alampasis@gmail.com

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Η παράγραφος 9 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 που προβλέπει ότι οι οφειλέτες του Δημοσίου μπορεί να διωχθούν για χρέη από 5.000 έως 10.000 ευρώ που έχουν βεβαιωθεί από τις Δ.Ο.Υ. και ΠΡΙΝ από την 31 Μαρτίου 2011 (ημερομηνία ισχύος του Ν. 3943/2011)


SOS για όσους χρωστάνε στο Δημόσιο ποσά πάνω από 5.000 ευρώ και βρεθούν κατηγορούμενοι. Το άρθρο σε απλή γλώσσα εδώ. Download από εδώ και πήγαινε  στο δικηγόρο σου. 

Η επίμαχη παράγραφος υπ’ αριθμ. 9 του  άρθρου 25  Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011  έχει ως εξής: «Προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά αδικήματα των περιπτώσεων α`, β`, γ` και δ` της παραγράφου αυτής, τελούνται με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου» Με βάση την παραπάνω διάταξη, οι οφειλέτες του Δημοσίου μπορεί να διωχθούν για χρέη από 5.000 έως 10.000 ευρώ που έχουν βεβαιωθεί από τις Δ.Ο.Υ. και πριν από την 31 Μαρτίου 2011 (ημερομηνία ισχύος του Ν. 3943/2011), εισάγοντας με τον τρόπο αυτό ανεπίτρεπτη αναδρομικότητα του ποινικού νόμου, με  αναδρομή που οδηγεί σε θεμελίωση ή επιβάρυνση του αξιοποίνου.


Τροποποιήσεις άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Οι τρεις προϊσχύουσες εκδόσεις του άρθρου και η τελική μορφή της παραγράφου 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011

Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμιστεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξης. Κατά δε την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση".

Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ (3.000 Ε) προκειμένου για δάνεια και  παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ (6.000 Ε) όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του.

Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1- 2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του τελωνείου προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Τέλος, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 34 του Ν. 3220/2004, η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής: "7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο από την παραγραφή του ως άνω σε βαθμό πλημμελήματος διωκόμενου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδαφ α`) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (εδαφ β`), με την τελευταία αντικατάσταση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση "ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ, ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού κλπ, διαλαμβάνει μόνο περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το δημόσιο (Ολ.ΑΠ 2/2011).

Περαιτέρω, με τη νέα μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, καθορίζονται διαφορετικά πλαίσια ποινής, και με το εδάφιο 2 αυτού ορίστηκε ότι "χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής", ως εξής: «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ , β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Επίσης, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι  «Η αναστολή της παραγραφής χρεών, κατώτερων του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής" και με την παρ. 7 ότι «η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής». Τέλος με την παρ. 9  ορίζεται ότι  «προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά αδικήματα των περιπτώσεων α`, β`, γ` και δ` της παραγράφου αυτής, τελούνται με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.».

Παράδειγμα: Έστω ότι ο κατηγορούμενος Χ οφείλει στο Δημόσιο από ασφαλιστικές εισφορές 9.999 ευρώ για τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011. Έστω επίσης, ότι οφείλει και φόρο εισοδήματος 4.500 ευρώ που δεν κατέβαλε για τα έτη 2012 και 2013. Σύνολο δηλαδή χρεών προς το Δημόσιο 14.499 ευρώ από το 2008 έως το 2013.

