alampasis@gmail.com

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Σχολιασμός της απόφασης του Αρείου Πάγου για το χαράτσι της ΔΕΗ



1. Η δίκη για το χαράτσι δεν αφορά σχέσεις γονέων και τέκνων ούτε γαμική διαφορά.
2. Η απόφαση 1101/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.
3. Προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 565 Κ.Πολ.Δ είναι να μην έχει γίνει έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης της αναιρεσηβληθείσας απόφασης.
4. Δεν επιτρέπεται να μετατρέπεται ο Άρειος Πάγος σε δικαστήριο ουσίας κρίνοντας την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, παρά μόνο αν η εκτέλεση έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη.

Από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής:
Ότι στη δίκη μεταξύ των Ενώσεων Καταναλωτών (ενάγοντες) και της ΔΕΗ (εναγόμενη) εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1101/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την  οποία η αγωγή  έγινε ΕΝ ΜΕΡΕΙ  δεκτή, απορρίπτοντας  ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το αίτημα των εναγόντων (υπό στοιχείο 1 β") περί υποχρέωσης της εναγομένης για επανασύνδεση σε όσους καταναλωτές έκανε τη διακοπή, με το σκεπτικό , ότι «κατά τούτο δεν μπορεί να αμυνθεί η εναγομένη, ούτε να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά και εν παραδοχή της να εκτελεσθεί η σχετική διάταξη της απόφασης, καθόσον δεν αναφέρονται ούτε εν σπέρματι τα προσδιοριστικά στοιχεία συγκεκριμένων καταναλωτών στους οποίους η εναγομένη προέβη σε διακοπή ηλεκτροδότησης λόγω μη πληρωμής του επίδικου τέλους, αν και εφόσον αυτοί υφίστανται ως περιπτώσεις». Ότι στη δίκη αυτή άσκησε πρόσθετη υπέρ της ΔΕΗ παρέμβαση το Ελληνικό Δημόσιο και υπέρ των εναγόντων ο Γεώργιος Κόκκας και η ένωση προσώπων με την επωνυμία Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας. Ότι η ΔΕΗ και το Ελληνικό Δημόσιο  άσκησαν απευθείας αναίρεση, ταυτόχρονα δε, αίτηση προς το συμβούλιο του Αρείου Πάγου για την αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αριθμ. 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 565 παρ. 1 εδ. α’ και 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Ότι στα πλαίσια της δικονομικής αυτής μεθόδευσης προκειμένου το ζήτημα να αχθεί απευθείας στον Άρειο Πάγο, ΔΕΗ και Ελληνικό Δημόσιο δηλώσαν παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΠολΔ, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με την επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΛΘΕΙ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΩΣ ΟΙ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ (μάλιστα ο Γ. Κόκκας άσκησε έφεση!). Ότι οι Ενώσεις Καταναλωτών ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑΝ από το δικαίωμα για άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΠολΔ και άρα, δεδομένου ότι με την  απόφαση έγινε  ΕΝ ΜΕΡΕΙ  δεκτή την αγωγή,  ΔΕΝ  ΕΙΧΕ ΓΙΑ ΑΥΤΕΣ  ΠΑΡΕΛΘΕΙ  Η ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ.
Στα πλαίσια της δίκης αυτής (για την αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αριθμ 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου) εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 227/2012 σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ’ Τμήμα ως Συμβούλιο) με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση και η ισχύς της υπ' αριθμ. 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήματος εκουσίας δικαιοδοσίας), πλην της πρώτης διάταξης του διατακτικού της με την αντίστοιχη διάταξη περί απειλής χρηματικής ποινής για κάθε παραβίαση αυτής ανά καταναλωτή και κατά ημέρα παραβίασης της, με την οποία «υποχρεώνει την εναγομένη  να   μην  διακόπτει  την παροχή   ρεύματος  στους καταναλωτές που δεν καταβάλουν το τέλος ηλεκτροδότησης που επιβλήθηκε με το άρθρο 53 ν. 4021/2011», μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί των από 12-12-2012 και 13-12-2012 αιτήσεων αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους αιτούντες κατ' αυτής, και μάλιστα υπό τον όρο συζήτησης των αναιρέσεων αυτών στη δικάσιμο που ορίστηκε (22-3-2013).

