Επισημαίνεται
ωστόσο ότι κρίθηκε με την Σ.τ.Ε. 4447/2012 (Ολομ.) σχετικά με το δικαίωμα της
προηγούμενης ακρόασης, ότι «κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 2 του
Συντάγματος, η άσκηση του δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως αποβλέπει στην
παροχή της δυνατότητος στον διοικούμενο να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς
ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη της
σχετικής αποφάσεως ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού
υλικού. Τούτο δε ανεξαρτήτως αν του παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει
ενδικοφανή προσφυγή κατά της διοικητικής πράξεως. Συνεπώς, για το λυσιτελές της
προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος
προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως,
απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε
ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί. Εξ άλλου, όταν βάσει της συγκεκριμένης
ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξεως
προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα
στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του
προβλεπομένου τύπου της προηγουμένης ακροάσεως κατά την διαδικασία εκδόσεως της
αρχικής πράξεως καλύπτεται, εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς
προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε
πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να
θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση
από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική
διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς
διαδικασίας».
Στην
προκείμενη ωστόσο περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 70Β που προβλέπει ότι
«με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική
αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου
ποσού της πράξης», έχω την αίσθηση ότι ως ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ διοικητική πράξη θεωρείται
ΟΧΙ Η ΤΕΛΙΚΩΣ ΕΚΔΙΔΟΜΈΝΗ, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της
ενδικοφανούς προσφυγής (με το σκεπτικό ότι «ως οριστική διοικητική πράξη είναι
η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας»), ΑΛΛΑ Η
ΑΡΧΙΚΩΣ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΠΡΑΞΗ, διότι η άσκηση εν προκειμένω του δικαιώματος της προηγούμενης
ακρόασης (που καλύπτεται κατά την Σ.τ.Ε. 4447/2012 με την άσκηση ενδικοφανούς
προσφυγής) δεν μεταβάλει τον εκτελεστό χαρακτήρα της αρχικώς εκδοθείσας πράξης,
δεδομένου ότι η άμεση είναι η βεβαίωση από τη φορολογική αρχή, καθώς και άμεση είναι η υποχρέωση από τον
φορολογούμενο καταβολής ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) της αμφισβητούμενης
οφειλής. Συνεπώς, προϋπόθεση νομιμότητας της σχετικής διαδικασίας για να
αποφευχθεί στην προκείμενη περίπτωση η δυσμένεια της άμεσης εκτελεστότητας της
αρχικώς εκδοθείσας πράξεως, είναι η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την
υποχρέωση της αυτή, κατά το γράμμα και το σκοπό της πιο πάνω συνταγματικής
διατάξεως, ήτοι η τήρηση του θεσπιζόμενου με αυτήν δικαίωμα του διοικούμενου
που συνίσταται ακριβώς στην «προηγούμενη», δηλαδή πριν από την έκδοση της εις
βάρος του εκτελεστής πράξεως, ακρόαση του από την φορολογική αρχή.
4. Το άρθρο 20 παρ.1 του
Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για
όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας
Το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων
του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην
ιδιοκτησία
Το
άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα
δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ
Α΄256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
των θεμελιωδών ελευθεριών, που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου
προστασίας υπό την διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, δεν αποκλείουν στον κοινό
νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για
την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των
δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και,
περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την
άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού
δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 3087/2011
Ολομ.,1583/2010 Ολομ., 3470/2007 Ολομ., 647/2004 Ολομ.) και οι συνέπειες που
επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την
ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας,
πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη
συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου.
Περαιτέρω,
η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β` του
Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από
τη Ζ` Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους
περιορισμοί, που μπορούν , κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του
ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται
είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ
αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής
πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του είδους και
του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της
αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η
συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως
άνω αναλογικότητας.
Επίσης,
σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς
Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, "όλοι είναι ίσοι
ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να
δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο
... για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Το
ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την
έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά
ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από
τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως,
διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή
μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση
πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες.
