Οι απαιτήσεις των τραπεζών από δάνεια - κάρτες και η δικαστική μάχη των επιτοκίων, υπό το πρίσμα δυο αντίθετων αποφάσεων του Αρείου Πάγου. Της 1219/2001 (η καλή) και της 652/2010 (η κακή). Το κύρος των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και ο ρόλος της, ως «ανεξάρτητη» εποπτική αρχή των εμπορικών τραπεζών.
Αναφέρομαι στο σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα της απώλειας της περιουσίας εκατομμυρίων πολιτών, από διαταγές πληρωμής που εκδίδουν οι δικαστές κατά των δανειοληπτών, κατόπιν αιτήματος των τραπεζών, δυνάμει άκυρων συμβάσεων δανείων .
Στο Όνομα του Ελληνικού Λαού εκδόθηκαν (και εξακολουθούν να εκδίδονται) εκατομμύρια Διαταγές Πληρωμής των τραπεζών κατά των ελλήνων πολιτών. Στο Όνομα του Ελληνικού Λαού οι τράπεζες έβγαλαν και εξακολουθούν να βγάζουν στο σφυρί εκατομμύρια ιδιοκτησίες... Στο όνομα του Ελληνικού Λαού χάθηκαν εκατομμύρια ιδιοκτησίες ελλήνων πολιτών... Και όλα αυτά κατόπιν εκτέλεσης Διαταγών Πληρωμής που εκδόθηκαν από άκυρες συμβάσεις με προδιατυπωμενους από τις τράπεζες όρους!!!
Οι συμβάσεις καταναλωτικών δανείων και καρτών που συνάπτουν οι τράπεζες με τους καταναλωτές είναι ΑΚΥΡΕΣ. ΑΡΚΕΙ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ.
Στη διεύθυνση αυτή θα βρείτε ένα κατατοπιστικό άρθρο μου, με τίτλο «Τράπεζες: Έγκλημα κατά του Ελληνικού Λαού στο όνομα του Ελληνικού Λαού – Πώς να ακυρώσετε τις διαταγές πληρωμής των τραπεζών» το οποίο αναδημοσιεύτηκε σε δεκάδες ιστολογια. Το άρθρο είναι διατυπωμένο σε γλώσσα κατανοητή, αποφεύγοντας δυσνόητους νομικούς ορους, προκειμένου οι πολίτες να κατανοήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους αλλά και να αντιληφτούν τις δυσμενείς για την περιουσία τους έννομες συνέπειες, στην περίπτωση που αφήσουν να παρέλθουν άπρακτες οι εξαιρετικά σύντομες προθεσμίες για την προσφυγή κατά της διαταγής πληρωμής .
Επιπρόσθετα, δημοσίευσα το δικόγραφο της ανακοπής για την ακύρωση των διαταγών πληρωμής που οι τράπεζες βγάζουν κατά των δανειοληπτών . Με το δικόγραφο αυτό προτάσσονται νομικοί ισχυρισμοί από δεκάδες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες κρίθηκαν άκυροι (ως παράνομοι και καταχρηστικοί) οι σημαντικότεροι όροι των συμβάσεων που οι τράπεζες συνάπτουν με τους δανειολήπτες. Η ακυρότητα αφορά στους ορους που προβλέπουν το ανώτατο επιτρεπτό όριο επιτοκίου ,την προμήθεια επί ανάληψης μετρητών , τον ανατοκισμό των τόκων κ.α .
Αντιλαμβάνεται βεβαίως ο αναγνώστης, ότι το σημαντικότερο εδώ ζήτημα, είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο επιτοκίου που οι τράπεζες οφείλουν να επιβάλουν στους δανειολήπτες. Το ακανθώδες αυτό ζήτημα, κλήθηκε εν έτη 2001 να κρίνει το Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Με την ΙΣΤΟΡΙΚΗ 1219/2001 απόφασή του, κρίθηκε ότι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των εξωτραπεζικων επιτοκίων δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο. Παραθέτω αυτούσιο το σκεπτικό της ΑΠ 1219/2001: Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ` αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι` αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των τραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και ν` αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Περαιτέρω κρίθηκε ότι ενόψει των ανωτέρω , γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια` του Ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη .
Από τις περισσότερες ωστόσο συμβάσεις ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ 5-6 ΕΤΩΝ χορήγησης δανείων και καρτών, είτε ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΠΑΝΤΕΛΩΣ τα ειδικά ως άνω κριτήρια στα οποία αναφέρεται η απόφαση του Αρείου Πάγου, είτε ως κριτήρια αναφέρονται γενικά και αόριστα, ένα επιτόκιο αναφοράς (π.χ. παρεμβατικό επιτόκιο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). Κρίθηκε λοιπόν ότι ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΩΝΕΣ ΜΕ ΤΟ ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, που προβλέπει ότι η ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο αφορά «...το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
Ως αόριστα επίσης κριτήρια κριθήκαν μεταγενέστερα με δεκάδες δικαστικές αποφάσεις, η γενική και αόριστη αναφορά των κριτήριων που υπάρχουν σε όλες τις συμβάσεις ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 15 ΕΤΩΝ , ως προς το σκέλος που η μεταβολή αυτών, οδηγεί στη μη μείωση ή αύξηση του συμβατικού επιτοκίου. Τέτοια κριτήρια τα οποία κριθήκαν ως αόριστα, ήταν «ο σπουδαίος λόγος» , η «νομισματική αναταραχή» , η «σημαντική μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή» , ο «κίνδυνος που η τράπεζα αναλαμβάνει έναντι του κατόχου της κάρτας», ο «γενικότερος προϊοντικός κίνδυνος», οι "συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού" κ.α
Η απόφαση 1219 του Α.Π (απόφαση σταθμός στην ιστορία της ελληνικής δικαιοσύνης), δημιούργησε στις τράπεζες σοβαρότατο πρόβλημα. Τα «συμφωνημένα» στις συμβάσεις τους ΕΠΙΤΟΚΙΑ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΠΛΕΟΝ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ! Αρκούσε για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ένα καλογραμμένο δικόγραφο (ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής), με επίκληση της 1219/2001 απόφασης του ΑΠ , ώστε οι όροι της σύμβασης που προέβλεπαν τα εξοντωτικά τραπεζικά επιτόκια (που στην περίπτωση ανάληψης μετρητών από πιστωτική κάρτα υπερβαίνει ακόμη και το 22% !) καθώς και τα κριτήρια μεταβολής τους , να κριθούν ως άκυροι και η διαταγή πληρωμής της τράπεζας να ακυρωθεί. Και μάλιστα στο σύνολό της , εφόσον γινόταν κατά τρόπο ορισμένο, επίκληση της ΑΚ 181…
Γίνεται από αυτά αντιληπτό ότι οι απαιτήσεις των τραπεζών από πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 15 ΕΤΩΝ, ήταν στην κυριολεξία στον αέρα!!! Τελούσαν υπό την αίρεση ενός καλογραμμένου δικογράφου ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, όπου θα γινόταν παράθεση των ισχυσάντων κατά τη λειτουργία της σύμβασης εξωτραπεζικων επιτοκίων, των αντιστοίχων επιτοκίων που προέβλεπε η σύμβαση και ο υπολογισμός της ποσοστιαίας υπέρβασης των δεύτερων σε σχέση με τα πρώτα… Κάπως έτσι, πιθανολογούταν από τα δικαστήρια η ευδοκίμηση της ανακοπής, η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής αναστέλλονταν για κάμποσα χρόνια (μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής) και η τράπεζα έχανε τα λεφτά της…
Το πρόβλημα είδε αμέσως η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών η οποία μετά τη δημοσίευση της ΑΠ 1219/2001, αντέδρασε άμεσα, οπότε το 2002, με έγγραφο της προς τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αιτήθηκε την ερμηνεία (!!!) των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων προσπαθώντας προφανώς, να «παραγκωνιστεί» τεχνηέντως η 1219/2001 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου... Με το από 23.5.2002 απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, «επεξηγήθηκε αναλυτικά», με αντίστοιχη «νομική θεμελίωση» (!!!), το ως άνω ζήτημα, ως έξης: «Δεν είναι συμβατός, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό» .
Το πρόβλημα όμως για τις τράπεζες παρέμενε, διότι προφανώς, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου είχε ενώπιον των δικαστηρίων που δίκαζαν τις ανακοπές και αναστολές εκτέλεσης ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με το διευκρινιστικό απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών… Στις δίκες λοιπόν των ανακοπών, οι δανειολήπτες επικαλούνταν τη 1219/2001 απόφαση του ΑΠ και οι τράπεζες το διευκρινιστικό απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών… Εφόσον το δικόγραφο της ανακοπής ήταν επαρκώς ορισμένο, ο δικαστής έκανε δεκτούς τους λόγους ανακοπής του δανειολήπτη και τη δίκη κέρδιζε ο δανειολήπτης.
Όσων αφορά όμως τους δικαστές που ήταν επιφορτισμένοι με την έκδοση των διαταγών πληρωμής, από το 2001 και εντεύθεν και παρά την ύπαρξη της 1219/2001 του Α.Π καθώς και του συνόλου των αποφάσεων που έκριναν ως άκυρους τους σημαντικότερους όρους των συμβάσεων που οι τράπεζες συνάπτουν με τους καταναλωτές, αυτοί (οι δικαστές) συνέχισαν να εκδίδουν διαταγές πληρωμής κατά των πολιτών. Να σημειωθεί εδώ ότι ο δικαστής εκδίδει τη διαταγή πληρωμής υπό την προϋπόθεση ότι μεταξύ των άλλων εγγράφων, θα προσκομιστεί από την τράπεζα η σύμβαση του δανείου με τον καταναλωτή (αυτή που προβλέπει τα εξοντωτικά επιτόκια που ο ΑΠ με την 1219 απόφαση του 2001, έκρινε ως παράνομα...). Ομοίως και για τα κριτήρια μεταβολής του επιτοκίου τα οποία είχαν κριθεί ως παράνομα , κριτήρια που εμπεριέχονταν και αυτά, στη σύμβαση που η τράπεζα προσκόμιζε στο δικαστή… Οι δικαστές μόλα ταύτα, κρίνοντας αντίθετα από την ΑΠ1219/01 προχωρούσαν στην έκδοση διαταγής πληρωμής, υιοθετώντας προφανώς την απόφαση του Διοικητή της ΤτΕ σύμφωνα με την οποία μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό.
