Το post αυτό συντάχτηκε με αφορμή υπόθεση εντολέα μου που έχει κριθεί σε δεύτερο βαθμό (ΕφΑθ) . Δεδομένης της εμπειρίας που αποκόμισα από αυτή την υπόθεση , παρουσιάζω αυτή τη μελέτη που αφορά στις συμβάσεις μικτής ασφάλισης (όλες οι καλύψεις όλων των ειδών ) και υπερασφάλισης (όλων των ειδών οι καλύψεις πλην των ιδιων ζημιών).
Σύντομο ιστορικό: Ο Χ ήταν ιδιοκτήτης ενός Mercedes SLK το οποίο είχε ασφαλίσει με σύμβαση μικτής ασφάλισης σε ασφαλιστική εταιρία. Η καταβολή των ασφάλιστρων είχε συμφωνηθεί να γίνεται κάθε εξάμηνο . Κάθε φορά που το προηγούμενο συμβόλαιο έληγε , εκδίδονταν αυτόματα το επόμενο (διαδικασία αυτόματης ανανέωσης).
Ειδικότερα, η αρχική ασφάλιση ορίστηκε εξάμηνη, αρχομένης από 23 Ιουλίου 2004 και λήγουσας την 23η Ιανουαρίου 2005. Εντός της ασφαλιστικής περιόδου συνηφθη με την ασφαλιστική εταιρία πρόσθετη πράξη, η οποία αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος του αρχικού ασφαλιστήριου συμβολαίου. Με την ως άνω πρόσθετη πράξη επήλθε μεταβολή των καλύψεων από απλή ασφάλιση αστικής ευθύνης σε μικτή (και ως εκ τούτου αύξηση των ασφαλίστρων). Περιλάμβανε δε πρόσθετους καλυπτόμενους κινδύνους και ειδικότερα προστασία από φυσικά φαινόμενα, ιδιες ζημιες , πρόσθετη υπερασφάλεια δηλαδή μικτή ασφάλιση με ασφαλισμένο κεφάλαιο 30.000 ευρώ.
Στις 13 Νοεμβρίου 2004 το αυτοκίνητό υπέστη υλικές ζημίες από τροχαίο ατύχημα τις οποίες η εταιρία απέδωσε, ως όφειλε, δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου μικτής ασφάλισης που είχε μεταξύ αυτής και του εντολέα μου συναφθεί. Ειδικότερα σύμφωνα με τη σχετική εξοφλητική απόδειξη αποζημιώσεως , απεδόθη από την εταιρία το ποσό 10.193 ευρω.
Στη συνέχεια και αφού είχε ήδη παρέλθει η 23η Ιανουαρίου 2005, ημερομηνία που συνέπιπτε με τη λήξη της διάρκειας της εξάμηνης ασφάλισης, ο εντολέας μου προέβη σε συμβατική εξάμηνη ανανέωση του ως άνω συμβολαίου του, που περιείχε τους ίδιους όρους (μικτή ασφάλιση). Η διάρκεια του νέου συμβολαίου ήταν από 23/01/05 έως 23/06/05. Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2005 το ασφαλισμένο όχημα υπέστη ολική καταστροφή, συνέπεια σφοδρού ατυχήματος με υλικές μόνο ζημίες.
Ύστερα από επικοινωνία του εντολέα μου με την εταιρία , έκπληκτος διαπίστωσε την άρνησή της να του καλύψει πλήρως την καταστροφή του οχήματος του (δηλαδή να του καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ), ποσό που υποτίθεται ότι κάλυπτε η εταιρία με την κάλυψη της μικτής που είχε ήδη τεθεί ως προσθήκη με την πρόσθετη πράξη. Η εταιρία επικαλέστηκε έναν όρο το περιεχόμενο του οποίου ο εντολέας μου «γνώριζε» και είχε «αποδεχθεί». Ο ως άνω όρος ήταν προδιατυπομενος ήταν δηλαδή Γενικός Όρος Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) και δεν αποτέλεσε προϊόν διαπραγμάτευσης με τον εντολέα μου αλλά επιβλήθηκε σε αυτόν ως δεδομένος με το σκεπτικό «ή αγοράζεις την υπηρεσία με τους όρους που εγώ θέτω ή δεν την αγοράζεις καθόλου».