Επίσης,
κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος ("κανένας δεν στερείται
την ιδιοκτησία του, παρά για δημόσια ωφέλεια ... και πάντοτε αφού προηγηθεί
πλήρης αποζημίωση"), στέρηση της
ιδιοκτησίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποτελεί όχι μόνο η αφαίρεση
της κυριότητας αλλά και ο ουσιώδης περιορισμός των εξουσιών του ιδιοκτήτη που
απορρέουν από αυτή, αφού χωρίς αυτές η ιδιοκτησία καθίσταται αδρανής και κενή
ουσιαστικού περιεχομένου. Ορίζεται, όμως στο άρθρο 18 παρ. 5 του ίδιου
Συντάγματος ότι "μπορεί να προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της
ελεύθερης χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας, που απαιτείται από τις
περιστάσεις". Toιουτοτρόπως, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη
περιορισμών, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για λόγους εξυπηρετήσεως του
γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, αναγόμενους ιδίως στο δικαίωμα της
αποκλειστικής χρήσεως ή απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση
πάντως ότι με αυτούς τους περιορισμούς δεν αχρηστεύεται ουσιαστικά το δικαίωμα
της ιδιοκτησίας.
Ανάλογες
ρυθμίσεις περιλαμβάνει όμως και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε, μαζί με τη σύμβαση, αρχικά με το νόμο2329/1953
και εκ νέου με το ν.δ 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28
του Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων, στο οποίο ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή
νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και κανένας δεν μπορεί να
στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεσπίζεται
κατ΄ αρχήν γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο
σεβασμός της εν γένει ακίνητης ή άλλης φύσεως περιουσίας και ότι δεν
αποκλείεται μεν για λόγους δημόσιου συμφέροντος η παρέμβαση του κράτους στο
δικαίωμα αυτό του προσώπου με την έννοια της αφαίρεσης της ιδιοκτησίας ή άλλου
εμπραγμάτου δικαιώματος με τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως,
πάντοτε όμως με την προϋπόθεση ότι υπάρχει λογική αναλογική σχέση μεταξύ της
ενέργειας αυτής και του επιδιωκόμενου σκοπού, προϋπόθεση που δεν υφίσταται,
όταν με αυτό τον τρόπο το άτομο στερείται της ιδιοκτησίας του χωρίς να του
καταβληθεί αποζημίωση, αντίστοιχη προς την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της
καταβολής της. Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή, με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών
της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση
αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, ΜΟΝΟΝ εφόσον αυτοί
δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αναιρώντας ή αποδυναμώνοντάς το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε
αναγκαίοι για την επίτευξη του
σκοπούμενου αποτελέσματος (Ολ. ΑΠ 896/85, 1/1982).
Στην,
κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το
άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα
περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα,
άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού
χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση,
είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία,
με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι
μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά" (Ολ.Α.Π. 31/2007, Ολ.Α.Π. 40/1998).