Επί περιπτώσει πάντως προσκόμισης ενώπιον του δικαστή δανειακής π.χ σύμβασης μεταξύ ιδιωτών που προβλέπει τοκογλυφικούς τόκους, με αίτημα να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, ο δικαστής -αν με οποιοδήποτε τρόπο υποπτευτεί ή περιέλθει σε γνώση του ότι η σύμβαση ή το αξιόγραφο είναι προϊόν του εγκλήματος της τοκογλυφίας-, οφείλει ΠΡΟ της έκδοσης διαταγής πληρωμής, είτε να ζητήσει περεταίρω διευκρινήσεις, είτε να απέχει από την έκδοση διαταγής πληρωμής. Έχει εξάλλου κριθεί ότι απάτη ενώπιον Δικαστηρίου μπορεί να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του Δικαστή, όταν προβάλλονται σε αυτόν ψευδείς ισχυρισμοί υποστηριζόμενοι από γνήσια, αλλά ψευδή κατά περιεχόμενο έγγραφα, όπως είναι το αξιόγραφο ή η σύμβαση δανείου που καλύπτει μη νόμιμη αιτία (π.χ. τόκους που έχει κριθεί ότι υπερβαίνουν το νόμιμο – τοκογλυφικούς τόκους).
Γίνεται από τα ανωτέρω αντιληπτό πως αν εσείς και εγώ επιχειρούσαμε σε επίπεδο ιδιωτών κάτι ανάλογο με αυτό που επί 20 χρόνια κάνουν ενώπιον των δικαστηρίων οι τράπεζες (προβολή στο δικαστή ψευδών ισχυρισμών υποστηριζόμενων από γνήσια, αλλά ψευδή κατά περιεχόμενο έγγραφα που καλύπτουν μη νόμιμη αιτία όπως αυτό έχει κριθεί με τελεσίδικες και αμετάκλητες αποφάσεις των ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ), α) ο δικαστής δεν θα έκανε ΠΟΤΕ δεκτή την αίτησή μας για έκδοση διαταγής πληρωμής και β) θα λαμβάναμε αμέσως την ιδιότητα του κατηγορουμένου για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας και της απάτης άλλως απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου και μάλιστα κατ επάγγελμα και κατ εξακολούθηση …
Επανέρχομαι τώρα στο πρόβλημα που δημιούργησε στις τράπεζες η έκδοση της 1219/2001 απόφασης του Α.Π. Το πρόβλημα παρέμενε για τις τράπεζες, διότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έκρινε ότι συμφωνία για επιτόκια (το ύψος και η μεταβολή των οποίων διαμορφώνεται με αδιαφανή κριτήρια) που υπερβαίνουν τα ανώτατα εξωτραπεζικα επιτόκια απαγορεύεται από το νόμο , είχε ενωπιον των δικαστηρίων ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με το διευκρινιστικό απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών που «έκρινε» ότι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων επιτρέπονται συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων που υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο.
Το ζήτημα αυτό τέθηκε εν νέου στη κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έκδοση της 1219/2001 η οποία είχε ήδη κρίνει σχετικά. Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντίθετα από τη 1219/01.
Με την 652/2010 το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την ΕΤΠΘ/ΤΕ (το διευκρινιστικό απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών) κρίνοντας επί του θέματος ως έξης: Με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2251/1994 και της εν λόγω αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, με τον όρο αυτό κατά τρόπο ορισμένο ορίζεται η δυνατότητα μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού επιτοκίου για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οικονομικό μέγεθος που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200/00 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου.
Το πολλαπλάσιο αυτό δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας με την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στα πλαίσια των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ' ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως. Περαιτέρω, τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου ("κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου", "το γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο", "συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού"), συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολογήσεώς τους ως αορίστων.
Η απόφαση αυτή κατά το σκέλος που έκρινε το ανώτατο επιτρεπτό ύψος του επιτοκίου καθώς και τα κριτήρια μεταβολής αυτού, έρχεται σε μια δυσμενέστατη για τις τράπεζες οικονομική συγκυρία, την οποία οι έγκυροι οικονομικοί αναλυτές γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε δικαστή και δικηγόρο.
Η 652/2010 δημιουργεί ισχυρό νομικό έρεισμα προς την κατεύθυνση της εν τοις πράγμασι εξάλειψης των «νομικών βαρών» της 1219/01, που είχε κρίνει αντίθετα ως προς το ανώτατο επιτρεπτό ύψος των επιτοκίων και τα κριτήρια μεταβολής αυτού – βάρη που βάρυναν ΟΛΕΣ ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις των τραπεζών από συμβάσεις δανείων και καρτών… Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικής ασφυξίας όπου οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις απαιτήσεις από εξυπηρετούμενα και μη δάνεια, ως ύστατα καλύμματα δανεισμού προκειμένου -έστω και μετά από χοντρό τσεκούρωμα- να αντλήσουν χρηματοδότηση από τον ένα και μοναδικό αιμοδότη τους ,την ΕΚΤ... Σύμφωνα με πληροφορίες του banksnews.gr , οι ελληνικές τράπεζες έχουν δανεισθεί περίπου 95 δις. ευρώ από την ΕΚΤ, με κάλυμμα στοιχεία ενεργητικού τους αξίας περίπου 138 δις. ευρώ. Από αυτά τα καλύμματα, περίπου 60% είναι ιδιωτικοί τίτλοι τραπεζών και δάνεια.
Όσων αφορά τους ξένους που δέχονται τις ενλογω απαιτήσεις ως καλύμματα δανεισμού, έχει δυστυχώς διατυπωθεί η άποψη, ότι παρεμβαίνουν στην ελληνική έννομη τάξη, προνοοντας προς την κατεύθυνση της θέσπισης ικανού ρυθμιστικού πλαισίου που να διασφαλίζει τα μελλοντικά συμφέροντά τους.