Ο όρος αυτός προέβλεπε ότι «Σε όλες τις ασφαλίσεις των συμπληρωματικών και ειδικών καλύψεων το ασφαλιστικό ποσό αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης της εταιρίας από ένα ή περισσότερα ατυχήματα εντός της ασφαλιστικής περιόδου (ετήσιας) για κάθε είδος ασφάλισης».
Επικαλούμενη η εταιρία αυτόν τον όρο ισχυρίστηκε ότι «ευθύνομαι ετησίως για 30.000 ευρω που είναι το ανώτατο όριο ευθύνης μου (από ένα ή περισσότερα ατυχήματα) και άρα σου δίνω 30.000 που είναι το ασφαλισμένο κεφάλαιο μείων τα 10.193 που σου κατέβαλλα ως αποζημίωση για το ατύχημα που έγινε το προηγούμενο εξάμηνο = 19.807 μείων τα σώστρα (αξία του αυτοκινήτου ως παλιοσίδερα)». Κατά την άποψή μου , ο όρος αυτός ήταν άκυρος και επιβλήθηκε ως τέτοιος καταχρηστικά , λόγος για τον οποίο ασκήθηκε αγωγή με την οποία αιτηθήκαμε όπως επιδικασθεί το σύνολο του ασφαλισμένου κεφαλαίου των 30.000 ευρω (μείων τα σώστρα) και όχι το ποσό των 19.807 (μείων τα σώστρα) .
Η αγωγή έγινε δεκτή (από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) . Η εναγόμενη , σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα απόφαση του δικαστηρίου υποχρεώθηκε (από το δεδικασμένο) να τροποποιήσει τον επίμαχο αυτό όρο σε όλες τις συμβάσεις της μικτής ασφάλισης.
Αναφορικά με τις συμβάσεις ασφάλισης αυτοκινήτου (μικτή και υπερασφάλεια) , προσοχή στους ακόλουθους όρους των ΓΟΣ:
1. «Σε όλες τις ασφαλίσεις των συμπληρωματικών και ειδικών καλύψεων το ασφαλιστικό ποσό αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης της εταιρίας από ένα ή περισσότερα ατυχήματα εντός της ασφαλιστικής περιόδου (ετήσιας) για κάθε είδος ασφάλισης». Ο όρος αυτός κρίθηκε δικαστικά, η αγωγή έγινε δεκτή και η ασφαλιστική εταιρία συμμορφούμενη στην απόφαση τον απάλειψε από τις συμβάσεις της.
Πρακτικά , ο ανωτέρω ΓΟΣ λειτουργεί ως εξής:
Τα είδη των πρόσθετων ασφαλιστικών καλύψεων είναι οι ιδιες ζημίες που είναι και η βασικότερη από τις πρόσθετες καλύψεις (λ.χ η πρόκληση ζημιών από πρόσκρουση και ασχέτως της υπαιτιότητας του λήπτη της ασφάλισης) , η κλοπή , τα καιρικά φαινόμενα – φυσικές καταστροφές (π.χ πλημμύρα χαλάζι κλπ) , οι τρομοκρατικές ενέργειες , οι κακόβουλες ενέργειες , η πυρκαγιά κ.α .
Έστω ότι το ασφάλισμα (ασφαλισμένο κεφάλαιο) είναι 15.000 ευρώ. Αν εντός της ασφαλιστικής περιόδου (η οποία κατά την εταιρία είναι ετήσια ακόμη και για την περίπτωση που το συμβόλαιο δεν είναι 1 ετήσιο αλλά 1+1 εξάμηνο!!!) προκαλέσεις κατά το πρώτο εξάμηνο της ασφάλισης ίδιες ζημιές από ατύχημα (π.χ πρόσκρουση σε τοίχο με ζημιά 7.000 ευρω) , σε αυτή την περίπτωση σε αποζημιώνει κανονικά με αυτό το ποσό (νομίζεις δηλαδή ότι η σύμβαση μικτής ασφάλισης λειτουργεί κανονικά…) .