Η
πρόβλεψη συνεπώς του άρθρου 70 Β παρ. 4 σύμφωνα με την οποία για την αναστολή
εκτέλεσης της βεβαίωσης του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που
βεβαιώνεται και καταβάλλεται στη φορολογική αρχή άμεσα με την άσκηση της ενδικοφανούς
προσφυγής, για την «εκδίκαση» της οποίας η αρμοδιότητα ανήκει πλέον
αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία αποφαίνεται σε
περιπτώσεις επίκλησης από το φορολογούμενο
“ανεπανόρθωτης βλάβης”, είναι προφανές ότι υπερβαίνει τα όρια εκείνα,
πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από
τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής
προστασίας (ΣτΕ 3087/2011 Ολομ.,1583/2010 Ολομ., 3470/2007 Ολομ., 647/2004
Ολομ.), διότι η ανάθεση της παραγωγής δικαιοδοτικού έργου σε διοικητικά όργανα
τα οποία υποκαθιστούν παράνομα τα αμερόληπτα - νομίμως λειτουργούντα
δικαστήρια, τα οποία αποφασίζουν επί των
αμφισβητήσεων και επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων φορολογικής φύσεως και
ιδίως η ανάθεση της αιτιολόγησης των αποφάσεων που εκδίδει η Υπηρεσία
Εσωτερικής Επανεξέτασης, που ούτε σαφή, ούτε ειδική, ούτε και πλήρη αιτιολογία με νομικούς (ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς)
μπορεί να έχει, διότι το επιφορτισμένα από την εν λόγω διάταξη για την παραγωγή
δικαιοδοτικού έργου πρόσωπα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ (ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΝΟΜΙΚΟΙ),
αλλά πιθανολογείται ότι θα είναι οι υπάλληλοι του άρθρου 70Α παρ. 3.β δηλ
«υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Οικονομικών ή υπάλληλοι με δεκαετή
τουλάχιστον εμπειρία σε φορολογικούς ελέγχους» ή οι υπάλληλοι της παρ. 8 που
στελεχώνουν την Γενική Διεύθυνση
Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, οι οποίοι στερούνται
παντελώς ειδικών γνώσεων της Νομικής Επιστήμης, με αποτέλεσμα οι συνέπειες που
επισύρει η παράβαση αυτή να είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν την
ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Περαιτέρω, αντιβαίνουν στην αρχή της
αναλογικότητας, διότι η προβλεπόμενη από το νόμο Κύρωση του αποκλεισμού του
δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο που προσβάλει ευθέως τον πυρήνα
του δικαιώματος σε έννομη προστασία δεδομένου ότι στερεί από τον πολίτη τον
φυσικό του Δικαστή, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος
και ειδικότερα, δυσανάλογη προς την
«ανάγκη» για γρήγορη εισροή των βεβαιωμένων φόρων στο δημόσιο ταμείο.
Ανίσχυρη
επίσης είναι η πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας διάταξη της
υποπαραγράφου Α.5 του ν. 4152/2013 που εισάγει άγνωστο στο δικαιϊκό μας σύστημα τεκμήριο «γνώσης»,
από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (20
ημέρες για την απόφαση επί της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες από την απόφαση
επί προσφυγής)!!! Και ναι μεν οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει το εν
λόγω τεκμήριο «γνώσης», μετριάζονται
κάπως στην περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής (για την οποία
υπάρχει από το άρθρο 70Β παρ 8 πρόβλεψη προσφυγής, μετά την απόρριψή της, στα
Διοικητικά Δικαστήρια), στην περίπτωση όμως ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
[ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΚΔΙΚΑΣΗ» ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΑ
ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ, αλλά η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης
που συγκροτείται από υπαλλήλους του ΥΠΟΙΚ !!!], το εν λόγω τεκμήριο «γνώσης»
(από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ) όχι απλώς της απόρριψης της αίτησης
αναστολής, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το
φορολογούμενο, έχει ως αποτέλεσμα να παραβιάζεται (και) η αρχή της ισότητας των
διαδίκων και κατά συνέπεια αντίκεινται ευθέως στα άρθρα 20 παρ.1 του
Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων
του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα
το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα.
Εξάλλου
με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 ΚπολΔ. εξειδικεύεται στο χώρο του Αστικού
Δικονομικού Δικαίου η ως άνω θεμελιώδης και μη αναθεωρήσιμη συνταγματική αρχή
της ισότητας των ελλήνων ενώπιον του νόμου ως δικονομική ισότητα ή ισότητα των
διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου και του νόμου, καθόσον το πρώτο σκέλος της
διάταξης « οι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις»
υποδηλώνει την ίση μεταχείριση των διαδίκων στο νόμο ταυτοχρόνως όμως
διευρύνεται η συνταγματική διάταξη δεδομένου ότι στη ρύθμιση του ΚπολΔ γίνεται
λόγος για διαδίκους γενικά και όχι μόνο για έλληνες. Η εφαρμογή αυτής της
ειδικής μορφής ισότητας δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στους έλληνες πολίτες,
όπως γίνεται στη Συνταγματική διάταξη, δεν διακρίνει αυτή μεταξύ ημεδαπών και
αλλοδαπών, αντιθέτως το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει όλους όσους έχουν την
ιδιότητα του διαδίκου.