Ο ισχυρισμός αυτός έχει τεκμηριωμένα διατυπωθεί, στην περίπτωση της θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας για την έκδοση τιτλοποιήσεων στην Ελλάδα (δες εδώ ένα άκρως διαφωτιστικό δημοσίευμα για τις τιτλοποιήσεις, όπου ο οικονομικός αναλυτής κ Π. Παναγιώτου υποστηρίζει ότι οι ξένοι ουσιαστικά ΕΠΕΒΑΛΑΝ τη θέσπιση νομοθεσίας για την έκδοση τιτλοποιήσεων στην Ελλάδα, σε χρόνο ανύποπτο, ενόψει της διαφαινομένης χρεοκοπίας ήδη από το 2003 )!!!
Η 652/2010 δημιουργεί ισχυρό νομικό έρεισμα προς την κατεύθυνση της εν τοις πράγμασι εξάλειψης των «νομικών βαρών» της 1219/01, που είχε κρίνει αντίθετα ως προς το ανώτατο επιτρεπτό ύψος των επιτοκίων και τα κριτήρια μεταβολής αυτού – βάρη που βάρυναν ΟΛΕΣ ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις των τραπεζών από συμβάσεις δανείων και καρτών… Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικής ασφυξίας όπου οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις απαιτήσεις από εξυπηρετούμενα και μη δάνεια, ως ύστατα καλύμματα δανεισμού προκειμένου -έστω και μετά από χοντρό τσεκούρωμα- να αντλήσουν χρηματοδότηση από τον ένα και μοναδικό αιμοδότη τους ,την ΕΚΤ... Σύμφωνα με πληροφορίες του banksnews.gr , οι ελληνικές τράπεζες έχουν δανεισθεί περίπου 95 δις. ευρώ από την ΕΚΤ, με κάλυμμα στοιχεία ενεργητικού τους αξίας περίπου 138 δις. ευρώ. Από αυτά τα καλύμματα, περίπου 60% είναι ιδιωτικοί τίτλοι τραπεζών και δάνεια.
Ο ισχυρισμός αυτός έχει τεκμηριωμένα διατυπωθεί, στην περίπτωση της θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας για την έκδοση τιτλοποιήσεων στην Ελλάδα (δες εδώ ένα άκρως διαφωτιστικό δημοσίευμα για τις τιτλοποιήσεις, όπου ο οικονομικός αναλυτής κ Π. Παναγιώτου υποστηρίζει ότι οι ξένοι ουσιαστικά ΕΠΕΒΑΛΑΝ τη θέσπιση νομοθεσίας για την έκδοση τιτλοποιήσεων στην Ελλάδα, σε χρόνο ανύποπτο, ενόψει της διαφαινομένης χρεοκοπίας ήδη από το 2003 )!!!
Βεβαίως η 652/2010 δεν εξαφάνισε από το νομολογιακό στερέωμα τη 1219/01, η οποία παραμένει κάπου εκεί έξω… Δεδομένης λοιπόν της ύπαρξης δυο αντίθετων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα κατωτέρα δικαστήρια (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια που εφεξής θα κληθούν να δικάσουν τις ανακοπές των δανειοληπτών κατά των τραπεζών) θα βρεθούν ενώπιον του εξής διλλήματος: Ποια από τις δυο αποφάσεις να υιοθετήσουν…
n Πρέπει για το λόγο αυτό να καταδειχτεί στους Δικαστές, ποιες ΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΥΧΟΝ ΥΟΘΕΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠ 652/2010 ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΠ 1219/2001, ΩΣΤΕ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΝΑ ΠΕΙΣΤΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΟΛΟΤΗΤΑΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠ1219/2001 ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠ 652/2010.
Πρέπει δηλ να αναδεχθεί ενωπιον των δικαστηρίων, το άκρως επικίνδυνο για το μέλλον της κοινωνίας μας, ζήτημα των τιτλοποιήσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες του banksnews.gr , οι ελληνικές τράπεζες έχουν δανεισθεί περίπου 95 δις. ευρώ από την ΕΚΤ, με κάλυμμα στοιχεία ενεργητικού τους αξίας περίπου 138 δις. ευρώ... Από αυτά τα καλύμματα, περίπου 40% είναι κρατικά ομόλογα και το υπόλοιπο 60% ιδιωτικοί τίτλοι τραπεζών και δάνεια.
Σύμφωνα πάντοτε με την ίδια πηγή , οι τράπεζες προχωρούν σε τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την Εθνική και την Alpha να συνεργάζονται ήδη προς αυτόν τον τομέα. Τα τιτλοποιημένα δάνεια θα πουληθούν με μεγάλη έκπτωση σε ξένους επενδυτές οι οποίοι θα έχουν, πλέον, τη δυνατότητα να κινηθούν οι ίδιοι νομικά εναντίον των Ελλήνων πολιτών.
