alampasis@gmail.com

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Επαγγελματικά δάνεια. Απόφαση 13/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών


Ανακοπή κατά διαταγής  πληρωμής από σύμβαση τραπεζικής πίστωσης για ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις.

- Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται ευθέως ή κατ' αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την Τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια εις βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της Τράπεζας.

- Καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα . Ο έλεγχος που επιβάλλει ο νόμος 2251/ 1994 έχει σκοπό την προστασία του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνο του πελάτη της Τράπεζας, ο οποίος είναι ο πιστολήπτης, αλλά και του εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης σύμβασης και της άρνησης των Τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής πίστωσης αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν, καθίσταμαι αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή.

- Τα αποσπάσματα και τα φωτοαντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας για να αποτελούν πλήρη απόδειξη, πρέπει να περιέχουν και να αναφέρουν το ποσό των τόκων και το επιτόκιο, ήτοι χωριστά το ποσό των συμβατικών και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών και χωριστά των τόκων υπερημερίας και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών, ώστε να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και να μπορεί αυτές να ελεγχθούν για την ορθότητά τους από τον πελάτη. Τα αποσπάσματα από τα βιβλία της τράπεζας πρέπει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο να περιέχουν τα ανωτέρω στοιχεία (ποσά των τόκων και το επιτόκιο, ήτοι χωριστά το ποσό των συμβατικών και τo επιτόκιο υπολογισμού αυτών και χωριστά των τόκων υπερημερίας και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών).

- Όταν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται  σε έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης για την έκδοση της διαταγής, δηλαδή ο λόγος της ανακοπής έχει αρνητικό χαρακτήρα, αρκεί για το ορισμένο αυτού να προκύπτει η ελλείπουσα νόμιμη προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής .

- Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός όπως συμβαίνει με αυτόν της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και του ποσού αυτής τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ' αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής.

- Ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει, στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/ 1994. Με το να υπολογίζεσαι το επιτόκιο σε 360 ημέρες ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό γνήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος| στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημέρες) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα και κατ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΎΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β" 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου.

- Δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975  και τούτο γιατί, τόσο κατά το προϊσχύσαν (βλ άρθρο 8 περ. 6 Ν 1083/1980 και υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 12 Ν 2601/1998, άρθρο 30 Ν 2783/2000, άρθρο 47 Ν 2783/2000, άρθρο 42 Ν 2912/2001 και άρθρο 39 Ν 3259/2004), ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση είναι αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 174, 178, 179 του ΑΚ.


Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης εδώ