Επίσης
η εν λόγω αρχή κατοχυρώνεται και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου ατομικών
και πολιτικών δικαιωμάτων της 19 Δεκεμβρίου 1966 το οποίο κυρώθηκε στην Ελλάδα
με τριάντα χρόνια καθυστέρηση με τον ν. 2462/1997 και το οποίο ορίζει
χαρακτηριστικά ότι «οι πάντες είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Πάν πρόσωπον
έχει το δικαίωμα όπως η υπόθεσης του ακουστεί κατά τρόπον ίσον και δίκαιον
δημοσία υπό αρμοδίου δικαστηρίου, ανεξαρτήτου και αμερόληπτου... ...».
Επιπλέον
και στο άρθρο 6 I της ΕΣΔΑ όπου ορίζεται ότι « Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως
η υπόθεσης του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό
ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος......», σε
συνάρτηση με το άρθρο 14 ΕΣΔΑ που αναφέρεται στην απαγόρευση των διακρίσεων
όσον αφορά τη χρήση των αναγνωριζόμενων από την παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και
ελευθεριών, βρίσκει κατοχύρωση η αρχή της ισότητας των διαδίκων.
Συνεπώς
η ως άνω θεμελιώδης και μη αναθεωρήσιμη συνταγματική αρχή της ισότητας των
ελλήνων ενώπιον του νόμου ως δικονομική ισότητα ή ισότητα των διαδίκων ενώπιον
του δικαστηρίου και του νόμου που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της
ισότητας, που επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που
προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας, παραβιάζεται από την
διάταξη του ν. 4152/2013, με την οποία αναγνωρίζεται υπέρ του δημοσίου προκλητικά
ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα όχι απλώς της απόρριψης της
αίτησης αναστολής ή/και της προσφυγής, αλλά και της λήψης γνώσης της
τεκμαιρόμενης απόρριψης από το φορολογούμενο δίχως καν υποχρέωση κοινοποίησης
απόφασης με υποτυπώδη έστω αιτιολογία, έχει ως αποτέλεσμα να τίθεται το δημόσιο
σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του φορολογούμενου. Να ληφθεί δε υπόψη, ότι
το τεκμήριο αυτό «γνώσης» προβλέφθηκε έτσι, διότι προφανώς, η Υπηρεσία
Εσωτερικής Επανεξέτασης ούτε μπορεί (ούτε θέλει) να εκδώσει αποφάσεις με σαφή,
ειδική και πλήρη αιτιολογία, ιδίως δε με αιτιολογία, που να απαντά επαρκώς, με
νομικούς ισχυρισμούς στους ισχυρισμούς του παραπονούμενου πολίτη… Η πρόβλεψη
συνεπώς της μη κοινοποίησης απόφασης από την οποία τεκμαίρεται λήψη γνώσης της απορριπτικού χαρακτήρα της (δίχως καμία αιτιολογία), είναι προδήλως αντισυνταγματική και
αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως
για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και
στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για
τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Εξ
άλλου, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος με την
οποία ορίζεται ότι «καθένας έχει
δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να
αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως
νόμος ορίζει» δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας,
διέπει όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, και την άσκηση ενδίκου μέσου
ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 3470/2007 Ολ., 1579/2008).
Δεδομένου
τούτου, έχω την άποψη, ότι η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010
της σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του
οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση
είναι απαράδεκτη, είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο
6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα
δικαστικής προστασίας, διότι το δικαίωμα καθίσταται σαφώς δυσχερέστερο (αν όχι
αδύνατο), καθώς στην πράξη δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής της απόφασης του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι αυτή διατάσσεται «ΜΟΝΟ αν το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως βάσιμο» [άρθρο 209Α του ως άνω Κ.Διοικ.Δικ., που
προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010 (φ. Α΄213) και
ισχύει από 1.1.2011]. «Περίπτωση» όμως «πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου
βοηθήματος» συντρέχει «ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και,
πάντως, ΟΧΙ όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του» [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011].