Νομική σκέψη 1: Ανέγκλητη η πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ύψους έως 10.000 ευρώ που έχουν βεβαιωθεί ΠΡΙΝ από την 31 Μαρτίου 2011 (ημερομηνία ισχύος του Ν. 3943/2011)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΚ: «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται η σημαντικότερη αρχή του ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα η αρχή της νομιμότητας, που αποδίδεται με τη δεοντική πρόταση: ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege). Η αρχή της νομιμότητας είναι πρώτα απ` όλα μια αρχή του δικαίου. Είναι δηλαδή κανόνας δικαίου, που αποτελεί θεμέλιο των λοιπών, οι οποίοι δεν ισχύουν αν την παραβιάζουν, ενώ αντίθετα δεσμεύουν αν εναρμονίζονται προς αυτήν. Εκτός από το Σύνταγμα (άρθρο 7 παρ. 1) και το άρθρο 1 του ΠΚ καθιερώνεται και σε υπερεθνικά νομοθετικά κείμενα υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - στο άρθρο 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 11 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Προς τούτο και το ΔΕΚ την αναγνωρίζει ως μέρος των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την αρχή αυτή δεν επιδιώκεται μόνο ασφάλεια δικαίου και προστασία του πολίτη από την  αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, αλλά και προβλεψιμότητα των ποινικών νόμων και επίσης θεμελιώνεται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, εκ της οποίας μάλιστα και πηγάζει η αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων in malam partem, n οποία όμως ισχύει μόνο εφόσον η αναδρομή οδηγεί σε θεμελίωση ή επιβάρυνση του αξιοποίνου. Αντίθετα κατά το άρθρο 2 παρ. 1, 2 ΠΚ αναδρομική εφαρμογή επιεικέστερου ποινικού νόμου (in bonam partem) όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται. Εξ αιτίας όμως των σκοπών που επιδιώκει η παραπάνω αρχή εντοπίζεται στο χώρο του ποινικού δικαίου και δεν περιορίζει την εφαρμογή κανόνων του αστικού και όταν ακόμη μέσω της ερμηνείας τους σκοπείται ο επαναπροσδιορισμός εννοιών, που είναι κοινές στους δύο κλάδους του δικαίου (ΑΠ Ολ 10/2005 ΠοινΧρ ΝΕ`, 506). Επισημαίνεται ότι η παραπάνω συνταγματική επιταγή καθορίζει ότι δεν αρκεί πια η οποιαδήποτε προηγούμενη από την πράξη ποινική πρόβλεψη, αλλά πρέπει οι ποινικοί νόμοι να περιγράφουν συγκεκριμένα και ορισμένα την αξιόποινη πράξη, ώστε να είναι αντικειμενικά διαγνώσιμη σε κάθε ατομική - εμπειρική εμφάνιση και σε κάθε περίπτωση η κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα χαρακτηριστικά αξιόποινη συμπεριφορά πρέπει να περιγράφεται πάντοτε στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος και δεν μπορεί να καθορίζεται με βάση συγκεκριμένους, έστω, εννοιολογικούς προσδιορισμούς, που αποτελούντο περιεχόμενο μόνον της υποκειμενικής υποστάσεως διότι διαφορετικά πρόκειται κατ` ευθείαν για τιμώρηση του φρονήματος, όταν μάλιστα η αντικειμενική υπόσταση είναι εντελώς αόριστη.

Επομένως, οποιαδήποτε άλλη προσβολή που δεν έχει τυποποιηθεί δεν αναγνωρίζεται κατά νόμο ως έγκλημα, χωρίς την ύπαρξη των στοιχείων τα οποία ο νομοθέτης όρισε στη συγκεκριμένη πράξη.  Έτσι κάθε νέα πράξη πρέπει να περιέχει τα ελάχιστα δομικά στοιχεία του εγκλήματος, παράλληλα με τα ειδικότερα στοιχεία που προσιδιάζουν στη νέα πράξη, που περιγράφεται με ακρίβεια και σαφήνεια, με τιμωρία δε αυτής ο νομοθέτης θέλει να προστατεύσει ορισμένο αγαθό (ΑΠ Ολ 1/2002 ΠοινΧρ ΝΒ`, 689, ΑΠ 1683/2010, ΑΠ 1559/2010, ΑΠ 1492/2010, ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΛαρ 1617/2005 ΠοινΔικ 2006, 845, Α. Χαραλαμπάκης/Ι. Γιαννίδης, Ποινικός Κώδικας & Νομολογία, εκδ. 2009, σελ. 1-10, Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος Ι, σελ. 58-76).