Ολόκληρη η απόφαση 227/2012 ΑΠ δημοσιεύεται εδώ

1. Η δίκη για το χαράτσι δεν αφορά σχέσεις γονέων και τέκνων ούτε γαμική διαφορά

Κατά το άρθρο 565 § 2 ΚΠολΔ, αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από τον διάδικο που έχει νικήσει, για την αίτηση δε αυτή (περί αναστολής εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο πολιτικό τμήμα, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Στην § 1 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 565 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η προθεσμία της αναίρεσης καθώς και η άσκηση της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και, περαιτέρω, ότι στις διαφορές του άρθρου 614 § 1 που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων, καθώς και σε δίκες που αφορούν εξάλειψη υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης ή κηρύσσουν έγγραφο πλαστό, η προθεσμία αναίρεσης και η άσκηση της αναστέλλει την εκτέλεση (βλ. και Βαθρακοκοίλης 565).

Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι κατά το άρθρο 565 παρ.1 ΚΠολΔ η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση.

Η σχολιαζόμενη απόφαση είπε ότι, «κατά τις διατάξεις του άρθρου 565 παρ.1 εδ. α' και 2 εδ. α' ΚΠολΔ, η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και  η  άσκηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να  εξαρτηθεί  η  εκτέλεση  της  απόφασης από  την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Από τις διατάξεις αυτές   σαφώς   συνάγεται   ότι   προϋπόθεση   εφαρμογής   της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 565 ΚΠολΔ είναι,  μεταξύ άλλων, να έχει, ασκηθεί αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης, της οποίας ζητείται η αναστολή και επιπλέον να έχει γίνει  και ο προσδιορισμός δικασίμου για τη συζήτηση της αναίρεσης. Κατά συνέπεια, δεν ερευνάται το παραδεκτό της αναίρεσης και το  παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, διότι τούτο δεν συμβιβάζεται προς την προβλεπόμενη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου».

2. Η απόφαση  1101/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν έχει καταστεί τελεσίδικη

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 495 παρ. 1, 552, 553 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση, που ασκείται με κατάθεση στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, εφόσον δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση ή ανακοπή ερημοδικίας (447/2010 ΑΠ).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 παρ. 1 στοιχ. β`, 309 εδ. 1, 321, 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης του εν λόγω ένδικου μέσου, δηλαδή κατά τον χρόνο της κατάθεσης του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (658/2012 ΑΠ). 

Η απόδειξη της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης γίνεται με τη προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επίδοσης ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο που επιδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο...

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσληφθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή τελεσιδίκων, και εκείνων που απαγγέλθηκαν ανεκκλήτως, κατά δε το άρθρο 321 ΚΠολΔ όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσληφθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι (α) ο χαρακτήρας της αποφάσεως ως τελεσίδικης ή μη κρίνεται κατά το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως ήτοι κατά το χρόνο της κατά το άρθρο 495 του ίδιου κώδικα καταθέσεως του πρωτοτύπου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (β) για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε, όπως στην προκειμένη περίπτωση κατ` αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει η απόφαση αυτή να είναι τελεσίδικη (γ) η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση, γίνεται τελεσίδικη για κάποια επιγενόμενη αιτία και δη λόγω της παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης (278/2012 ΑΠ).

Τέλος, η οριστική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας προσβάλλεται με έφεση από τον ενάγοντα , πρόσθετα δε, μετά την τροποποίηση του άρθρου 535 ΚΠολΔ από το ν. 2915/2001, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή λόγω αοριστίας, κρατεί σε κάθε περίπτωση την υπόθεση και τη δικάζει στην ουσία της.

Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι, οι οριστικές αποφάσεις που δεν προσβάλλονται με τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης χαρακτηρίζονται ως τελεσίδικες. Τελεσίδικες είναι εκείνες οι οριστικές αποφάσεις οι οποίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Οι αποφάσεις αυτές δεν υπόκεινται σ αυτά τα ένδικα μέσα είτε επειδή αυτά ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν, είτε επειδή ΠΑΡΗΛΘΕ ΑΠΡΑΚΤΗ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥΣ, είτε επειδή ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ παραιτήθηκαν από αυτά.

Έτσι, αν το ένδικο μέσο της έφεσης έχει ασκηθεί και δεν έχει απορριφθεί, ή αν κάποιος από τους διαδίκους ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΕΊΤΑΙ από το δικαίωμα άσκησης αυτού του ένδικου μέσου, εφόσον ΔΕΝ έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία για την άσκησή του για οποιονδήποτε από τους διαδίκους η οριστική απόφαση ΔΕΝ κατακτά το βαθμό ωριμότητας της τελεσιδικίας ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ από τους διαδίκους.

Εξάλλου, τα άρθρα 294, 295, 296 και 299 ΚΠολΔ ρυθμίζουν την παραίτηση του διαδίκου από εκκρεμή διαδικαστική πράξη που έχει ασκήσει. Μια παραίτηση που πρέπει να είναι ρητή και σαφής, και μάλιστα με τον περιοριστικό τύπο της δήλωσης που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Είναι από αυτά βέβαιο ότι η δήλωση αποδοχής μιας δικαστικής απόφασης ταυτίζεται κατά τις έννομες συνέπειές της με τη δήλωση παραίτησης από δικαίωμα εναντίωσης σ’ αυτήν την απόφαση με ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει ότι άν ο διάδικος παραιτείται ρητώς από το δικαίωμα να εναντιωθεί στο διατακτικό της εν όλω ή εν μέρει βλαπτικής γι’ αυτόν απόφασης, είναι βέβαιο ότι παραλλήλως και αναποδράστως ΕΧΕΙ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ. Και αντιστρόφως, άν αποδέχεται την απόφαση, αυτό σημαίνει αναποδράστως ότι παραιτείται από το δικαίωμα προσβολής της με  ένδικα μέσα [βλ. Κ. Μπέης ΠολΔ 293-299.- Σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση ένδικου μέσου].

Ίδια και Βαθρακοκοίλης: αν η παραίτηση γίνει ΠΡΙΝ από την άσκηση του ένδικου μέσου, η οποία αφορά το δικαίωμα προς άσκηση του και υποδηλώνει στην ουσία ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  δεν υπόκειται στη ρύθμιση του αρθρ 297 και συνεπώς, με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις που αφορούν τη δημόσια τάξη (βλ αρθρ 606,614), στο διαγραφόμενο από τη διάταξη αυτή τύπο,  μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς (Βλ ΑΕΔ 42/90 Δνη 32/313, ΟλΑΓΙ 1804/86 ΝοΒ 35/1607, Λνη 28/1033, ΟλΑΠ 626/80 ΝοΒ 28/1981).

Εξάλλου, η παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση ένδικου μέσου πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΠολΔ να γίνει είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με την επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο. Τέλος καμιά διάταξη του δικονομικού δικαίου δέν ρυθμίζει την άτυπη αποδοχή δικαστικής απόφασης. Ενώ αντιθέτως ρητώς ρυθμίζει την παραίτηση από το δικαίωμα για προσβολή της δικαστικής απόφασης  με ένδικο μέσο (ΠολΔ 296 σε συνδυασμό με 299), αξιώνοντας να γίνει αυτή οπωσδήποτε με τον αυστηρό τύπο είτε ρητής και σαφούς δήλωσης που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου, είτε με την επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο [βλ. Κ.Μπέης ΠολΔ 293-299.- Σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση ένδικου μέσου].