Δεδομένου συνεπώς ότι δεν υπάρχει σήμερα «πάγια νομολογία» (στο βαθμό που να
δημιουργείται ασφάλεια δικαίου), δεν πληρείται η προϋπόθεση για τη χορήγηση
αναστολής και συνεπώς «ελλείψει πάγιας νομολογίας» δεν μπορεί να πιθανολογηθεί
από το δικαστήριο της αναστολής η «πρόδηλη βασιμότητα» του κυρίου ενδίκου μέσου
(ή βοηθήματος), με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των αιτήσεων αναστολής να
απορρίπτονται... Άρα στο στάδιο αυτό της δίκης, για να ασκήσει ο φορολογούμενος
παραδεκτά έφεση, υποχρεούται να καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου
δικαστικά ποσού της προσβαλλόμενης πράξης που βεβαιώνεται άμεσα με την
δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου [το πρώτο 50% βεβαιώθηκε
άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του φορολογούμενου], δίχως ο
φορολογούμενος να έχει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να επιτύχει την
αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με
αποτέλεσμα να στερείται της δυνατότητας να εκθέσει τα παράπονα του στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά
την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι στην περίπτωση αυτή η ασκηθείσα έφεση είναι
απαράδεκτη). Και ναι μεν με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010
προβλέπεται τυπικά νομοθετικώς η άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου
δικαστηρίου, πλην όμως κατά την κοινή
πείρα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Χώρα,
όπως τις γνωρίζουμε και αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω, η ρύθμιση αυτή, αποτελεί
ανεπίτρεπτο συνταγματικά περιορισμό που λόγω της οικονομικής αδυναμίας των
σκληρά φορολογούμενων πολιτών να καταβάλλουν το 50% του οφειλόμενου κατά την
πρωτόδικη απόφαση φόρου (με συνέπεια τυχόν ασκηθείσα έφεση να είναι
απαράδεκτη), οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο
δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του
δικαιώματος σε έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του
Δικαστή.
Η
παραπάνω ανεπίτρεπτες συνταγματικά προσβολές του πυρήνα του δικαιώματος σε
έννομη προστασία με στέρηση από τον πολίτη του φυσικού του Δικαστή, επιτείνεται
ακόμη περισσότερο, με τη θέσπιση παράλογα υψηλών παραβόλων που αποτελούν
προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, όπως αυτό της
καταβολής παραβόλου 100 ευρώ ως προϋπόθεση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος.
Επί του αυτού ζητήματος κρίθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι δεν
αντίκειται στα περί δικαστικής προστασίας που προβλέπει το άρθρο 20 παράγραφος
1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά ούτε και στην συνταγματική αρχή της
αναλογικότητας - απόφαση με την οποία αναιρέθηκε απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου που έκρινε ότι ύστερα από δύο διαδοχικές νομοθετικές επεμβάσεις,
το παράβολο υπέρ-εικοσαπλασιάστηκε σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα [από €
4,40 που οριζόταν μέχρι τις 8.6.2008 ορίστηκε μέχρι την 31.12.2010 σε € 25, ενώ
ήδη από 1.1.2011 ορίζεται σε € 100] καταλήγοντας ότι ενόψει τούτου, η επιβάρυνση που συνεπάγεται
πλέον για τον διοικούμενο η υποχρέωση
καταβολής του εν λόγω αναπροσαρμοσμένου παραβόλου, το οποίο ισοδυναμεί περίπου
με τρία ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη είναι ικανό από τη φύση του να
παρεμποδίσει το δικαίωμα του διοικουμένου να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού
δικαστηρίου.
