alampasis@gmail.com

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Που πάνε τα λεφτά που εισπράττει το Κ.Ε.Α.Ο. από τους ασφαλισμένους?


Στην υπ’ αριθ. Φ.80000/οικ.25379/312απόφαση [Διαδικασία είσπραξης και ηλεκτρονικής διαχείρισης των ληξιπρόθεσμωνασφαλιστικών οφειλών εντός του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ)] ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Με την απόδοση μοναδικού αριθμού ΚΕΑΟ στην Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής, αυτή καθίσταται νόμιμος εκτελεστός τίτλος, και εγγράφεται ηλεκτρονικά στο Ειδικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Εσόδων του ΚΕΑΟ. Το ΚΕΑΟ επιδιώκει την είσπραξη της οφειλής, ενώ το ποσό που εισπράττεται αποτελεί έσοδο των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών”.

Περαιτέρω, από την παρ.10 του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 [Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών(Κ.Ε.Α.Ο.)] προβλέπεται η έκδοση μίας σειράς Κανονιστικών Πράξεων, που αφορούν σε θέματα οργάνωσης, λειτουργίας και στελέχωσης του ΚΕΑΟ, μεταξύ δε αυτών και η απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιαςγια τον τρόπο και τον χρόνο απόδοσης των εισπράξεων των οφειλών στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς”, η οποία σύμφωνα με το ΕΓΚ Φ.8//2013 ΕΓΓΡ.ΓΓΚΑ 5/8/13 έπρεπε να έχει εκδοθεί μέχρι την 30η Αυγούστου του έτους 2013

Τέλος, βάσει του εξουσιοδοτικού άρθρου 101 ν. 4172/2013, τα εκδοθέντα/ εφαρμοστικά νομοθετήματα που έχουν έως σήμερα εκδοθεί είναι α) η ΕΓΚ55/2013 [ίδρυση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.)], β) η ΕΓΚΦ.8-2013 ΕΓΓΡ.ΓΓΚΑ 5/8/13 (Σύσταση και Λειτουργία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών) και γ) η ΥΑΒ/7/2014 (Προϋποθέσεις συμψηφισμού επιστροφών ΦΠΑ και Φόρου Εισοδήματος με οφειλές Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης), από τις διατάξεις των οποίων από πουθενά δεν προκύπτει ο τρόπος και ο χρόνος απόδοσης των εισπράξεων των οφειλών των ασφαλισμένων στους  ασφαλιστικούς οργανισμούς!

Πιθανολογείται από αυτά ότι, τα ποσά που  εισπράττονται από το ΚΕΑΟ και  αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων δεν αποτελούν έσοδο των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών όπως ορίζει ο νόμος, αλλά  επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων προς τη συμβολή του ασφαλισμένου στην δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του εκάστοτε ασφαλιστικού οργανισμού.

Τούτων δοθέντων, η απαίτηση του δημοσίου στο πεδίο της εκπλήρωσης των υπέρογκων εισφοροδοτικών υποχρεώσεων των ασφαλισμένων, που στην περιπτωση του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ ανέρχεται ετησίως στο ποσό των 2.800 ευρώ για τους αυτοασφαλιζόμενους, δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ως επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, διότι μολονότι προβλέπεται από νομοθετικές διατάξεις και δικαιολογείται -κατά την κυβέρνηση- από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση του ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα καθώς και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ΕΤΑΑ ως κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού, ωστόσο,  οι διατάξεις του υπό κρίση νομοθετικού πλαισίου δεν αντιμετωπίζουν τους ασφαλισμένους – σημερινούς χρηματοδότες του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ με κριτήρια πρόσφορα για τις επίμαχες ρυθμίσεις, όπως είναι η διάρκεια του χρόνου ασφαλίσεως και το ύψος των καταβληθεισών εισφορών (κριτήρια συναπτόμενα με την συμβολή του ασφαλισμένου στην δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του εκάστοτε ασφαλιστικού οργανισμού), αλλά με το κριτήριο, αποκλειστικά, της επείγουσας χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού στη λογική των τρεχουσών πληρωμών, δηλαδή οι σημερινοί χρηματοδότες των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών καταβάλλουν εισφορές από τις οποίες χρηματοδοτούνται οι τρέχουσες υποχρεώσεις του κράτους (!) - κριτήριο προδήλως απρόσφορο για τις επίμαχες ρυθμίσεις, διότι, βάσει του εξουσιοδοτικού άρθρου 101 ν. 4172/2013 δεν προκύπτει ο τρόπος και ο χρόνος απόδοσης των εισπράξεων των οφειλών των ασφαλισμένων στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και συνεπώς,  ενόψει και όσων έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης δεν διασφαλίζεται, αφού η λειτουργία των μη βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών επιβαρύνεται περαιτέρω, κατά τρόπο που πλέον δεν είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην, κατά το Σύνταγμα, αποστολή τους (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2199/2010, Π.Ε. 147/2009, 200/2007, 165/2003, 300/1999).