Περαιτέρω, από το άρθρο 7 του Συντάγματος συνάγεται ότι η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων δε δημιουργεί αξιόποινο εκεί όπου αυτό δεν υπάρχει με νόμο. Η νομολογία ασφαλώς μπορεί να προσδιορίσει το περιεχόμενο αξιολογικών ή αόριστων εννοιών της τυποποίησης του εγκλήματος, αλλά τα ποινικά δικαστήρια επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από τον προσδιορισμό αυτό αρκεί να θεμελιώσουν αυτή την παρέκκλιση με έγκυρη επιχειρηματολογία. Η νομολογία δεν αποτελεί πηγή του ποινικού δικαίου όπως σαφώς συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 7 παρ. 1 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Εκτός αν πρόκειται για πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που επιλύει ένα νομικό ζήτημα υπέρ του κατηγορημένου και σε βάρος του αξιοποίνου, οπότε μπορεί να αποτελέσει πηγή του ποινικού δικαίου, όπως ο νόμος δεσμευτική για τα δικαστήρια (Ι. Μανωλεδάκης, Ερμηνεία Συντάγματος, 2001, 23).

Η εμμονή στο νόμο για την ύπαρξη του αξιοποίνου σημαίνει εμμονή στο γράμμα του νόμου. Έγκλημα είναι μόνο ό,τι συνάγεται από το γλωσσικό νόημα των εκφράσεων που χρησιμοποιεί για την τυποποίηση τούτου ο νομοθέτης. Κατά συνέπεια, η κοινή λογική ή η ταυτότητα του νομικού λόγου ή η προφανής παράλειψη δεν μπορούν μέσω της αναλογίας να υποκαταστήσουν το γράμμα του νόμου και να οδηγήσουν στη θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου. Στην αναλογία, η απαγόρευση ισχύει μόνο για τη δημιουργία ή επαύξηση του αξιοποίνου, αφού αυτή μόνο ανατίθεται από το Σύνταγμα στο νόμο. Αντίθετα είναι επιτρεπτή η αναλογία αν καταλύεται ή μειώνεται το αξιόποινο, με την αναλογική επέκταση λόγων που αίρουν το άδικο ή τον καταλογισμό ή εξαλείφουν το αξιόποινο (Γ. Μαγκάκη, Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, 1993, σ. 68). Η διασταλτική ή συσταλτική ερμηνεία contra legem απαγορεύεται επίσης στο ποινικό δίκαιο, αν οδηγεί στη δημιουργία ή επαύξηση του αξιοποίνου. Απαγορεύεται, δηλαδή, η υπέρβαση του κοινού γλωσσικού νοήματος ενός όρου με την υπαγωγή σε αυτόν στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στο νόημά του, όπως προκύπτει από την κοινή γλώσσα και διαστολή έτσι του περιεχομένου του που οδηγεί σε δημιουργία ή αύξηση του αξιοποίνου (ΑΠ Ολ. 760/1988, Ποιν Χρον 1988, 877).