Στην περίπτωση όμως που εντός του πρώτου ή του δευτέρου εξαμήνου της ασφάλισης (1+1 εξάμηνα συμβόλαια) , το αυτοκίνητό σου πάθει ολική καταστροφή (με δική σου υπαιτιότητα) , σε αυτή την περίπτωση επικαλούμενη αυτό τον όρο, σου αφαιρεί από το ασφάλισμα (των 15.000) τα 7.000 που σου κατέβαλε (για την προηγούμενη ζημιά) και σου αποδίδει τα υπόλοιπα (8.000) . Αυτό σημαίνει ότι ενώ εσύ εύλογα θεωρείς ότι η σύμβαση μικτής ασφάλισης εξακολουθεί να λειτουργεί , στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί!!!. Σύμφωνα με τα ανωτέρω , ενώ ο καταναλωτής καταβάλει στην εταιρία ασφάλιστρο μικτής ασφάλισης για ένα 1+1 εξάμηνο , αυτή του πουλά υπηρεσία μικτής ασφάλισης μόνο όμως για την περίπτωση του συμβολαίου του α εξαμήνου !!!
Όσων αφορά την πώληση του συμβολαίου του β’ εξαμήνου (με καταβολή βεβαίως του αυξημένου ασφαλίστρου της μικτής ασφάλισης) , το εάν αυτή είναι όντως μικτή ή όχι , αυτό εξαρτάται από τυχόν προηγούμενη (κατά α’ εξάμηνο) καταβολή αποζημίωσης καθώς και από το ύψος αυτής!!!…Έτσι , εάν κατά το προηγούμενο εξάμηνο δεν είχε καταβληθεί αποζημίωση , τότε το συμβόλαιο του β εξαμήνου εξακολουθεί να είναι συμβόλαιο μικτής ασφάλισης . Αν όμως κατά το προηγούμενο εξάμηνο είχε καταβληθεί αποζημίωση τότε η έκταση της κάλυψης και ο χαρακτηρισμός της ασφάλισης του β εξαμήνου εξαρτάται από το προηγούμενο ποσό της αποζημίωσης το οποίο αν ανέρχεται π.χ στο 10% του ασφαλίσματος, το συμβόλαιο του β εξαμήνου είναι «σχεδόν μικτή ασφάλιση» αν ανέρχεται στο 50% του ασφαλίσματος το συμβόλαιο του β εξαμήνου είναι «περίπου μικτή ασφάλιση» , αν ανέρχεται στο 80% του ασφαλίσματος το συμβόλαιο του β εξαμήνου είναι «ενισχυμένη ασφάλιση αστικής ευθύνης με ποσοστό κάλυψης ιδιων ζημιών 20%» , ενώ αν ανέρχεται στο 100% του ασφαλίσματος το συμβόλαιο του β εξαμήνου είναι «απλή ασφάλιση αστικής ευθύνης».
ΟΜΩΣ , ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΤΟΥ Β’ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΕΧΕΙ ΠΩΛΗΘΕΙ ΩΣ ΜΙΚΤΗ και ΕΧΕΙ ΑΓΟΡΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΟΜΟΙΩΣ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΜΙΚΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΒΕΒΑΙΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ)!!!
Η καταχρηστικοτητα εδώ αφορά σε δυο ζητήματα α) της καταχρηστικά επιβαλλόμενης ετησιοποιησεως της διάρκειας ασφάλισης (όταν το συμβόλαιο δεν είναι 1 ετήσιο αλλά 1+1 εξάμηνα) καθώς και β) της αφαίρεσης από το ασφαλισμένο κεφάλαιο της προηγούμενης αποζημιώσεως για ζημιά που προκλήθηκε από το ίδιο είδος ασφάλισης!!!
Και το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκαναν δεκτό τον -ούτως ή άλλως ήδη νομολογμενο- ισχυρισμό μου ότι η ασφαλιστική περίοδος δεν είναι ετήσια αλλά η διάρκεια αυτής εξαρτάται από το χρόνο και τον συμφωνηθέντα τρόπο καταβολής των ασφαλίστρων (αν δηλαδή η καταβολή του ασφαλίστρου συμφωνείται και είναι εξάμηνη τότε η ασφαλιστική περίοδος νοείται ως εξάμηνη και όχι ετήσια).