Δεδομένου συνεπώς ότι οι Ενώσεις Καταναλωτών  ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑΝ από το δικαίωμα άσκησης  του ένδικου μέσου της εφέσεως, εφόσον ΔΕΝ έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία για την άσκησή της για οποιονδήποτε από τους διαδίκους η οριστική υπ΄αριθμ. 1101/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΣΤΕΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ από τους διαδίκους, για το λόγο ότι επιφυλάσσεται στις Ενώσεις Καταναλωτών το δικαίωμα της άσκησης εφέσεως κατά της ανωτέρω απόφασης κατά το μέρος που απέρριψε ότι κρίθηκε απορριπτέο, ιδίως  ως προς το κεφάλαια της απόφασης που    κρίθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το αίτημα των εναγόντων περί υποχρέωσης της εναγομένης για επανασύνδεση σε όσους καταναλωτές έκανε τη διακοπή. Άρα η απόφαση 1101/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δεν μπορεί να προσβληθεί παραδεκτά με αναίρεση.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η παραίτηση έγινε ΠΡΙΝ από την άσκηση του ένδικου μέσου, η οποία αφορά το δικαίωμα προς άσκηση του, υποδηλώνει στην ουσία ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Η δήλωση αυτή αποδοχής εκ μέρους της ΔΕΗ και του δημοσίου της δικαστικής απόφασης, ταυτίζεται κατά τις έννομες συνέπειές της με τη δήλωση παραίτησης από δικαίωμα εναντίωσης σ’ αυτήν την απόφαση με ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει ότι  παραιτούνται ρητώς από το δικαίωμα να εναντιωθούν στο διατακτικό της εν όλω ή εν μέρει βλαπτικής γι’ αυτούς  απόφασης και άρα ότι παραλλήλως και αναποδράστως ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ (και αντιστρόφως, δεδομένου ότι  αποδέχονται  την απόφαση, αυτό σημαίνει αναποδράστως ότι παραιτούνται (και) από το δικαίωμα προσβολής της με  ένδικα μέσα).  Αυτονόητο επίσης είναι ότι με τον αρ 5 (559 άρθρου) ορίζονται αναιρετικοί λόγοι σε σχέση με την καθ' ύλην αρμοδιότητα ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ.

Η σχολιαζόμενη απόφαση είπε  ότι, «στην προκείμενη περίπτωση με τις ένδικες από 13-12-2012 και 14-12-2012 αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και της «ΔΕΗ ΑΕ», οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (αρθρ. 246 ΚΠολΔ), επιδιώκεται η αναστολή της εκτελέσεως και της ισχύος της υπ' αριθμ. 1101/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήματος εκουσίας δικαιοδοσίας), η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά νομότυπη παραίτηση των αιτούντων από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως (αναφορικά με τους ιδίους), ως προς όλες τις διατάξεις του διατακτικού της, πλην της πρώτης περί απαγορεύσεως διακοπής της παροχής ρεύματος στους καταναλωτές, επικαλούμενοι κίνδυνο ανεπανόρθωτης άλλως δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης. Οι αιτήσεις αυτές είναι παραδεκτές. Η άσκηση εφέσεως κατά της ίδιας ανωτέρω αποφάσεως μετά την άσκηση των αναιρέσεων και τη συζήτηση των υπό κρίση αιτήσεων (βλ. έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης υπ' αριθμ. 7966/2012) από τους καθ' ων Γεώργιο Κόκκα και «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στο παραδεκτό των ενδίκων αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως, αφού, όπως προαναφέρθηκε στην ως άνω μείζονα σκέψη, το Συμβούλιο τούτο δεν   ερευνά  το παραδεκτό ή μη των αναιρέσεων».

3. Προϋπόθεση  εφαρμογής του άρθρου 565 Κ.Πολ.Δ είναι να ΜΗΝ έχει γίνει έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης της αναιρεσηβληθείσας απόφασης

Κατά την παρ. 1 εδαφ. α` του άρθρου 565 Κ.Πολ.Δ., η προθεσμία της αναίρεσης καθώς και η άσκηση της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ κατά την παρ. 2 εδαφ. α` του ιδίου άρθρου, αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από  την παροχή εγγύησης από τον διάδικο που έχει νικήσει. 

Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι να μήν έχει γίνει έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης της αναιρεσηβληθείσας απόφασης, με την κατά το άρθρο 924 επίδοση αντιγράφου του απογράφου της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση που αποτελεί την πρώτη διαδικαστική πράξη της διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, το δε έγγραφο της επιταγής φέρει το χαρακτήρα δικογράφου. Τούτο δε γιατί, μετά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ο κίνδυνος βλάβης επέρχεται από τις διαδικαστικές πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως και την ενέργεια των σχετικών πράξεων. Οι διαδικαστικές αυτές πράξεις μπορεί να προσβληθούν με ανακοπή κατά το άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. και εντεύθεν η αποτροπή της βλάβης είναι, δυνατή με την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά το άρθρο 938 Κ.Πολ.Δ., από το αρμόδιο, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, δικαστήριο [189/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ)].

Αντιγράφω από το Σημείωμα των καθ’ ων η αίτηση (Ενώσεων Καταναλωτών κλπ): «Ειδικότερα την 5-12-2012 λάβαμε αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΣΧΕΤΙΚΟ 10 ).  Την ίδια ημέρα δυνάμει της 3430γ/5-12-2012 έκθεσης επίδοσης της έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Α. που σας προσκομίζω με επίκληση  (ΣΧΕΤΙΚΟ 11), η επιδόθηκε στην ΔΕΗ ΑΕ αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μετά επιταγής προς εκτέλεση». Όπως άρα αποδεικνύεται από όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα έχει αρχίσει ήδη η αναγκαστική εκτέλεση της προσβαλλόμενης 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

4. Δεν επιτρέπεται να μετατρέπεται ο Άρειος Πάγος σε δικαστήριο ουσίας κρίνοντας την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, παρά μόνο  αν η εκτέλεση έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη

Κατά το άρθρο 579 § 2 ΚΠολΔ "αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση". Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που βρίσκεται σε αρμονία με εκείνη του άρθρου 565 § 2 ΚΠολΔ για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση πρέπει η εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη. Η διαπίστωση του άρθρου 579 § 2 ΚΠολΔ "η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε" υπήρξε συνειδητή και είναι σαφής, ώστε να μη μετατρέπεται ο Άρειος Πάγος σε δικαστήριο ουσίας, κρίνοντας σε τέτοιες περιπτώσεις, εμμέσως τουλάχιστον, ζητήματα τα οποία ανήκουν στο δικαστήριο της παραπομπής. Επομένως, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό και κάθε άλλη περίπτωση που δημιουργεί παράνομη κατάσταση εξαιτίας της αναιρεθείσας απόφασης (305/2011 ΑΠ).

Κατά την αληθινή άρα έννοια της διάταξης αυτής, που βρίσκεται σε αρμονία με εκείνη του άρθρου 565 παρ. 2 ΚΠολΔικ για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση πρέπει η εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη (ΑΠ 88/1996).

Τέλος είναι ανάγκη να σημειωθεί, ότι στην αναιρετική δίκη, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 1 περ. α, 269, 300, 553, 565 και 577 του Κ. Πολ. Δ. προκύπτει ότι στην αναιρετική διαδικασία είναι απαράδεκτη η προβολή ενστάσεων κατά της ασκούμενης αξίωσης, γιατί η προβολή της προϋποθέτει την εκκρεμοδικία της αγωγής, η οποία περατώνεται με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η άσκηση της αίτησης αναίρεσης, καθώς και η επ` αυτής δίκη δεν αναβιώνει την εκκρεμοδικία, αφού με το ένδικο αυτό μέσο δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται η ουσία της διαφοράς, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αναίρεσης. (996/2008 ΑΠ,  1839/2007 ΑΠ). Υπό την αντίθετη εκδοχή το Ακυρωτικό θα μεταβαλλόταν σε δικαστήριο τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας (ολΑΠ 44/1996).

Τα παραπάνω είναι αυτά που έχουν κριθεί από τον Άρειο Πάγο. Τα υπόλοιπα σερβίρονται προς μαζική βρώσιν (πηγή σε link και σε jpeg)…