Η τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μια «πρωτοποριακή» μέθοδο άντλησης ρευστότητας για τα ελληνικά δεδομένα αφού αν προχωρήσει η Εθνική θα είναι η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που θα υλοποιήσει ανάλογο πρόγραμμα. Στο εξωτερικό ήδη τράπεζες έχουν τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα οφέλη που έχουν προκύψει είναι πολλά. Ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια θεωρούνται αυτά τα οποία έχουν τεθεί σε οριστική καθυστέρηση και δεν αποπληρώνονται. Για τα δάνεια αυτά οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις ενώ για πολύ μεγάλο μέρος αυτών υπάρχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις. Στην Εθνική περίπου το 80% των μη εξυπηρετούμενων δανείων της καλύπτεται από προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Η τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιτρέψει την ριζική αναδιάρθρωση μέρους των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, θα «εξυγιάνει» το χαρτοφυλάκιο δανείων και παράλληλα θα αποδεσμεύσει κεφάλαια από την τράπεζα.
Στην Εθνική τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προ προβλέψεων εκτιμώνται συνολικά στα 1,3 δισ. Ευρώ περίπου. Εκτιμάται ότι η τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να φθάσει τα 500 εκατ ευρώ που αντιστοιχεί στο 37% του συνολικού χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (πηγή).
Στην Εθνική τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προ προβλέψεων εκτιμώνται συνολικά στα 1,3 δισ. Ευρώ περίπου. Εκτιμάται ότι η τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να φθάσει τα 500 εκατ ευρώ που αντιστοιχεί στο 37% του συνολικού χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (πηγή).
Όσο αυτή η διαδικασία θα εξελίσσεται θα αυξάνεται το ποσοστό της ελληνική ιδιωτικής περιουσίας που θα επιβαρύνεται με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ ξένων επενδυτών και δανειστών, επιβαρύνοντας μία τάση που τροφοδοτείται ήδη μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, στην οποία πρωτοστατεί και πάλι η Εθνική. Σύμφωνα με ανάλυση του Πάνου Παναγιώτου (χρηματιστηριακού τεχνικού αναλυτή και διευθυντή της GSTA/EKTA) που δημοσιεύθηκε σε δεκάδες μέσα ενημέρωσης , τα καλυμμένα ομόλογα είναι εργαλεία χρέους που υποχρεώνουν το δανειολήπτη να εξασφαλίζει το δανειστή με ενέχυρο σε ένα τμήμα των περιουσιακών του στοιχείων το οποίο επιλέγεται σε συνεργασία με το δανειστή και περιλαμβάνει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (ονομάζεται: ‘pool’ - ‘πισίνα’). Γίνεται από τα ανωτέρω αντιληπτό ότι στο μέλλον οι ξένοι θα στραφούν κατά της ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας. Πρόκειται για επενδυτικά σχήματα τα οποία θα λειτουργήσουν με γνώμονα αποκλειστικά το υπερ-κέρδος. Ούτε το πολιτικό ούτε το κοινωνικό κόστος πρόκειται να προσμετρήσουν… ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΟΥΝ…
Ένα άλλο κρίσιμης σημασίας ζήτημα, είναι πως τα μη εξυπηρετούμενα (και πιθανόν προς τιτλοποίηση) δάνεια εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών. Πως και πότε δηλ γίνεται η διαγραφή τους. Είναι γνωστό ότι με λογιστικές αλχημείες, οι τράπεζες συντηρούν τεχνηέντως στους ισολογισμούς τους τα μη εξυπηρετούμενα - κόκκινα δάνεια, για να μην προχωρήσουν σε διαγραφές, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιας μαύρης τρύπας στους ισολογισμούς της τράπεζας… Τι γίνεται όμως όταν για κάποια απαίτηση από δάνειο για το οποίο έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, ανασταλεί η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής για κάμποσα χρόνια (μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης) ή η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί? Πως εμφανίζεται το δάνειο αυτό στον ισολογισμό της Τράπεζας? Μήπως διαγράφεται υποχρεωτικά και εμφανίζεται στον ισολογισμό ως «μαύρη τρύπα»? Πως αυτό περνά στους ισολογισμούς και τι συνέπειες μπορεί να παραξει?
Αφού λοιπόν γίνει μνεία των ανωτέρω ώστε οι δικαστές να αναλογιστούν τον κρίσιμο και κεφαλαιώδους σημασίας ρόλο τους, πρέπει νομικά, να δοθεί βάρος στο άρθρο 181 ΑΚ.
Ότι δηλ για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής στο ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ , δεν ενδιαφέρει αν το Δικαστήριο αναφορικά με το ανώτατο επιτρεπτό όριο τραπεζικών επιτοκίων υιοθετήσει την 1219/2001 ή την 652/2010 ΑΠ. Και αυτό γιατί πέραν αυτού του όρου, υπάρχουν οι λοιποί πληττόμενοι με την ανακοπή όροι, που με σειρά αποφάσεων (τις οποίες ο δανειολήπτης πρέπει να επικαλεστεί), κριθήκαν άκυροι ως παράνομοι και καταχρηστικοί. Θα αναφέρω ενδεικτικά τον όρο που προβλέπει τα «έξοδα» για την ανάληψη μετρητών, όρος που κρίθηκε ως άκυρος πλην των άλλων και με την 652/2010 ΑΠ. Περεταίρω, ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλ' απέβλεπαν σ' αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (Βαθρακοκοιλης αρθ. 181 σελ 773). ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΕΔΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΟΡΟΥ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΦΟΥ ΣΥΝΑΓΕΤΑΙ ΑΒΙΑΣΤΑ ΟΤΙ Η ΚΑΘ ΗΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΑΚΥΡΟ ΜΕΡΟΣ (γεγονός που ο δανειολήπτης πρέπει να το αναλύει και επικαλείται με σχετικό λόγο της ανακοπής του).