Η παρανόμως ακολουθούμενη ως άνω πρακτική έχει τεράστια οικονομική και κοινωνική επίπτωση και εγκυμονεί σοβαρότατους κοινωνικούς κινδύνους για την περιουσία και την εν γένει υπόσταση ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών οι οποίοι αγοράζουν αυτοκίνητο δια τραπεζικής χρηματοδοτήσεως. Γίνεται αντιληπτό ότι η οικονομική κατάσταση αυτών των συμπολιτών μας είναι δυσμενής και άρα δέον όπως προνοήσουν για την περίπτωση που το αυτοκίνητο υποστεί μια , δυο ή περισσότερες μεγάλες ζημιές (αφού προφανώς αδυνατούν με δικά τους κεφάλαια να αποκαταστήσουν τις ζημιές αποπληρώνοντας ταυτοχρόνως και τη μηνιαία δόση στην τράπεζα). Προς τούτο (σύναψη υπερασφάλισης), τους υποχρεώνουν και οι τράπεζες προκειμένου να τους χορηγήσουν δάνειο αυτοκινήτου…
Είναι σαφές , ότι αν στη θέση του εντολέα μου ήταν ένας αδύναμος οικονομικά πολίτης ο οποίος είχε αγοράσει το αυτοκίνητο με δάνειο , στην περίπτωση αυτή, θα είχε στα χέρια του ένα ολικώς κατεστραμμένο αυτοκίνητο για το οποίο υποτίθεται ότι επί χρόνια πλήρωνε μικτή ασφάλιση , η οποία όμως -υπό προϋποθέσεις που ανάγονται αποκλειστικά στην τυχαιοτητα- ήταν στην καλύτερη περίπτωση «σχεδόν μικτή» και στη χειρότερη απλής αστικής ευθύνης .
Τελικά , όχι μόνο δεν θα αποζημιωνόταν πλήρως αλλά θα εξακολουθούσε να πληρώνει στην τράπεζα τη μηνιαία δόση , για ένα αυτοκίνητο που πλέον δεν έχει!!!!!! Ο οικονομικά ασθενής αυτός πολίτης , υπό το βάρος των εξελίξεων (ολικά κατεστραμμένο αυτοκίνητο με ταυτόχρονη πίεση της τράπεζας για καταβολή της τοκοχρεολυτικής δόσης, μακρόχρονοι δικαστικοί αγώνες μέχρις ότου δικαιωθεί – και αν δικαιωθεί , αμοιβές δικηγόρων κλπ ) , θα σύρονταν στο να αποδεχθεί το συμβατικό και «συμφωνημένο» αυτό άκυρο όρο . Το επιχείρημα θα ήταν (όπως ακριβώς συνέβη και με τον εντολέα μου) το εξής: «Τον όρο τον γνώριζες τον υπέγραψες και άρα σε δεσμεύει»!!!! Το αποτέλεσμα θα ήταν ο πολίτης να δεχτεί την ελλιπή αυτή «αποζημίωση» ώστε άμεσα να καταβάλει τα χρήματα στην τράπεζα για να μειωθεί το οφειλόμενο ποσό του δανείου. Ακόλουθα , κάθε μήνα θα πλήρωνε τη δόση του δανείου για ένα αυτοκίνητο που υποτίθεται ότι είχε ασφαλισμένο με μικτή , αυτό καταστράφηκε , πλέον δεν το έχει αλλά και δεν μπορεί να το αντικαταστήσει!!!
2. Άλλη περίπτωση διατύπωσης αυτού του ΓΟΣ είναι η ακόλουθη: «Στις ασφαλίσεις ιδίων ζημιών , κλοπής (μερικής ή ολικής) , πυρός , τρομοκρατικών ή κακόβουλων ενεργειών και από την χρησιμοποίηση του μηχανήματος ως εργαλείου , το ασφαλιστικό ποσό αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης του σφαλιστού , από ένα ή περισσότερα ατυχήματα εντός της ασφαλιστικής περιόδου για κάθε είδους ασφάλιση». (το κύρος αυτού του όρου –εξ όσων γνωρίζω- δεν έχει κριθεί δικαστικά).
3. Προσοχή ιδίως στον ακόλουθο όρο των ΓΟΣ (το κύρος αυτού του όρου –εξ όσων γνωρίζω- δεν έχει κριθεί δικαστικά).
Υπάρχουν περιπτώσεις που η σύμβαση προβλέπει ότι … το ασφαλισμένο κεφάλαιο είναι το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή για μια είτε για περισσότερες ασφαλιστικές περιπτώσεις εντός της ασφαλιστικής περιόδου για οποιοδήποτε καλυπτόμενο κίνδυνο (!!!).