Άρα το άρθρο 7 παρ. 1 Συντάγματος καθιερώνει την απόλυτη απαγόρευση της αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, εάν αυτός θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο. Περιβάλλεται λοιπόν με συνταγματική ισχύ η αρχή την οποία διατυπώνει το άρθρο 1 Ποινικού Κώδικα. Νόμος που θεμελιώνει το αξιόποινο δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί αναδρομικά, για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του. Απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ακόμα και του γνήσια ερμηνευτικού ποινικού νόμου, εάν αυτός θεσπίζει ή επαυξάνει το αξιόποινο (Ι. Μανωλεδάκης, Ερμηνεία Συντάγματος, 2001, 35). Η απαγόρευση αναδρομής ισχύει όχι μόνο για τον προσδιορισμό του εγκλήματος, αλλά και για την επιβολή της ποινής. Πράξη που, όταν τελέστηκε, ήταν τυποποιημένη ως έγκλημα, δεν μπορεί να τιμωρηθεί με ποινή που δεν προβλεπόταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, αλλά θεσπίστηκε αργότερα με μεταγενέστερο σε σχέση με το χρόνο αυτό ποινικό νόμο. Τούτο διότι, το άρθρο 7 παρ. 1 Συντάγματος απαιτεί να προβλέπεται στο νόμο η αξιόποινη πράξη και να ορίζονται τα στοιχεία αυτής (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σ. 222). Τέλος, στην περίπτωση διαρκούς εγκλήματος, χρόνος τέλεσης θεωρείται όλος ο χρόνος που καλύπτει τη διάρκεια του εγκλήματος. Συνεπώς, αν κατά τη διάρκεια αυτή μεταβληθεί ο ποινικός νόμος επί το αυστηρότερο, δεν εμποδίζεται συνταγματικά να επιβληθεί με βάση το νεότερο νόμο ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν όταν άρχισε το διαρκές έγκλημα.

Όμως για τη νομική αξιολόγηση των παραπάνω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για τις πράξεις των παραπάνω διωκόμενων εγκλημάτων  που τελέστηκαν πριν τεθεί σε ισχύ το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 ήτοι μέχρι και την 31/03/2011 οπότε και τέθηκε σε ισχύ ο ως άνω νεότερος νόμος, η περίπτωση της καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ χρεών προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρούταν μόνον εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, υπερέβαινε το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000), ενώ κατά τα λοιπά, η πράξη αποτελούσε ήδη «παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες» όπως  ισχύει (και) με τη νέα μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3943/2011για την τυποποίηση των παραπάνω συμπεριφορών προτάθηκε η τροποποίηση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, ώστε με τη διάταξη αυτή να τιμωρείται και  η περίπτωση της καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ  προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών,  εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, υπερέβαινε το ποσό των πέντε  χιλιάδων (5.000) ευρώ, πρόσθετα δε, προβλέφθηκαν σημαντικά βαρύτερες ποινές εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών,  υπερέβαινε τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις   α`, β`, γ` και δ  όρια της παραγράφου 1 του άρθρου 25. Επίσης, χρόνος τέλεσης του αδικήματος ορίστηκε  το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής,  λαμβάνοντας έτσι το έγκλημα, το χαρακτηρισμό του διαρκούς άλλως ημι-διαρκούς εγκλήματος. Παράλληλα, με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι  προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 , ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά αδικήματα των περιπτώσεων α`, β`, γ` και δ` της παραγράφου αυτής, τελούνται με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από  την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.» Τέλος, η ισχύς του εν λόγω νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία και έλαβε χώρα στις 31/03/2011.

Εκ των ανωτέρω νομικών παρατηρήσεων και επισημάνσεων προκύπτει ότι το διωκόμενο έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ χρεών ύψους 9.999 ευρώ του παραδείγματός μας (από το 2008 έως το 2011), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία δεν υπερέβαινε το αναφερόμενο  στην περίπτωση  α`  όριο των 10.000 ευρώ όπως ίσχυε  κατά το χρόνο που αποδίδεται στον  κατηγορούμενο (από το 2008 έως το 2011), συνάγεται ότι  δεν ήταν αξιόποινη πράξη, αφού η ισχύς της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 άρχισε μετά τις 31/03/2011 και επομένως η παραπάνω άδικη πράξη ήταν προ αυτού του χρονικού διαστήματος εξ υπαρχής ανέγκλητη, μη επιτρεπομένης, κατ` άρθρα 1 και 2 παρ. 1 ΠΚ και 7 παρ. 1 εδ. α` του Συντ., της αναδρομικής ισχύος της παραπάνω διατάξεως, όπως το άρθρο 3  παρ. 1 αυτού  αντικαταστέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Να σημειωθεί τέλος, ότι η απαγόρευση αναδρομής ισχύει όχι μόνο για τον προσδιορισμό του εγκλήματος, αλλά και για την επιβολή της ποινής. Συνεπώς η πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που, όταν τελέστηκε (πριν την 31/03/2011), ήταν τυποποιημένη ως έγκλημα, δεν μπορεί να τιμωρηθεί με ποινή που δεν προβλεπόταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, αλλά θεσπίστηκε αργότερα με τον  μεταγενέστερο σε σχέση με το χρόνο αυτό (προ της  31/03/2011) ποινικό υπ’ αριθμ. 3943/2011  νόμο.