n Περαιτέρω, πρέπει να δειχθει στους Δικαστές που εφεξής θα κληθούν να δικάσουν τις ανακοπές και τις αναστολές εκτέλεσης, ΠΟΙΑ ΤΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΑ ΕΔΩ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ και ιδιαίτερα ποιος ο πιθανολογούμενος βάσει διαρροών και δημοσιευμάτων ρόλος της ΤτΕ… Είναι δηλαδή η ΤτΕ ένας -πέραν πάσης αμφιβολίας- ανεξάρτητος εποπτικός φορέας (όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν), τις αποφάσεις του οποίου ο ΑΠ δέχτηκε με την 652/2010 ως αποφάσεις ενός ΘΕΣΜΙΚΟΥ εποπτικού οργάνου, ή πρόκειται για εποπτικό φορέα που ελέγχεται πλήρως από το παγκόσμιο Τραπεζικό Καρτέλ και τις εγχώριες εποπτευόμενες τράπεζες προς το συμφέρον των οποίων και λειτουργεί?
I. Παρά την εξαντλητική έρευνα, δεν κατεστη δυνατό να ανεύρω τη μετοχική σύνθεση της ΤτΕ… Υπάρχουν δημοσιεύματα που υποστηρίζουν ότι μέτοχοι της Τράπεζας της Ελλάδος είναι μεταξύ άλλων οι εμπορικές ελληνικές και ξένες τράπεζες, μια εκ των οποίων ήταν διάδικος στη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, για την οποία εξεδόθη η 652/2010 απόφαση, η οποία έκρινε αντίθετα από την ιστορική 1219/2001. Η 652/2010 υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών όπως αποτυπώθηκαν στο απαντητικό έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΔΕΧΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ… Το απαντητικό αυτό έγγραφο του Διοικητή της ΤτΕ ληφθηκε υπόψη από τον Α.Π, ως έγγραφο ενός ανεξάρτητου εποπτικού φορέα (ΤτΕ).
Αν όμως αληθεύει ότι μέτοχοι της ΤτΕ είναι μεταξύ άλλων οι εμπορικές ελληνικές τράπεζες (μια εκ των οποίων ήταν διάδικος στη δίκη στα πλαίσια της οποίας εξεδόθη η 652/2010), τότε αυτό σημαίνει ότι η υιοθέτηση από τον Α.Π του απαντητικού εγγραφου του Διοικητή της ΤτΕ, συνεπάγεται εμμέσως την υιοθέτηση από το Ανώτατο Δικαστήριο των θέσεων ΟΧΙ ενός ανεξάρτητου εποπτικού φορέα, αλλά ενός «εποπτικού» φορέα στον οποίο είναι μέτοχος ένας από τους διαδίκους στη δίκη αυτή!!!
II. Όσων αφορά τον ακριβή –σκοτεινό για την ακρίβεια- ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει υποστηριχτεί από τον έγκυρο οικονομικό αναλυτή κ Π. Παναγιώτου, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι όπως όλες οι Κεντρικές Τράπεζες ιδιωτική και στην οποία μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2010 ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους ήταν η BlackRock UK, θυγατρική της μεγαλύτερης επενδυτικής εταιρίας του κόσμου, η οποία, προφανώς, ενδιαφέρεται για τα δικά της και όχι για τα ελληνικά συμφέροντα. Εάν αυτό αληθεύει, γίνεται αντιληπτό ότι η δικαιοσύνη και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδό της, υιοθετεί της απόψεις ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου εισηγμένου στο χρηματιστήριο που διανέμει κέρδη στους μετόχους του, μεταξύ των οποίων είναι επενδυτικά σχήματα που ποντάρουν στη χρεοκοπία της χώρας, που θα αγοράσουν αργότερα τις τιτλοποιησεις των απαιτήσεων των ελληνικών τραπεζών από δάνεια και κάρτες κατά των ελλήνων πολιτών!!!!!
III. Αμείλικτο παραμένει ακόμη το ερώτημα, αν η Τράπεζα της Ελλάδος διευκόλυνε τους κερδοσκόπους στο… θεάρεστο έργο τους κατά των ελληνικών ομολόγων, καθώς η σχετική ερώτηση που κατέθεσαν δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής την πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, Βάσω Παπανδρέου, είχε προκαλέσει «βραχυκύκλωμα» στην ΤτΕ: η κεντρική τράπεζα απάντησε μεν με μια μακροσκελή (μέχρι χασμουρητών…) ανακοίνωση, αλλά δεν έδωσε ποτέ στη δημοσιότητα τα κρίσιμα έγγραφα που ζητούν οι βουλευτές.
Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής την κ. Παπανδρέου, η οποία γνωρίζει καλά να κάνει κοινοβουλευτικό έλεγχο σε «δυσνόητα» για τους πολλούς τεχνικά τραπεζικά θέματα (και το έχει αποδείξει όταν «έσκασε» το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων) επανέρχονται καλά διαβασμένη στο γνωστό θέμα της αυτοματοποιημένης ανακύκλωσης των εντολών για συναλλαγές σε ομόλογα που δεν έχουν εκτελεσθεί (failed).