Η περίπτωση 2 και 3 διαφέρουν ως προς το εξής: Ενώ στη 2 το ανώτατο όριο ευθύνης από ένα ή περισσότερα ατυχήματα είναι για κάθε είδους ασφάλιση , στην περίπτωση 3 είναι για οποιοδήποτε καλυπτόμενο κίνδυνο…
Τούτοι οι ανωτέρω 2 και 3 όροι , δυνατό να επιδέχονται της ακόλουθης ερμηνείας :
Στην περίπτωση 2 , με ασφαλισμένο κεφάλαιο 15.000 ευρώ αν πάθεις μια ζημιά 7.000 ευρώ από ατύχημα (περίπτωση για την οποία σε αποζημιώνουν «κανονικά») και μετά πάθεις εκ νέου λ.χ ολική καταστροφή από ατύχημα δεν αποζημιώνεσαι με 15.000 αλλά αποζημιώνεσαι 15.000 – 7.000 = 8.000 αφού κατά τον αυτό ΓΟΣ το όριο ευθύνης αφορά το κάθε είδος ασφάλισης (δηλαδή στο παράδειγμά μας τις ιδιες ζημιες , τις ζημιες από ατύχημα) . Αν όμως σου κλέψουν το αυτοκίνητο αποζημιώνεσαι κανονικά (αφού η κλοπή είναι άλλο είδος ασφάλισης από την πρόκληση ίδιων ζημιών).
Στην περίπτωση όμως 3 , με ασφαλισμένο κεφάλαιο 15.000 ευρώ αν πάθεις μια ζημιά 7.000 ευρω από ατύχημα (περίπτωση για την οποία σε αποζημιώνουν «κανονικά») και μετά είτε ξαναπαθεις ολική καταστροφή από ατύχημα , είτε από πυρκαγιά , είτε σου κλέψουν το αυτοκίνητο , δεν αποζημιώνεσαι με 15.000 αλλά αποζημιώνεσαι 15.000 – 7.000 = 8.000 αφού κατά τον αυτό ΓΟΣ το όριο ευθύνης αφορά όλα τα είδη της ασφάλισης και όχι το κάθε είδος ασφάλισης !!!
Δυστυχώς, οι καταναλωτές συνήθως επιλέγουν σύμβαση μικτης ασφάλισης με μοναδικό κριτήριο το ποσό της απαλλαγής (δηλαδή το ποσό που η εταιρία απαλλάσσεται για κάθε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως π.χ αν η απαλλαγή έχει συμβατικά συμφωνηθεί σε 300 ευρω , για ζημιά 1000 ευρω θα σου καταβληθούν τα 700).
Το εύρος της απαλλαγής στην ασφαλιστική αγορά είναι από μηδέν ευρω (!) μέχρι και 1.000 ευρω . Όπως είναι λογικό , ο καταναλωτής , ανυποψίαστος περί της ερμηνείας των ΓΟΣ προστρέχει να συνάψει σύμβαση μικτής ασφάλισης με όσο το δυνατό μικρότερη απαλλαγή… Σε αυτές ιδίως τις περιπτώσεις (δηλαδή της πολύ μικρής απαλλαγής ή της μηδενικής απαλλαγής!!!) , ο καταναλωτής πρέπει να διερευνήσει ενδελεχώς τους ΓΟΣ (εν ανάγκη δε να ενεργήσει και νομικό έλεγχο αυτών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του).
Πρέπει δηλαδή προ της σύναψης της σύμβασης να εντοπιστεί αν αυτός ο όρος περιέχεται στο συμβόλαιο και ακόλουθα να αποσαφηνισθεί η ερμηνεία του (και ιδίως η ερμηνεία που δίνει η ασφαλιστική εταιρία). Πρέπει δηλαδή να ζητηθούν από την εταιρία περαιτέρω εξηγήσεις για αυτό τον όρο , θέτοντας το εξής ερώτημα:
α) Πως η εταιρία εννοεί την ασφαλιστική περίοδο (ετήσια ή εξάμηνη) και β) «Αν εντός της εξαμηνηνης διάρκειας της ασφαλιστικής κάλυψης , το αυτοκίνητο μου πάθει από πλημμύρα ζημιά 5.000 ευρω (τα οποία προφανώς η εταιρία θα μου καταβάλει) και εντός του ίδιου ή του δεύτερου εξαμήνου μου κλέψουν το αυτοκίνητο , θα μου καταβάλεις το σύνολο του ασφαλισμένου κεφαλαίου ή από αυτό θα αφαιρέσεις τα 5.000?»