Και ναι μεν στα  διαρκή εγκλήματα, στα οποία χρόνος τέλεσης θεωρείται όλος ο χρόνος που καλύπτει τη διάρκεια του εγκλήματος, αν κατά τη διάρκεια αυτή μεταβληθεί ο ποινικός νόμος επί το αυστηρότερο, δεν εμποδίζεται συνταγματικά να επιβληθεί με βάση το νεότερο νόμο ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν όταν άρχισε το διαρκές έγκλημα, πλην όμως η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο χαρακτηρίστηκε  ως έγκλημα διαρκές ή εν πάση περιπτώσει ημι-διαρκές, το πρώτον, με το εδάφιο 2 του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 με βάση το οποίο καθορίστηκε  ότι "χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό  διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής», ενώ  κατά την προϊσχύουσα μορφή της διάταξης  ισχύαν  οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ.

Σύμφωνα άρα με τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 (οι οποίες εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση για τα χρέη από το 2008 έως το 2011), ο Χ δεν μπορεί να λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου γιός τις πράξεις μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ύψους 9.999 ευρώ, διότι οι οφειλές που βεβαιώθηκαν κατά τα έτη 2008, 2009 και 2010 δεν υπερβαίνει το όριο των 10.000 που η προϊσχύουσα έκδοση του  άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990  έθετε ως όριο και άρα η πράξη αυτή του Χ (οφειλή 9.999 ευρώ) παραμένει σήμερα ανέγκλητη.  

Νομική σκέψη 2: Για χρέη που έχουν βεβαιωθεί και ΠΡΙΝ από την 31 Μαρτίου 2011 (πριν τη νέα μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 που τέθηκε σε ισχύ την 31/03/2011), εφαρμοστέος είναι ο ηπιότερος νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως ήτοι το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990

Κατά γενική αρχή που θεσπίζεται από τα άρθρα 7 παρ. 1 του Συντ. και 1 του ΠΚ, οι αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο τελέσεως τους. Αν όμως από την τέλεση της πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμου εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, ήτοι ο ηπιότερος. Είναι, δε, ηπιότερος ο νόμος εκείνος, του οποίου η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να έχει ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Τούτο σημαίνει ότι μεταξύ περισσότερων νόμων για να κριθεί ο ηπιότερος δεν θα πρέπει να συγκρίνουμε γενικά (in abstracto) το περιεχόμενο αυτών (κατά τις προϋποθέσεις και την έκταση του ποινικού κολασμού), αλλά θα πρέπει να αποβλέψουμε τίνος από τους περισσότερους νόμους η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέχει την ευνοϊκότερη μεταχείριση για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται το ίδιο από όλους του νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως (ΣυμΒΑΠ 172/2002 ΠοινΔικ 2002, 844). Μάλιστα, ως ηπιότερος νόμος θα κριθεί εκείνος, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο εφαρμοζόμενος στο σύνολο του, ενώ δεν επιτρέπεται ο συνδυασμός αμφοτέρων των νόμων που ίσχυσαν και η επιλογή των ηπιότερων διατάξεων που περιέχονται στον καθένα από αυτούς, γιατί τότε κατασκευάζεται νέος νόμος που δεν υπάρχει και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή νομοθετεί (ΑΠ 56/1989 ΠοινΧρ 1989, 695, Νικ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, θεωρία για το Έγκλημα, Αθήνα 2000, σελ. 120 επ.). Είναι, δε, ευμενέστερος ο νόμος που προβλέπει τις ελαφρότερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής (Βλ. ΑΠ 1125/1998 ΠοινΧρ ΜΘ`, 653, ΑΠ 1278/1995 ΠοινΧρ ΝΣΧ, 391).