Ως γνωστόν, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επικριθεί από τις στήλες του Τύπου, αλλά και στη Βουλή, επειδή από τις 5 Οκτωβρίου (συμπτωματικά, δηλαδή, μετά την αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας) επέτρεψε να επανεισάγονται αυτόματα στο σύστημα της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων και να παραμένουν για άλλες δέκα ημέρες όσες εντολές δεν διακανονίζονται μέσα στην προθεσμία του Τ+3, που παγίως ισχύει στην ΗΔΑΤ. Με τον τρόπο αυτό, λένε οι επικριτές της Τράπεζας, οι κερδοσκόποι διευκολύνθηκαν στις πρακτικές σορταρίσματος ελληνικών ομολόγων και αυτό συντέλεσε στην απότομη διεύρυνση του spread, που οδήγησε την Ελλάδα εκτός αγοράς ομολόγων και… στην αγκαλιά του διεθνούς μηχανισμού χρηματοδότησης από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Επιπλέον, η ΤτΕ επικρίνεται και για την απόφαση να καταργηθούν από τις 10/12/2009 οι κυρώσεις που επιβάλλονταν σε όσους προχωρούσαν σε πώληση τίτλων, τους οποίους δεν είχαν να παραδώσουν (πηγή).
Την άμεση παρέμβαση της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας, Ελένης Ράικου, προκάλεσε η σχετική με το ίδιο θέμα καταγγελία του προέδρου του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνου Μίχαλου, σε εκπομπή του Μέγκα την 16/04/2010, σε βάρος διευθυντού της Τράπεζας της Ελλάδος, για ενλογω καθυστέρηση στην εκκαθάριση των ομολόγων του Δημοσίου, πράξη που ο κ Μίχαλος έδειξε ως υπεύθυνη για το κερδοσκοπικό παιχνίδι που παίχτηκε με τους τίτλους ομολόγων σε βάρος της χώρας , με συνέπεια όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, «εμείς οι ίδιοι να ανοίξουμε την πόρτα στους κερδοσκόπους» (!!!), αποδίδοντας μάλιστα στην πράξη αυτή του διευθυντού της Τράπεζας της Ελλάδος, το βαρύτατο χαρακτηρισμό της ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ (δες εδώ το video)!!!
Στη συνέχεια η κ. Ράικου ζήτησε από το κανάλι την αποστολή του επίμαχου βίντεο, προκειμένου να ενημερωθεί για το ακριβές περιεχόμενο της καταγγελίας Μίχαλου, ώστε να κρίνει εάν πρέπει να διατάξει τη διενέργεια προτακαρκτικής εξέτασης, προκειμένου να διακριβωθεί εάν έχουν διαπραχθεί και από ποιους ποινικώς κολάσιμα αδικήματα. Ο κ. Μίχαλος ανέφερε: «Από τη μία ο πρωθυπουργός της χώρας αγωνίζεται εναντίον της κερδοσκοπίας το τελευταίο διάστημα, σε παγκόσμιο επίπεδο, και εσωτερικά ακυρώνεται από αυτοκτονικές πράξεις, που θα τις χαρακτήριζα πράξεις εσχάτης προδοσίας. Και εξηγώ γιατί: την εποπτεία της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων την έχει η Τράπεζα της Ελλάδος. Το σορτάρισμα των ομολόγων έχει έναν τύπο βάσει του οποίου ρυθμίζεται η εκκαθάρισή τους. Αυτή η εκκαθάριση μέχρι και πριν τρεις μήνες ήταν Τ+3. Δηλαδή εντός 3 ημερών γινόταν η εκκαθάριση. Το τελευταίο τρίμηνο με υπογραφή διευθυντού, ο οποίος απομακρύνθηκε σήμερα από την Τράπεζα της Ελλάδος (ενώ θα έπρεπε να ήταν απόφαση διοικητού), πήγε Τ+10. Δηλαδή, η εκκαθάριση να γίνεται σε 10 ημέρες. Παράλληλα, με την απομάκρυνσή του επέστρεψε το σύστημα του Τ+1, στα μουλουχτά. Εμείς οι ίδιοι ανοίξαμε την πόρτα στους κερδοσκόπους» (πηγή).
IV. Σύμφωνα με δημοσίευμα του εγκύρου banksnews.gr η απόλυτη γελοιοποίηση κάθε έννοιας εποπτείας μετά το φιάσκο με την Ασπίς, σε μια εποχή που οι καταθέτες έχουν ήδη αποσύρει 27,5 δις. ευρώ από το τραπεζικό σύστημα και ακόμη και γελοίες φήμες αρκούν για να μεταδώσουν πανικό, αναπόφευκτα δημιουργεί ερωτήματα και για την «θωράκιση» που προσφέρει η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος από την Τράπεζα της Ελλάδος:
- Η ΤτΕ, όσο και αν τα τελευταία χρόνια θεωρείται ότι έχει κάνει προόδους στην εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, δύσκολα ξεχνιούνται κάποιες σκοτεινές στιγμές του παρελθόντος: για παράδειγμα, η «τρύπα» στην Τράπεζα Κρήτης του Κοσκωτά ίσως να μην είχε ανακαλυφθεί από τους επόπτες της ΤτΕ, αν ένας ανήσυχος εκδότης, που είχε θορυβηθεί από την επέκταση του Κοσκωτά στον Τύπο δεν είχε περάσει αρκετά βράδια μελετώντας ισολογισμούς, για να εντοπίσει ορισμένα περίεργα στοιχεία, που είχαν ξεφύγει από τους ελεγκτές.