Ανάλογα με την απάντηση και σε συνάρτηση με το αν κατά το πρώτο εξάμηνο έχει επέλθει –κατ οποιοδήποτε τρόπο- η ασφαλιστική περίπτωση , ο καταναλωτής θα επιλέξει μεταξύ των:
Ι. Αν την ασφαλιστική περίοδο την εννοούν ως ετήσια και
Α) στο πρώτο εξάμηνο δεν επήλθε καθόλου η ασφαλιστική περίπτωση (δηλαδή δεν έγινε ούτε μια καταβολή αποζημίωσης για κάποιο από τους καλυπτόμενους κινδύνους) σε αυτή την περίπτωση ο ασφαλισμένος μπορεί (και) για το επόμενο εξάμηνο να ανανεώσει τη σύμβαση στην ίδια εταιρία . Αν όμως
Β) κατά το πρώτο εξάμηνο έχει επέλθει –κατ οποιοδήποτε τρόπο- η ασφαλιστική περίπτωση τότε λογικό είναι , για το επόμενο εξάμηνο ο ασφαλισμένος να προβεί σε νέα σύναψη σύμβασης ασφάλισης με άλλη ασφαλιστική εταιρία ώστε με τον τρόπο αυτό να διασφαλιστεί , ότι κατά το χρόνο έναρξης της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου το ασφαλισμένο κεφάλαιο θα είναι «αλώβητο» …
ΙΙ. Αν η ασφαλιστική περίοδος νοείται ως εξάμηνη ισχύουν ομοίως τα ανωτέρω , με μόνη διαφορά , ότι στατιστικώς είναι μικρότερη η πιθανότητα εντός του ίδιου (ενός) εξαμήνου να επέλθει εκ νέου η ασφαλιστική περίπτωση.
Όμως ακόμη και όταν η ασφάλιση νοείται ως εξάμηνη , αν κατά τις πρώτες ημέρες της ασφαλιστικής περιόδου (εξάμηνης) το αυτοκίνητο πάθει μεγάλη ζημιά και καταβληθεί μεγάλη αποζημίωση (κατά τρόπο που για το υπόλοιπο της εξάμηνης ασφαλιστικής περιόδου να έχει μειωθεί σημαντικά το ασφαλισμένο κεφάλαιο) σε αυτή την περίπτωση , ενώ ο καταναλωτής ευλόγως θεωρεί ότι η σύμβαση εξακολουθεί μέχρι και τη λήξη του εξαμήνου να είναι μικτή , στην πραγματικότητα , στην καλύτερη περίπτωση είναι «σχεδόν μικτή» και στη χειρότερη απλής αστικής ευθύνης (τούτο δε εξαρτάται από το ύψος της προηγούμενης αποζημίωσης) . Άρα ερωτάται : γιατί ο ασφαλισμένος για τον υπολειπόμενο χρόνο (μέχρι της λήξης της ασφαλιστικής περιόδου) να παραμείνει στην ίδια εταιρία και να μην διακόψει αμέσως τη σύμβαση συνάπτοντας νέα σύμβαση με άλλη εταιρία??? (ώστε το ασφαλισμένο κεφάλαιο να είναι εκ νέου ακέραιο???).
Σημειωτέων δε ότι σε αυτή την περίπτωση (της συμβατικής λύσεως της σύμβασης) προ της λήξης της ασφαλιστικής περιόδου , τα ασφάλιστρα επιστρέφονται στον αντισυμβαλλόμενο ασφαλισμένο δια προσθέτου πράξεως ακύρωσης με καταβολή στον ασφαλισμένο του οφειλόμενου μέρους των ασφαλίστρων (που υπολογίζεται από τη μέρα της συμβατικής λύσεως μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου). Σύμφωνα με αυτή την πρακτική ο Χ που ήταν ασφαλισμένος στην εταιρία Ψ για 6 μήνες με ασφάλιστρο 500 ευρω και ασφ. κεφάλαιο 15.000 ευρω αφού έκανε ατύχημα και αποζημιώθηκε από την Ψ , διακόπτει αμέσως τη σύμβαση ασφάλισης. Η Ψ του επιστρέφει μέρος των ασφαλίστρων και ο Χ απευθύνεται στην εταιρία Ζ συνάπτοντας νέα σύμβαση , πληρώνοντας (για το εξάμηνο) ασφάλιστρο 500 ευρω (όσα δηλαδή πλήρωνε και στην Ψ) έχοντας όμως ακέραιο το ασφαλισμένο κεφάλαιο των 15.000 ευρω για κάθε ή για όλους τους καλυπτόμενους κινδύνους. Αυτό τον συμφέρει γιατί αν παρέμενε στην Ψ και εντός του ίδιου εξαμήνου προκαλούταν εκ νέου ζημιά, η Ψ σύμφωνα με τον όρο αυτό , θα αφαιρούσε την προηγούμενη αποζημίωση και άρα θα είχε πληγεί το ασφαλισμένο κεφαλαίο. Αντίθετα η Ζ τον δέχεται άνευ προϋποθέσεων και τον (πρωτο)ασφαλίζει με το ασφαλισμένο κεφάλαιο στο σύνολο του (15.000 ευρω)… Η «μεταπήδηση» αυτή από την εταιρία Ψ στη Ζ φαίνεται ότι λειτουργεί υπέρ του ασφαλισμένου και σε βάρος της Ψ , αφού η εταιρία Ζ τον ασφαλίζει χωρίς να τον ρωτά γιατί έλυσε τη σύμβαση με την Ψ , χωρίς να του επαυξάνει το ασφάλιστρο και ούτε βεβαίως να του μειώνει το ύψος του ασφαλισμένου κεφαλαίου (που είναι εκ νέου 15.000) …