Εξάλλου, αν μετά την τέλεση της πράξης τροποποιήθηκε ο ποινικός νόμος που ίσχυε κατ’ αυτήν επί το αυστηρότερο, οι βαρύτερες συνέπειες δεν μπορούν να επιβληθούν εφόσον δεν υπήρχαν κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθεί νεότερος ποινικός νόμος που απειλεί βαρύτερο είδος ποινής ή μεγαλύτερο ύψος ποινής ή δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο σε σχέση με την ποινή ή με τις συνέπειες που προβλέπονται από το νόμο, ο οποίος ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης. Βαρύτερη ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε με βάση εθιμικό κανόνα που επαυξάνει το αξιόποινο, ούτε με αναλογική εφαρμογή άλλου ποινικού κανόνα, ούτε με διασταλτική ερμηνεία του υπάρχοντος κανόνα, η οποία θα αύξανε το αξιόποινο ή με συσταλτική ερμηνεία διάταξης που μειώνει ήδη το αξιόποινο, η οποία ισχύει το χρόνο που τελείται η πράξη, διότι αυτό οδηγεί στην επιβολή βαρύτερης ποινής σε σχέση με εκείνη που χωρίς τη συσταλτική ερμηνεία προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης. Το Σύνταγμα απαγορεύει την επιβολή βαρύτερης ποινής. Στην έννοια της ποινής ωστόσο περιλαμβάνονται (κατά συστηματική, υπέρ της ελευθερίας ερμηνεία) και οι παρεχόμενες ποινές (όπως στερήσεις δικαιωμάτων κλπ.), οι οποίες δεν επιτρέπεται να επιβληθούν αν δεν προβλέπονταν στο νόμο, ο οποίος ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για τις λεγόμενες «καλυμμένες ποινές» υπό το μανδύα του «μέτρου ασφαλείας»  (Ι. Μανωλεδάκης, Ερμηνεία Συντάγματος, 2001, 43).

Συνεπώς, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση της  ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να αναφερθεί στο ζήτημα του ποιος είναι ο εφαρμοστέος νόμος στην προκείμενη περίπτωση.

Οι εξεταζόμενες εδώ πράξεις του παραδείγματός μας έχουν ως φερόμενο χρόνο τέλεσης το χρονικό διάστημα από το 2008 έως και την 31 Μαρτίου του 2011 και από 31 Μαρτίου 2011 έως σήμερα. Εν προκειμένω, από το φερόμενο χρόνο τέλεσης των πράξεων ως τη στιγμή που συντάσσεται η παρούσα πρόταση έχουν ισχύσει δύο νόμοι για τη την καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ χρεών προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 14.499 ευρώ από το 2008 έως το 2013  ήτοι ο Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του από το Ν. 3220/2004, και ο πρόσφατος Ν. 3943/2011. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να εξεταστεί ποιος νόμος είναι εφαρμοστέος εν προκειμένω, ο οποίος θα είναι ο in concreto ηπιότερος για τον  κατηγορούμενο του παραδείγματος στο σύνολο του.