Με
το ίδιο περίπου σκεπτικό (κατά τη γνώμη πάντα της μειοψηφίας) διατυπώθηκε και
με την 19/2013 του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Κορίνθου η γνώμη, ότι «το ύψος του παραβόλου, -το οποίο
σήμερα, ενδεικτικώς, απαιτεί 4-5 ημερομίσθια, άλλως αντιστοιχεί στο 1/7 του
(μικτού) κατώτατου μισθού του νεοδιοριζόμενου δημοσίου υπαλλήλου, στο 1/5 του
(μικτού) μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και στο 1/5 της κατώτατης (μικτής)
σύνταξης-, είναι, κατά την κοινή πείρα, αποτρεπτικό και καθιστά από μόνο του
(πολλώ δε μάλλον σε συνδυασμό με τα λοιπά δικαστικά δαπανήματα) δυσχερή έως
αδύνατη την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και δη την κατάθεση ένδικων βοηθημάτων στα
πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού πληθυσμού. Έτσι, όμως, θίγει άμεσα τον πυρήνα του σχετικού
συνταγματικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. του Συντάγματος,
αλλά αντίκειται ωσαύτως στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης (Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) (πρβλ. απόφαση της 24-5-2006, υπόθεση
Weissman κατά Ρουμανίας) και, τέλος, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ναι μεν –συνεχίζει η 19/2013 του
Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Κορίνθου- με την ΟλΣτΕ 601/2012 κρίθηκε
ότι το αναπροσαρμοσθέν κατά τα ανωτέρω παράβολο «…δεν είναι κατά κοινή πείρα
τέτοιου ύψους ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρεμποδίζει το δικαίωμα του
διοικούμενου να προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων», ωστόσο, η εν
λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου συζητήθηκε σε τέτοιο χρόνο (χρόνος
συζήτησης η 7-10-2011, χρόνος διάσκεψης η 20-1-2012), που δεν είχαν δημοσιευθεί
και τεθεί σε εφαρμογή οι νόμοι 4046/2012 (Δεύτερο Μνημόνιο) και 4093/2012
(Τρίτο Μνημόνιο) και οι 78 εφαρμοστικοί αυτών, ούτε είχαν δημοσιευθεί στοιχεία
που άπτονται του βιοτικού επιπέδου και της οικονομικής και φοροδοτικής
δυνατότητας της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών της Χώρας, ως συνέπεια της
εφαρμογής των μέτρων που υιοθετήθηκαν από το 2010 και εντεύθεν, όπως αυτά που
προαναφέρθηκαν».
Τέλος
η πρόβλεψη του άρθρου 70 Β παρ. 4
σύμφωνα με την οποία για την αναστολή εκτέλεσης της βεβαίωσης του 50% του
αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που βεβαιώνεται και καταβάλλεται στη
φορολογική αρχή άμεσα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, για την
«εκδίκαση» της οποίας η αρμοδιότητα ανήκει πλέον αποκλειστικά στην Υπηρεσία
Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία αποφαίνεται σε περιπτώσεις επίκλησης από το
φορολογούμενο “ανεπανόρθωτης
βλάβης”, είναι προφανές ότι υπερβαίνει
τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του
προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας,
διότι για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής αρμόδια ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ πλέον αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα
δικαστήρια, τα οποία να αποφασίζουν επί των αμφισβητήσεων και επί των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων φορολογικής φύσεως, αλλά η Υπηρεσία Εσωτερικής
Επανεξέτασης που συγκροτείται από υπαλλήλους του ΥΠΟΙΚ, με αποτέλεσμα οι
συνέπειες που επισύρει η παράβαση αυτή να είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν
το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στην
προεκτεινόμενη εκδοχή της οποίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το
άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα
περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα,
άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού
χαρακτήρα απαιτήσεις, όπως οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά των φορολογούμενων,
που απομειώνουν την ιδιωτική περιουσία κατά το ισόποσο της απαίτησης της
φορολογικής αρχής από τον φορολογούμενο. Περαιτέρω, αντιβαίνουν στην αρχή της
αναλογικότητας, διότι η προβλεπόμενη από το νόμο Κύρωση της αφαίρεσης της
ιδιοκτησίας με στέρηση ταυτόχρονα του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας,
είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου
συμφέροντος και ειδικότερα δυσανάλογη προς
την «ανάγκη» για γρήγορη εισροή των βεβαιωμένων φόρων στο δημόσιο
ταμείο.