Βεβαίως , κατά την προσωπική μου άποψη όλα τα ανωτέρω θυμίζουν αλχημείες ,αφού με αυτή την πρακτική δημιουργείται έντονα η εντύπωση ότι ο ασφαλισμένος δύναται να βγει ωφελημένος έχοντας σε κάθε περίπτωση εξασφαλισμένο το σύνολο του ασφαλισμένου κεφαλαίου για όλους τους καλυπτόμενους κινδύνους , τούτο δε το επιτυγχάνει απλώς με την εναλλαγή ασφάλισης από εταιρία σε εταιρία (καταβάλλοντας πάντοτε το ίδιο ή περίπου το ίδιο ασφάλιστρο). Το αυτό «παράδοξο» παύει να υπάρχει όταν εφαρμόζεται η ακόλουθη πρακτική:
4. Κατά την άποψη μου η ορθή συμβατική πρόβλεψη πρέπει να είναι η ακόλουθη:
ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΑ ΑΣΧΕΤΩΣ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΩΣ ΤΗΣ ΤΥΧΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ .
Δηλαδή α) «το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή ανέρχεται μέχρι του ποσού του ασφαλίσματος ασχέτως του αριθμού των ασφαλιστικών περιπτώσεων εντός της ασφαλιστικής περιόδου και για όλους τους καλυπτόμενους κίνδυνους» και β) η διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου εξαρτάται από το χρόνο και τον συμφωνηθέντα τρόπο καταβολής των ασφαλίστρων.
Κατά την αυτή άποψη , ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο της δαπάνης αποκατάστασης των ζημιών ακόμη και αν το ύψος των μεμονωμένων ζημιών (δυο ή περισσοτέρων) υπερβαίνει το ασφαλισμένο κεφάλαιο (εντός της ίδιας ασφαλιστικής περιόδου) .
Σύμφωνα με αυτή τη λογική , η -εντός της ασφαλιστικής περιόδου- καταβολή αποζημίωσης για μια ζημιά λ.χ 7.000 ευρω επί ασφαλίσματος 15.000 ευρω , συνίσταται στην επαναφορά του ασφαλισμένου πράγματος στην προγενέστερη κατάσταση (αρχική ασφαλισμένη αξία του πράγματος) , τούτο διότι , σκοπός της αποζημίωσης είναι η επαναφορά του ασφαλισμένου πράγματος στην προγενέστερη αξία του δηλαδή της προ της επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως αξίας (άλλως της ασφαλισμένης απαίτησης για το πράγμα).
Σύμφωνα με την αυτή άποψη (η οποία προσεγγίζει την αποζημίωση ως επαναφορά του ασφαλισμένου πράγματος στην προ της επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως αξία) , στην περίπτωση που εντός της ασφαλιστικής περιόδου επέλθει εκ νέου η ασφαλιστική περίπτωση (π.χ κλοπή του αυτοκινήτου) κατά τρόπο που η προηγούμενη και η νέα ζημιά υπερβαίνει το ασφάλισμα (ασφάλισμα 15.000 , προηγούμενη ζημιά 7.000 + νέα ζημία από λ.χ κλοπή 15.000 = 22.000) , ο ασφαλιστής , για τη δεύτερη αυτή επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως (κλοπή) πρέπει να καταβάλει την αποζημίωση για το σύνολο του ασφαλισμένου κεφαλαίου (15.000) και όχι 8.000 που προκύπτει αν από το ασφάλισμα (15.000) αφαιρεθεί το ποσό των 7.000 που καταβλήθηκε ως αποζημίωση για την προηγούμενη ζημιά.