-Τα τελευταία χρόνια, όσοι αναζητούν παραδείγματα αυτού που διεθνώς περιγράφεται ως «regulatory capture» («αιχμαλωσία του επόπτη από τον εποπτευόμενο») θα βρουν στην Ελλάδα αρκετές περιπτώσεις με ενδιαφέρον. Όσο εξελισσόταν το αχαλίνωτο πάρτι της καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης, που τελειώνει τώρα με αρκετό πόνο, η ΤτΕ ελάχιστα έπραξε –και πολύ αργά…- για να αποκαταστήσει μια νηφαλιότητα σε ένα τραπεζικό σύστημα τυφλωμένο από προσδοκίες κερδών και μπόνους και σε ένα καταναλωτικό κοινό επικίνδυνα εθισμένο σε ένα όνειρο υπερκατανάλωσης με δανεικά. Λόγοι και πράξεις των διοικήσεων της ΤτΕ παρέπεμπαν περισσότερο σε συνήγορο-συνοδοιπόρο των εμπορικών τραπεζιτών, παρά σε αυστηρό επόπτη.
-Από τότε που ξέσπασε η κρίση με σφοδρότητα, το φθινόπωρο του 2008, η ΤτΕ φάνηκε να έχει «χάσει την μπάλα»: ποιος ξεχνά ότι ο κ. Γ. Προβόπουλος διαβεβαίωνε το Κοινοβούλιο, ότι με τα 28 δις. ευρώ του «πακέτου Αλογοσκούφη» θα κρατιόταν το 2009 η πιστωτική επέκταση σε διψήφιο ποσοστό, αλλά τελικά το «πακέτο» εγκρίθηκε και η πιστωτική επέκταση έπεσε στο μηδέν; Ποιος ξεχνά, ότι η ΤτΕ υπολόγισε σε 15 δις. ευρώ τις ανάγκες των τραπεζών για κρατικές εγγυήσεις δανεισμού, αλλά επέτρεπε στις τράπεζες να μην τις χρησιμοποιούν και να αντλούν ρευστότητα με περίεργες –το λιγότερο…- τιτλοποιήσεις, σε μια εμφανή προσπάθεια να διευκολύνει τους τραπεζίτες στην προσπάθεια τους να αποφύγουν μια στενότερη «επαφή» με το Δημόσιο;
Αν ανατρέξει κανείς με προσοχή στα πιο πρόσφατα γεγονότα, διαβάζοντας π.χ. προσεκτικά το κομμάτι του μνημονίου που αναφέρεται στο χρηματοπιστωτικό τομέα, θα διαπιστώσει ότι η τρόικα δεν τρέφει μεγάλη εκτίμηση για την π.Μ. (προ Μνημονίου) εποχή της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Αν έτρεφε αυτή την εκτίμηση, δεν θα περιλαμβάνονταν στο κείμενο του μνημονίου τόσες επιτακτικές αναφορές στην ανάγκη ενίσχυσης της εποπτείας, ούτε θα επιχειρούσαν οι… «επόπτες των εποπτών» να δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο αυστηρότερης παρακολούθησης και ελέγχου των τραπεζών.
-Ακόμη και σήμερα, που η ΤτΕ βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας από την τρόικα, καταγράφονται αρκετά φαινόμενα που ξενίζουν, δημιουργώντας αμφιβολίες για τη σοβαρότητα της εποπτείας. Για παράδειγμα, οι δύο γαλλικές τράπεζες στην Ελλάδα (Εμπορική και Γενική) σχηματίζουν προβλέψεις για προβληματικά δάνεια και προχωρούν σε αυξήσεις κεφαλαίων για να καλύπτουν «τρύπες» με ρυθμούς… πολυβόλου, σαν να λειτουργούν σε κάποιο παράλληλο τραπεζικό σύστημα, άσχετο με αυτό στο οποίο εντάσσονται οι άλλες τράπεζες, στις οποίες οι προβλέψεις κλιμακώνονται με εντυπωσιακή… νωθρότητα, συγκριτικά με το «γαλλικό μοντέλο». Τέτοιες αποκλίσεις, βέβαια, είναι μάλλον αδιανόητες, για τράπεζες που δεν έχουν και τόσο διαφορετικά μοντέλα λειτουργίας και λειτουργούν στις ίδιες οικονομικές συνθήκες: πιθανόν κάποιοι «φουσκώνουν» τις επισφάλειες, ή κάποιοι τις κρύβουν. Ό,τι και αν ισχύει, αρκετά ερωτηματικά δημιουργούνται για την ποιότητα της εποπτείας.
-Σε μια εποχή αμφισβήτησης των πάντων περί τη λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος, σε μια εποχή που είναι αρκετή μια φήμη για μυστική εκτύπωση δραχμών για να προκαλέσει αντιδράσεις ενός φοβισμένου κοινού, σε μια εποχή που το διεθνές σύστημα προσπαθεί να αντλήσει διδάγματα από τα σφάλματα που προκάλεσαν τη σοβαρότερη κρίση από το μεσοπόλεμο, η ΤτΕ της Ελλάδος χρειάζεται να κάνει ακόμη πολλά για να πείσει ότι ασκεί με επάρκεια το εποπτικό της έργο, που πλέον εκτείνεται στο τραπεζικό και στο ασφαλιστικό σύστημα. Και αν θέλει πράγματι να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά τα φαινόμενα «αιχμαλωσίας» του επόπτη από τον εποπτευόμενο…
V. Για το ρόλο τέλος της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαμεσολάβηση με την ΕΚΤ προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι ελληνικές τράπεζες δες εδώ .