Η
αφαίρεση της ιδιοκτησίας με στέρηση ταυτόχρονα του δικαιώματος της δικαστικής
προστασίας κατά το ισόποσο του ΣΥΝΟΛΟΥ της απαίτησης της φορολογικής αρχής
έναντι του φορολογούμενου, η οποία (απαίτηση), δύναται όχι απλώς να είναι
εσφαλμένη, αλλά και καταφανώς παράνομη ή και σκόπιμη, ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ με την
ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 που προβλέπει ότι ο
φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το υπόλοιπο 50% του οφειλόμενου κατά την
πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη. Το
δικαίωμα «της δυνατότητας αναστολής εκτελέσεως ΜΟΝΟ αν το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως βάσιμο» [άρθρο 209Α του ως άνω Κ.Διοικ.Δικ., που
προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010 (φ. Α΄213) και
ισχύει από 1.1.2011] είναι άνευ ουσίας, διότι ως προελέχθη, «περίπτωση πρόδηλης
βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος»
συντρέχει «ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και, πάντως, ΟΧΙ
όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του» [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011].
Σε
κατακλείδα, η κατάσταση που δημιουργείται από τη θέσπιση και ακώλυτη εφαρμογή
των άρθρων 34 και 22 παρ. 3 του ν.
3900/2010 και της υποπαραγράφου Α.5 του
ν. 4152/2013 με υποχρέωση καταβολής
ποσοστού 100% της οφειλής, για την αμφισβήτηση μιας φορολογικής πράξης, τέλους
ή προστίμου, το οποίο δύναται, όχι απλώς να είναι εσφαλμένο, αλλά και καταφανώς
παράνομο ή και σκόπιμο, ήτοι του ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ μέχρι και το χρόνο
δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης επί τυχόν προσφυγής στα διοικητικά
δικαστήρια [50% άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του
φορολογούμενου + 50% με την δημοσίευση της απόφασης του Διοικητικού
Πρωτοδικείου αν ασκηθεί προσφυγή = 100% βεβαίωση με ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής της
αμφισβητούμενης οφειλής] και μάλιστα α) ΔΙΧΩΣ να διασφαλίζεται το συνταγματικά
κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης
ακρόασης, β) ΔΙΧΩΣ καμία πρακτικά πιθανότητα χορήγησης αναστολής [αφού η
«εκδίκαση» της σχετικής αίτησης δεν
ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα των αμερόληπτων και νομίμως λειτουργούντων Διοικητικών
Δικαστηρίων, αλλά στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης στην οποία ως
εισηγητές ορίζονται υπάλληλοι του ΥΠΟΙΚ που ΔΕΝ διαθέτουν νομικές γνώσεις], γ)
ΔΙΧΩΣ τη δυνατότητα αναστολής της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο και άρα στέρηση του δικαιώματος του φορολογούμενου να εκθέσει τα
παράπονά του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί -που αδυνατεί- να
καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, έχοντας ήδη
καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που
βεβαιώθηκε και καταβλήθηκε στη
φορολογική αρχή ΑΜΕΣΑ κατά την έκδοση της πράξης), λόγω έλλειψης σήμερα «πάγιας
νομολογίας» την οποία το ΣτΕ έθεσε ως βασική προϋπόθεση για την πιθανολόγηση
τυχόν ευδοκίμησης της προσφυγής,
συνιστούν ευθεία και κραυγαλέα παραβίαση του άρθρου 20 παρ.1 του
Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για
όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, πρόσθετα δε, του
άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς
και του άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950
Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που
διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.