Και αυτό γιατί η πρώτη αποζημίωση για τη ζημία των 7.000 επανέφερε το πράγμα στην προγενέστερη ασφαλισμένη αξία του (δηλαδή στην αξία που το πράγμα είχε κατά το χρόνο της σύναψης της ασφαλιστικής συμβάσεως ήτοι αυτή του ασφαλισμένου κεφαλαίου των 15.000) , ενώ η δεύτερη αποζημίωση (15.000) ένεκεν της κλοπής , σκοπό έχει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο (μέχρι του ύψους του ασφαλίσματος των 15.000 ευρω) με βάση την αξία του πράγματος που εκλάπη και το οποίο μετά την αρχική επισκευή του με τα 7.000 ευρω που κατέβαλε η εταιρία είχε εκ νέου αξία 15.000 και άρα λόγω της κλοπής η καταβαλλόμενη αποζημίωση λαμβάνει χώρα με βάση την αποκατασταθείσα τελευταία αυτή αξία του πράγματος (15.000 ευρω) .
Η οποιαδήποτε δηλαδή πρώτη αποζημίωση (π.χ 7.000 ευρω επί ασφαλίσματος 15.000) , προσεγγίζεται υπό τη θεώρηση της αποκατάστασης της πληγείσας υλικής και περιουσιακής υπόστασης του πράγματος , ώστε αυτή (η κατάσταση και η αξία του πράγματος) μετά την αποζημίωση , να ευθυγραμμιστεί εκ νέου με το ασφάλισμα (αρχική αξία του πράγματος κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης). Ακολούθως δε, η σύμβαση συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά εξακολουθώντας να ασφαλίζει το πράγμα μέχρι του ποσού της κάθε φορά αξίας του (ασφάλισμα).
Η αυτή πρακτική είναι η σύννομη ενώ κάθε άλλη πιθανολογείται ότι εφαρμόζεται καταχρηστικώς υπό την έννοια ότι ο καταναλωτής ενώ πιστεύει ότι η σύμβαση εξακολουθεί να είναι μικτή στην πραγματικότητα μπορεί και να μην είναι.
Περαιτέρω κάθε διαφορετική αυτής άποψη , συνδέει εννοιολογικά την υποχρέωση προς αποζημίωση (επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης για τον καλυπτόμενο κίνδυνο) με το ασφάλισμα (που είναι το όριο της υποχρέωσης αποζημίωσης όταν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει στο σύνολό της ΜΙΑ ΦΟΡΑ – πχ ολική καταστροφή , κλοπή).
Σύμφωνα με αυτή την πρακτική , στην περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (λ.χ χαλαζόπτωση) και της αποζημίωσης του λήπτη της ασφάλισης , η εταιρία πρέπει να εκδίδει πρόσθετη πράξη με επιπλέον χρέωση του ασφαλισμένου. Σκοπός αυτής της πρόσθετης πράξης πρέπει να είναι η –μετά την καταβολή της αποζημίωσης και επαναφορά του αυτοκινήτου στην προηγούμενη κατάσταση και αξία του- εξακολούθηση του ασφαλισμένου κεφαλαίου στο αρχικό του ύψος. Δηλαδή η εξακολούθηση της λειτουργίας της σύμβασης με το ασφαλισμένο κεφάλαιο που είχε συμφωνηθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης. Τούτο είναι λογικό διότι και το αυτοκίνητο (μετά την καταβολή της αποζημίωσης) επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση και αξία του. Επειδή όμως η επαναφορά αυτή δεν έγινε με την περιουσία του ασφαλισμένου αλλά της εταιρίας , ο λήπτης της ασφάλισης θα πρέπει προκειμένου το ασφαλισμένο κεφάλαιο να επαναφερθεί στο ύψος της προ της αποζημίωσης χρόνου , να πληρώσει επιπρόσθετα. Στη συνέχεια δε , η σύμβαση πρέπει να εξακολουθεί να λειτουργεί με το ασφαλισμένο κεφάλαιο ακέραιο.