Φρονώ, ότι για τις βεβαιωμένες στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ οφειλές προς το Δημόσιο έως και την 31/03/2011 (9.999 ευρώ στο παράδειγμά μας), θα πρέπει εξ αρχής να αποκλειστεί ως δυσμενέστερος για τον  κατηγορούμενο  ο πρόσφατος Ν. 3943/2011, ο οποίος, ενώ στα βασικά του σημεία επαναλαμβάνει τις ρυθμίσεις του προϊσχύοντος νόμου, με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτού προβλέπει βαρύτερη ποινική κύρωση και για μικρότερο όριο οφειλής πάνω από το οποίο κινείται η ποινική δίωξη (5.000 αντί 10.000) για το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ χρεών προς το Δημόσιο.  

Επιπλέον, ειδικά ως προς την παραγραφή του εγκλήματος, ο νεότερος Ν. 3943/2011 χαρακτήρισε το εν λογω έγκλημα διαρκές ή εν πάση περιπτώσει ημι-διαρκές (με το εδάφιο 2 του άρθρου 3 παρ. 1 με το οποίο καθορίστηκε   ότι "χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής»), γεγονός που αναμφίβολα τον καθιστά δυσμενέστερο σε σχέση με την προϊσχύουσα μορφή της διάταξης, οπού ισχύαν οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ. Συνεπώς εφαρμοστέος εν προκειμένω, φρονώ ότι τυγχάνει για τον κατηγορούμενο του παραδείγματός μας  ο Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του από το Ν. 3220/2004 [πρβλ ΣυμβΠλημΚατερ 83/2011] , ως ηπιότερος νόμος , ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο εφαρμοζόμενος στο σύνολό του (πρβλ. ΑΠ 1125/1998 ΠοινΧρ ΜΘ`, 653, ΑΠ 1278/1995 ΠοινΧρ ΝΣΧ, 391), ενώ δεν επιτρέπεται ο συνδυασμός αμφοτέρων των νόμων που ίσχυσαν κατά την τροποποίηση του Ν. 1882/1990 (Ν. 3220/2004 και Ν. 3943/2011), ούτε  η επιλογή μεμονωμένων διατάξεων που περιέχονται στον καθένα από αυτούς, γιατί τότε κατασκευάζεται νέος νόμος που δεν υπάρχει και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή νομοθετεί (πρβλ ΑΠ 56/1989 ΠοινΧρ 1989, 695, Νικ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, θεωρία για το Έγκλημα, Αθήνα 2000, σελ. 120 επ.).

Άρα για το ποσό της οφειλής του παραδείγματός μας (9.999 ευρώ) η πράξη του Χ θεωρώ ότι παραμένει σήμερα ανέγκλητη, ενώ για ποσά που ο Χ οφείλει και τυχόν υπερβαίνουν το όριο αυτό (10.000 ευρώ), θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τις περιπτώσεις α’, β, γ και δ’ του ηπιότερου νόμου όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων ήτοι του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990.

Για τις πράξεις μη καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) κλπ οφειλών του Χ προς το Δημόσιο μετά την 31/03/2011 (ύψους 4.500 ευρώ στο παράδειγμά μας), θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του  Ν. 3943/2011 και ειδικότερα η περίπτωση α’ της νέας μορφής της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 σύμφωνα με την  οποία η πράξη είναι  ανέγκλητη.

Κατά τα λοιπά (για οφειλή μεγαλύτερη των 5.000 ευρώ που βεβαιώθηκε μετά την 31/03/2011) εφαρμόζονται οι περιπτώσεις α’, β’, γ’ και  δ’ της νέας μορφής της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011.

Κλείνοντας, να παρατηρήσω ότι αν στο παράδειγμά μας υποτεθεί ότι υιοθετείται η νέα μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, τότε  ο κατηγορούμενος  φορολογούμενος Χ που σήμερα οφείλει συνολικά 14.499 ευρώ (από το 2008 έως 2013), αντί να παραμείνει ατιμώρητος, θα καταμηνυθεί για συνολικές οφειλές ύψους 14.499 ευρώ, πράξεις για τις οποίες ο (νέος) νόμος επισύρει ποινή φυλάκισης έξι τουλάχιστον μηνών.